Ο δικός μας Μαραθώνιος

Ο δικός μας Μαραθώνιος

Νενικήκαμεν

            «Ελλήνων προμαχούντες/ Αθηναίοι Μαραθώνι / χρυσοφόρων Μήδων/ εστόρεσαν δύναμιν» (Σιμωνίδης ο Κείος).

            Υπάρχουν οι προσωπικές νίκες. Υπάρχουν, όμως, και οι συλλογικές. Οι δεύτερες αναδεικνύουν το ομαδικό πνεύμα και το συλλογικό ηρωισμό που διαφυλάσσουν και υπερασπίζονται την ελευθερία της κοινότητας – πόλης, αλλά και του ατόμου ως αυτόνομης και αυτεξουσίας οντότητας μονάδας.

            Μπορεί οι νίκες στο πεδίο μάχης ενός πολέμου αξιολογικά να είναι ανώτερες έναντι των άλλων, αλλά υπάρχουν και οι «μικρές», καθημερινές νίκες έναντι όλων εκείνων των προβλημάτων - εμποδίων που αδυνατίζουν τις αντιστάσεις μας και μας ομοιορφοποιούν ως προς τον τρόπο αντίδρασής μας σε αυτά.

            Οι «μικρές» αυτές νίκες είναι που μας διαφοροποιούν από την αγέλη και αποκαλύπτουν την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητά μας. Κι αυτό γιατί αυτές είναι η καθημερινότητά μας και δεν υπακούουν σε έναν υψηλό στόχο που από τη φύση του έχει έναν «τελολογικό» χαρακτήρα. Αυτή η καθημερινότητά μας σε όλες τις αποχρώσεις της όταν εκφράζεται αβίαστα αποτυπώνει με ενάργεια τη βαθύτερη ουσία μας, την εσωτερικότητά μας.

            Ο Φειδιππίδης συγκλόνισε με την αντοχή του, φέρνοντας το χαρούμενο μήνυμα της νίκης: «Νενικήκαμεν». Οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες (490 π.Χ.) στο Μαραθώνα. Η Ελλάδα και η ανθρωπότητα, όμως, περισσότερο γιορτάζει τη διαδρομή - απόσταση που διήνυσε ο δρομέας και λιγότερο τη νίκη αυτή καθαυτή. Κι ας ήταν η νίκη στο Μαραθώνα μία από τις σημαντικότερες νίκες των Ελλήνων και της ανθρωπότητας.

            Ο μαραθωνοδρόμος και ο «μαραθώνιος» δρόμος επισκίασαν το μήνυμα και τη νίκη. Τελικά είχε δίκιο ο Μακ Λούαν όταν διατύπωνε τη θέση πως το «μήνυμα» είναι το «μέσο».

            Η Αθήνα και οι χιλιάδες δρομείς στον 36ο Μαραθώνιο δρόμο γιόρτασαν τη συμμετοχή και την προσπάθεια. Μπορεί οι «πρώτοι» να βραβεύτηκαν για τη νίκη τους, αλλά πραγματικοί νικητές ήταν όλοι οι άλλοι που υπερβαίνοντας τα όριά τους ή δοκιμάζοντάς τα έστειλαν το πιο δυνατό μήνυμα. Αξία έχει η προσπάθεια και η συμμετοχή σε έναν αγώνα που δεν διεξάγεται για το υλικό κέρδος.

            Άνθρωποι όλων των ηλικιών, κοινωνικής τάξης, μόρφωσης και πολιτικών πεποιθήσεων δοκίμασαν τις αντοχές τους όχι για την πρωτιά αλλά για τη συμμετοχή και για τη χαρά της προσπάθειας. Συναγωνιστές στην προσπάθεια και όχι ανταγωνιστές για την πρωτιά.

            Οι ενδυματολογικές επιλογές των μαραθωνοδρόμων προσέδιδαν με τα χρώματα και την ιδιαιτερότητά τους μία ξεχωριστή λαμπρότητα στο μακρύ ποτάμι του μαραθωνίου. Στον «πλούτο» και στη λαμπρότητα του μαραθωνίου συνέτειναν και οι δρομείς των άλλων χωρών (τοπικά χρώματα, εθνικές σημαίες….) αλλά και η αντισυμβατικότητα κάποιων ως προς την ενδυματολογική επιλογή τους.

            Άλλος στεφανωμένος με κλαδιά ελιάς και άλλος ντυμένος αρχαίος πολεμιστής. Άλλος ντυμένος με μπλουζάκια γνωστών βιομηχανιών και άλλος καλωδιωμένος με το κινητό του για να παρακολουθεί το χρόνο και να απαθανατίζει τις μοναδικές αυτές στιγμές. Είναι η στιγμή που το «φαίνεσθαι» και το «είναι» αντιπαλεύουν για να συνυπάρξουν σε έναν ωραίο αγώνα.

            Ο Σπύρος Λούης θα ένιωθε ξαφνιασμένος βλέποντας αυτό το ποτάμι των μαραθωνοδρόμων. Κάποιοι θέλοντας να τον μιμηθούν ντύθηκαν παραδοσιακά ή όπως ένιωθαν και ήθελαν να τους βλέπουν οι άλλοι. Σε έναν αγώνα όλα είναι επιτρεπτά και ανεκτά, αρκεί να υπηρετούν το στόχο. Και ο στόχος του μαραθωνίου ήταν ένας: Η χαρά της συμμετοχής και η αξία της προσπάθειας.

            Ο πρωταθλητισμός αρρωσταίνει την ψυχή μας, διαβρώνει την ηθική μας και μας απανθρωποποιεί.

            Ο αγώνας μάς κρατά σε εγρήγορση και μας επιβεβαιώνει. Σε αυτόν χωράμε όλοι κι ας είμαστε διαφορετικοί (εθνικά, γλωσσικά, θρησκευτικά, φυλετικά…..).

            Η διαφορετικότητά μας είναι ο πλούτος μας κι ας την ερμηνεύουν κάποιοι ως «γραφικότητα» (όπως ο μαραθωνοδρόμος της φωτογραφίας) ή και ως «κατωτερότητα».

            Η ζωή είναι ένας Μαραθώνιος για όλους τους ανθρώπους. Μακρόχρονος και κοπιώδης – επίπονος.

            Σημασία έχει στο τέλος όλοι να νιώσουμε αυτό που ένιωσε και εξέφρασε ασθμαίνων ο Φειδιππίδης, το

«Νενικήκαμεν»._