Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι

Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι

Ο Λουντέμης πρόσφερε κάποιους από τους ωραιότερους τίτλους της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως Ένα παιδί μετράει τα άστρα, Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, Το ρολόι του κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα. Οι ωραίοι τίτλοι, ωστόσο, έκρυβαν πίσω τους ιστορίες βαριές και ασήκωτες, σαν τις πέτρες που κουβαλούσαν οι πολιτικοί κρατούμενοι στους τόπους εξορίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο, εκεί όπου γράφηκαν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.

Στο Οδός Αβύσσου αριθμός 0, οι βασανιστές επιδιώκουν να αποσπάσουν δήλωση μετάνοιας από τους κρατούμενους. Οι μετανοημένοι δεν πρόκειται να επιστρέψουν στο σπίτι τους για να ζήσουν ήσυχα με την οικογένειά τους, όπως θα υπέθετε κανείς. Απώτερος στόχος της διαδικασίας είναι να σταλούν στο μέτωπο και να πολεμήσουν στο πλευρό του Εθνικού Στρατού εναντίον των παλιών τους συντρόφων. Δυο φορές προδότες.

Τα βασανιστήρια περιλαμβάνουν ανελέητους ξυλοδαρμούς, πείνα και δίψα, εικονικές εκτελέσεις, φάλαγγα και απομόνωση πίσω από αγκαθωτό συρματόπλεγμα, δέσιμο στο «σιδερωτήριο», δηλαδή πάνω σε μια μεγάλη λεία πέτρα πυρωμένη από τον ήλιο, ομαδικό λιντσάρισμα στο φαράγγι, βύθισμα στη θάλασσα μέσα σε τσουβάλι και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους. Κάποιοι πεθαίνουν, κάποιοι αποκτούν μόνιμη αναπηρία, κάποιοι χάνουν τα λογικά τους.

Παρόλα αυτά, μες στη φρίκη, κάποιοι παραμένουν άνθρωποι. Η αξιοπρέπεια είναι το μόνο στοιχείο πάνω τους που διατηρείται αλώβητο. Δυο κρατούμενοι σώζουν στο καΐκι από βέβαιο πνιγμό τον δεσμοφύλακά τους, τον Στελάρα ή Κουτρούμπα ή Μελιτζάνα, που έχει βρεθεί στη Μακρόνησο από το περιθώριο της ζωής και προσπαθεί να ισορροπήσει στο χείλος της αβύσσου. Οι δυο κρατούμενοι πασχίζουν να κάνουν αυτόν τον απατεωνίσκο (που προσποιείται τον βασανιστή) καλύτερο άνθρωπο και του εξομολογούνται τους καημούς τους. Στο τέλος, περήφανος για τη σχέση τους, ο Στελάρας ανοίγει ταβέρνα με το όνομα «Οι τρεις φίλοι».

Στην κριτική του μυθιστορήματος που έκανε ο Στάθης Δρομάζος για λογαριασμό της εφημερίδας «Η Αυγή» στις 11 Ιανουαρίου του ’63, εντόπισε στον εν λόγω δεσμοφύλακα, έναν από τους αρτιότερους δευτερεύοντες χαρακτήρες της νεοελληνικής πεζογραφίας.

«Ο πιο ενδιαφέρων τύπος είναι ο Στελάρας, απόφοιτος των φυλακών (πρεζάκιας – ποινικός), αλλά στόφα καλού ανθρώπου. Δίνει μάχες με την κοινωνία, μία στο δικαστήριο, καταγγέλλοντας τους εμπόρους των ναρκωτικών και μία στο Μακρονήσι, ξεσκεπάζοντας τα όργια, με την απολογία του προς τον στρατηγό, όπου του λέει ότι βαριέται άλλο να… κάθεται χωρίς δουλειά, δηλαδή χωρίς να δέρνει. Αυτός ήταν “το μόνο μισερό και τσιμπλιάρικο, μα το μόνο φως μέσα σ’ αυτό το υπόγειο του απάνω κόσμου”. Και δίνει και την τρίτη μάχη αναλαμβάνοντας την προστασία του φυλακισμένου Γιώργη. Ο Στελάρας αντιπροσωπεύει τις καλύτερες παραδόσεις της νεοελληνικής αλητογραφίας».

Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες, να φτάσουμε στο μακρινό 1972 για να εκδοθεί ένα έργο γύρω από τους τόπους εξορίας που ξέφευγε από τους γραμμικούς κανόνες αφήγησης και απέδιδε την κόλαση σε βαθύτερο επίπεδο. Το έργο αυτό ήταν ο Λοιμός του Ανδρέα Φραγκιά. 

Παρότι ο συγγραφέας είχε εξοριστεί στην Ικαρία και τη Μακρόνησο για τα πολιτικά του φρονήματα, επέλεξε να μην καταθέσει μια ακόμα προσωπική μαρτυρία για τα ξερονήσια. Άφησε τις οδυνηρές εμπειρίες να κατασταλάξουν μέσα του, στη συνέχεια τις φίλτραρε και τελικά έπλασε μια εφιαλτική δυστοπία, μια αλληγορία που έχει να κάνει με την εξουσία και την προσπάθειά της να εκμηδενίσει τον άνθρωπο. Η επιδημία με τα διαδοχικά κρούσματα τρέλας που καταλαμβάνει τους πάντες στο τέλος του βιβλίου είναι η φυσιολογική κατάληξη του άρρωστου κλίματος και του παραλογισμού μιας κοινωνίας που, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, επιδιώκει να μετατρέψει τον άνθρωπο σε πειραματόζωο.

Η ιστορία διαδραματίζεται σ’ ένα φαλακρό τοπίο, άνυδρο και άδεντρο, που βρέχεται από τη θάλασσα και μαστιγώνεται από τους ανέμους. Σε τούτο τον κρανίου τόπο συνυπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι βασανιστές και οι κρατούμενοι.

Οι βασανιστές είναι απρόσωποι, ένας μηχανισμός που καταστρώνει σχέδια για να εξοντώσει σωματικά και ψυχικά τους κρατούμενους. Για το σκοπό αυτό ενεργοποιούνται μεγάφωνα εγκαταστημένα ολούθε, που μεταδίδουν λόγους, εμβατήρια και διαταγές. Ελέγχονται τα πάντα. Επιβάλλονται ποινές για ψύλλου πήδημα, επειδή λόγου χάρη ένας κρατούμενος δεν προσήλθε αυθόρμητα στην εργασία του ή επέδειξε αδιαφορία στη διάρκεια μιας ομιλίας – ακόμα και γιατί παραμιλούσε στον ύπνο του. Ο χρόνος δεν έχει σημασία, αφού κάθε μέρα μοιάζει με την προηγούμενη και την επόμενη.

Οι κρατούμενοι δεν έχουν όνομα, έχουν μόνο έναν σκούφο που τους ξεχωρίζει από τους άλλους και αναφέρονται με κάποιο χαρακτηριστικό τους, όπως ο Αφηρημένος, ο Περιδεής, ο Κάτωχρος. Οι εργασίες τους δεν έχουν νόημα, καθώς φτιάχνουν γέφυρες πάνω από ανύπαρκτα ποτάμια και πεζούλες σε κήπους όπου δεν φυτρώνει τίποτα. Επιπλέον, πρέπει να μαζέψουν μύγες, όσες περισσότερες μπορούν, γιατί τα όργανα του μηχανισμού τις μετρούν και τις καταγράφουν επιμελώς. Όποιος πιάνει πολλές μύγες, τις χρησιμοποιεί ως ανταλλακτικό αντικείμενο και έχει ό,τι επιθυμεί. Όποιος πιάνει λίγες, μένει χωρίς φαγητό και νερό.

Στη μερίδα σου καταγράφονται πόσες μύγες έχεις πιάσει σ' όλη σου τη ζωή, πόσες φορές σου έχει πέσει η πέτρα από τα χέρια και η ολοφάνερη απροθυμία σου να φωνάξεις από το βουνό, πως είσαι ένα χαμένο και γελοίο υποκείμενο. Όλοι οι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκονται, αγωνίζονται την ημέρα με τις μύγες και το βράδυ με το φόβο. Τα χρέη διπλασιάζονται, οι λογαριασμοί έχουν ανέβει πάρα πολύ και κανένας δεν ξέρει ακριβώς πόσα χρωστάει κι αν είναι απόψε η δικιά σου νύχτα. Αλλά και να μάθεις σήμερα πόσες μύγες χρωστάς, αύριο θα είναι αλλιώς, αφού από ώρα σε ώρα μπορεί να αυξηθεί κάποιο υπόλοιπο. Πόσο αξίζει τάχα μια μύγα; (Ανδρέας Φραγκιάς, Λοιμός, Κέδρος, 1972 )

Κώστας Αρκουδέας – Το χαμένο Νόμπελ

Εκδόσεις Καστανιώτη (απόσπασμα από το 4ο μέρος - Αντίπολη )