
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Για το θεό, τι είναι αυτό που μου συμβαίνει
και δεν αγαπώ πια κανένα;
Παλιοί συμμαθητές που μαζί ανακαλύπταμε τον κόσμο
τώρα μου προκαλούνε πλήξη και μ’ ένα τηλεφώνημά τους.
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Εγώ δεν ξέρω, κοίτα, είναι τρομερό το πώς βρέχει.
Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι με σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται σαν γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία.
Αν φόβοι σέρνουν τυφλά την καρδιά σου
γίνε φωτιά και όρμησε προς την ανηφοριά
Αν θεία μοίρα σου ανοίγει πληγές
άσε τον ήλιο να μπει από τις ραγισματιές
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·
Ας θυμηθούμε τις μοναχικές βόλτες των λέξεων ενός ανθρώπου μόνου στην ζωή σ ένα δωμάτιο γεμάτο με ίσκιους απ τις μορφές του παρελθόντος του.
Ας σκύψουμε συμπονετικά μπροστά στην αδυναμία του να αποφασίσει τώρα που θέλει να πάει. Στον φόβο του να πλησιάσει την πόρτα εξόδου.
Του υποσχέθηκε ο κόσμος μια ζωή χωρίς αναστεναγμούς, χωρίς τυραννία.
(Καρλόβασι, 29. VI. 87.)
Ωραία που βγαίνει το πλοίο απ’ το λιμάνι. Ρόδινος ο καπνός του
μες στη χρυσόσκονη του δειλινού. Λοιπόν,