Urashima Tarō - Ο ψαράς και η Χελώνα

Urashima Tarō - Ο ψαράς και η Χελώνα

Τον πολύ παλιό καιρό, ζούσε σ’ ένα ψαροχώρι της Ιαπωνίας ένας ψαράς που τον έλεγαν Urashima Tarō. Ο Urashima, που αγαπούσε όλα τα ζωντανά της στεριάς και της θάλασσας, είδε μια μέρα μια παρέα από παιδιά να βασανίζουν μια θαλασσινή χελώνα και για να τη γλιτώσει από τα χέρια τους, την αγόρασε.

Την πήρε μαζί του, την άφησε στα βότσαλα εκεί που σκάει το κύμα και κάθησε να τη βλέπει, μέχρι που χάθηκε στη θάλασσα. Την άλλη μέρα, την ώρα που μάζευε τα δίχτυα του, είδε το κεφάλι της χελώνας να προβάλει απ’ το νερό.

Κανείς δεν ξέρει πώς μίλησαν μεταξύ τους η χελώνα κι ο ψαράς. Λένε όμως ότι, για να ξεπληρώσει το καλό που έλαβε, η χελώνα πήρε τον καλόψυχο Urashima στην πλάτη της και τον πήγε στο Παλάτι του Δράκου, στον πιο κρυφό βυθό της πιο μακρινής θάλασσας. Τον υποδέχτηκε η νεράιδα πριγκίπισσα Otohime κι ο Urashima έζησε μαζί της τρεις παραδεισένιους μήνες. Αλλά σύντομα κουράστηκε από τη μονοτονία της ευτυχίας κι αποζήτησε τη βάρκα του, το χωριό του και τη σκληρή ζωή του. Τον παρακάλεσε και τον ξαναπαρακάλεσε η Otohime ν’ αλλάξει γνώμη αλλά ο Urashima όσο πήγαινε και μελαγχολούσε, ώσπου η νεράιδα τον άφησε να φύγει. Αποχαιρετώντας τον, του έβαλε στα χέρια ένα κουτί.

‘Έχει μέσα κάτι δικό σου, πάρα πολύ πολύτιμο’, του είπε. ‘Δεν πρέπει όμως να το ανοίξεις ποτέ, ποτέ, ποτέ!’

Σα γύρισε στην στεριά ο Urashima, αμέσως είδε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Το χωριό του ήταν αγνώριστο. Κοίταξε, ρώτησε,… για ν’ ανακαλύψει στο τέλος ότι απ’ τους γνωστούς κι από τους συγγενείς του δεν είχε απομείνει πια κανείς. Μονάχα ένας πολύ γέρος ψαράς που δεν ήταν και πολύ στα λογικά του, είπε πως όταν ήταν παιδί είχε ακούσει για κάποιον Urashima Tarō, που παλιά, πολύ παλιά είχε χαθεί στη θάλασσα και δεν τον ξανάδε ποτέ κανένας.
Οι τρεις μήνες που είχε λείψει απ’ το χωριό του ο Urashima ήταν τρεις αιώνες.

Ο Urashima έμεινε στην ακροθαλασσιά περίλυπος και μόνος. Έβγαλε από την τσέπη του ρούχου του το κουτί της Otohime. Χάιδεψε το καπάκι του.

‘Για πότε να το φυλάξω αυτό το πολύτιμο που είναι μέσα στο κουτί...’ σκέφτηκε. ‘Μπορεί και να 'ναι κάτι που θα με βοηθήσει. Μπορεί να με στείλει πίσω στο χρόνο, να βρω τους δικούς μου. Μπορεί να με στείλει πίσω στην πριγκίπισσα.’

Ο Urashima τράβηξε αργά τη μεταξωτή κορδέλα, την έλυσε και σήκωσε το καπάκι του κουτιού που δεν έπρεπε ποτέ ν’ ανοίξει. Και τότε, με μια βοή απόκοσμη ξεχύθηκαν απ’ το κουτί και κάθησαν βαριά πάνω του κι ανελέητα όλα τα χρόνια που είχαν ξεγλιστρήσει αθόρυβα δίπλα του χωρίς να τον αγγίξουν, εκείνον το μικρό αλλά μεγάλο, μεγάλο αλλά μικρό καιρό της θαλασσινής ευτυχίας.