Ο Μίδας έχει γαϊδουρινά αφτιά-αα-α-αα…

Ο Μίδας έχει γαϊδουρινά αφτιά-αα-α-αα…

Μια φορά κι έναν πολύ παλιό καιρό, ο Παν προκάλεσε τον Απόλλωνα να διαγωνιστούν, τίνος μουσική είναι πιο ωραία: αυτουνού με τον αυλό ή του Απόλλωνα με τη λύρα. Σίγουρος για το αποτέλεσμα, πφφφφ σιγά τώρα το μουσικό…, ο Απόλλωνας δέχτηκε και, όπως αναμενόταν, οι κριτές ψήφισαν υπέρ του. Δηλαδή..., όχι όλοι.

Ο Μίδας, ο μάλλον λειψός από μυαλό βασιλιάς της Φρυγίας ψήφισε υπέρ του Πάνα. Δεν το περίμενε ο Απόλλωνας και θύμωσε. «Τώρα θα σου δείξω ‘γώ κιαρατά», σκέφτηκε.

«Τ’ αφτιά σου φταίνε και δεν ακούς καλά», είπε στο Μίδα. «Κάτσε να σε φκιάσω εγώ.»

Δεν είχε καλά καλά προφτάσει να τελειώσει το λόγο του ο Απόλλωνας, κι ο Μίδας αισθάνθηκε τ’ αφτιά του να τρεμουλιάζουν και μετά να μακραίνουν. Ζζζιιιιν! Μέχρι να πάρει πρέφα τι γινόταν, τ’ αφτιά του είχαν δώσει τη θέση τους σ’ ένα ζευγάρι γαϊδουρινά αφτιά, περήφανα ορθωμένα.

Το φύσαγε ο Μίδας και δεν κρύωνε. Πήγε αγόρασε καπέλα, καπελαδούρες, τουρμπάνια, σκουφιά, φέσια, τραγιάσκες, ρεπούμπλικες, μπερέδες, περικεφαλαίες, ό,τι τελοσπάντων βρήκε στην αγορά διαθέσιμο, και κυκλοφορούσε με τ’ αφτιά κρυμμένα. Μόνο από έναν άνθρωπο δε μπορούσε να τα κρύψει: τον κουρέα του. Κι όταν παραμάκρυνε το μαλλί κι έπρεπε οπωσδήποτε να το σενιάρει, έκατσε στην καρέκλα του κουρέα και πριν βγάλει το ημίψηλο που φορούσε, είπε:

«Κοίτα, κακομοίρη μου, αν θες η κεφάλα σου να συνεχίσει να βρίσκεται στην κορφή στο λαιμό σου, αυτό που θα δεις δε θα το πεις πουθενά. Με το αζημίωτο, βέβαια.»

Ο κουρέας – ας έκανε κι αλλιώς αν ήθελε – συμφώνησε. Ήρθαν μετά κι άλλοι πελάτες, τον έτρωγε η γλώσσα του να το πει: «Ο Μίδας έχει γαϊδουρινά αφτιά!!!» Ε ρε γλέντια! Αλλά κατάφερε και συγκρατήθηκε. Ξάπλωσε το βράδυ με την κυρά του, πάλι τον έτρωγε η γλώσσα του και πάλι κρατήθηκε. Κι αυτό το βασανιστήριο κράτησε δυο τρεις μέρες, μέχρι που ο καρακουτσομπόλης μπαρμπέρης δεν άντεξε. Πήγε έξω από την πόλη, σ’ έναν αγρό, έσκαψε μια τρύπα, έχωσε μέσα το κεφάλι του, φώναξε με όοοολη τη δύναμη της φωνής του «Ο Μίδας έχει γαϊδουρινά αφτιάαααααα!!!», κι αφού ξέδωσε, ξαναγέμισε την τρύπα και γύρισε σπιτάκι του ξαλαφρωμένος.

Έλα όμως που από την τρύπα του μυστικού φύτρωσε χορτάρι. Το χορτάρι ψήλωσε, και σαν περνούσε από πάνω του ο αέρας, θρόιζε και μουρμούριζε: «Ο Μίδας έχει γαϊδουρινά αφτιά-αα-α-αα…». Από τα χορτάρια πέρασε το νέο στα κατσίκια, απ’ τα κατσίκια στο βοσκό, απ’ το βοσκό στο γαλατά κι απ’ το γαλατά το ‘μαθε όλη η πόλη.

Don’t worry, λοιπόν, και μη βιάζεστε, όλα κάποτε βγαίνουν στη φόρα με το σι και με το νίγμα.