Η Ζωή μας…Μια παρένθεση και μόνο

Η Ζωή μας…Μια παρένθεση και μόνο

«Στο κόμμα, σταματώ…/ παίρνω ανάσες/. Στην τελεία πεθαίνω…./ Στο θαυμαστικό, φωνάζω…/ Στο ερωτηματικό, περιμένω…./ αγωνιώ για την απάντηση..» (Ελένη Τομπέα «Σημεία στίξης»).

Άνθρωπος και Ταυτότητα

Ένα από τα ζητήματα – ζητούμενα της ψυχολογίας αλλά και της κοινωνιολογίας είναι και η δυνατότητά μας να έχουμε πρόσβαση στα ενδότερα δώματα του χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Πολλοί προκρίνουν ως κριτήριο αποκωδικοποίησης της ταυτότητας ενός ανθρώπου τη συμπεριφορά του. Άλλοι τον τρόπο σκέψης και εκδήλωσης των συναισθημάτων του. Οι ενδυματολογικές επιλογές συνιστούν κι αυτές έναν χρήσιμο οδηγό για την κατανόηση του άλλου. Ακόμη και οι καθημερινές κινήσεις των μελών του σώματος υποδηλώνουν κι αυτές κάτι (η γλώσσα του σώματος). Για πολλούς τα μάτια είναι ο καθρέπτης μας και δύσκολα μπορούμε να κρυφτούμε.

Σε όλα τα παραπάνω ο καθένας θα μπορούσε να προσθέσει κι άλλα στοιχεία ως κριτήρια – εργαλεία της ετερογνωσίας. Σε αυτά θα μπορούσε να ενταχθεί και ο τρόπος που μιλά κάποιος, είτε προφορικά είτε γραπτά. Για τον προφορικό λόγο πολλοί θα συμφωνήσουν πως καθιστά ευδιάκριτη τη χαρά, τη λύπη, την ασφάλεια, την πνευματική αρτίωση, το φόβο, το άγχος, την εξουσιομανία  (τάση για επιβολή) του υποκειμένου. Κι αυτό γιατί συνδράμουν θετικά τόσο τα παραγλωσσικά στοιχεία (επιτονισμός φωνής – παύσεις…) όσο και τα εξωγλωσσικά (χειρονομίες, έκφραση προσώπου….).

Ο γραπτός λόγος, όμως, πιο σύνθετος από τη φύση του – γι’ αυτό είναι μεταγενέστερος του προφορικού, όχι ωστόσο και αξιολογικά ανώτερος κατ’ ανάγκην – δεν αποκαλύπτει με σαφήνεια τις ιδιαίτερες πτυχές της ταυτότητας του πομπού. Ο αναγνώστης έχει ως κριτήριο – πλοηγό μόνο το κείμενο για την αποκωδικοποίηση τόσο της ταυτότητας του γράφοντος όσο και του στόχου του (ενημέρωση, τέρψη, πειθώ…).

Αυτήν την αδυναμία του γραπτού λόγου διείδαν οι λόγιοι και κατέφυγαν στην εφεύρεση των σημείων στίξης. Όπως είναι γνωστό αυτά απουσίαζαν από τον αρχαίο γραπτό λόγο, όπως και τα κενά ανάμεσα στις λέξεις που γράφονταν με κεφαλαία γράμματα, όπως το γνωστό επίγραμμα:

«ΟΞΕΙΝΑΓΓΕΛΛΕΙΝΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣΟΤΙΤΗΔΕΚΕΙΜΕΘΑΤΟΙΣΚΕΙΝΩΝΡΗΜΑΣΙΕΙΘΟΜΕΝΟΙ» (Ω ξείν’ αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι).

Τα σημεία στίξης ως σκηνοθεσία

Έτσι τα σημεία στίξης υποκαθιστούν τα παραγλωσσικά και εξωγλωσσικά στοιχεία και βοηθούν τον αναγνώστη στην κατανόηση του κειμένου. Το πλήθος των σημείων στίξης (τελεία, διπλή παύλα, ερωτηματικό, εισαγωγικά, παρένθεση, θαυμαστικό…) συνιστά το αναγκαίο εκφραστικό οπλοστάσιο του γράφοντος μέσα από το οποίο διαφαίνεται το ύφος του και οι προθέσεις: ειρωνεία, καταγγελία, θαυμασμός, έμφαση, έπαινος, απορία….

Για πολλούς, δηλαδή, τα σημεία στίξης θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τα κατεξοχήν «σκηνοθετικά εργαλεία» με τα οποία ο πομπός – συγγραφέας σκηνοθετεί την εξωτερίκευση των διανοημάτων, των συναισθημάτων αλλά και των επιθυμιών του. Για τον αναγνώστη τα ίδια τα σημεία στίξης συνιστούν τον αναγκαίο κωδικό με τον οποίο καλείται να «ξεκλειδώσει» τα νοήματα και τις μύχιες σκέψεις του συγγραφέα.

Έτσι υπάρχει με τη βοήθεια των σημείων στίξης μια άτυπη και υπόγεια επικοινωνία μεταξύ γράφοντος και αναγνώστη (πομπός – δέκτης) αφού η φυσική συμπαρουσία τους είναι αντικειμενικά αδύνατη και ανέφικτη. Το είδος – πλήθος των σημείων στίξης που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, η συχνότητα χρήσης τους αλλά και το περιεχόμενό τους αποκρυπτογραφούν τον εσωτερικό του κόσμο (πνευματικό, συναισθηματικό, ηθικό...). Κι αυτό γιατί οι λέξεις όπως και τα σημεία στίξης αποτελούν το αποτελεσματικότερο και οικονομικότερο σύστημα συμβολισμού.

Είναι να απορεί κανείς πως μια τελεία, μια παρένθεση ή τα εισαγωγικά μπορούν να προσδώσουν ένα νόημα σε μια λέξη χωρίς τη βοήθεια των παραγλωσσικών ή εξωγλωσσικών στοιχείων. Αν η χρήση τους, όμως, βοηθά τα μέγιστα στην κατανόηση ενός κειμένου, η κατάχρησή τους ή η λανθασμένη χρήση τους δημιουργεί μια αρνητική εικόνα για τον χρήστη. Θυμίζει εκείνον που μιλά και χρησιμοποιεί τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία σε υπερβολικό βαθμό με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν σκηνοθετικά να είναι αρνητικό (παύσεις, ουρλιαχτά, γκριμάτσες, χειρονομίες….).

Η παρένθεση και τα όριά μας

Ως γράφων αλλά και ως αναγνώστης πάντα στρέφω την προσοχή μου σε ένα σημείο στίξης: Στην παρένθεση. Στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι η καταγραφή του πολλαπλού ρόλου αυτής αλλά η ανίχνευση και αιτιολόγηση της μυστηριώδους σχέσης μου (προτίμησης) με αυτήν.

Από όλες τις χρήσεις και τις σημασίες της παρένθεσης εκείνο που με έλκει με έναν αναιτιολόγητο τρόπο είναι όταν αυτές ακολουθούν ένα κύριο όνομα και εμπερικλείουν την ημερομηνία γέννησης και θανάτου, π.χ. Άλμπερτ Αϊνστάιν (1879-1955).

Κάνω προσθέσεις ή αφαιρέσεις για να βρω πόσα χρόνια έζησε και μετά συλλογίζομαι αν αυτό που προκύπτει ως «υπόλοιπο» ήταν αρκετό για το πρόσωπο αυτό να δημιουργήσει ή να γνωρίσει και να βιώσει όσα θα ήθελε. Μια παρένθεση, δηλαδή, με δυο ημερομηνίες κλείνει την αρχή και το τέλος ενός ανθρώπου. Εκτός από τα συνήθη σχόλια (έζησε πολύ, πέθανε μικρός…) ακολουθούν κι άλλες σκέψεις με σημείο αναφοράς τη δική μου ηλικία. Συγκρίσεις, παραλληλισμοί που άλλοτε προκαλούν μια ψυχική ευφορία κι άλλοτε μια μελαγχολία ή προβληματισμό για την παρένθεση της δικής μου ζωής.

Σκέψεις, συναισθήματα, αμηχανία, αγωνία, φόβος γι’ αυτό που άρχισε πριν από χρόνια και που σε κάποια χρόνια μια άλλη παρένθεση θα το κλείσει. Αλλά χωρά η ζωή σε μια παρένθεση; Για μια στιγμή τα δυο μέρη της παρένθεσης μοιάζουν με δεσμά ή συρματοπλέγματα που ο καθένας προσπαθεί να απελευθερωθεί από αυτά. Δυο ημερομηνίες σταθμοί. Η μία – ημερομηνία γέννησης – μας εξουσιάζει απόλυτα γιατί δεν ήταν δική μας επιλογή. Την άλλη – ημερομηνία θανάτου – προσπαθούμε κι αγωνιούμε να την εξακοντίσουμε στο απώτατο μέλλον. Γνωρίζουμε, όμως, πως υποχρεωτικά πως κάποια παρένθεση θα κλείσει και το δικό μας κύκλο.

 Η παρένθεση δεν μένει ποτέ ανοιχτή, γιατί η ζωή μοιάζει με ένα ευθύγραμμο τμήμα: Έχει αρχή (ημερομηνία γέννησης), μέσον (η παύλα) και τέλος (ημερομηνία θανάτου). Δυο ημερομηνίες, μια ζωή. Και πως δηλώνεται το «μήκος» της ζωής; Με μια παύλα – (1879-1955). Αυτή η παύλα (-) μας ανήκει. Οι άλλες ημερομηνίες μας υπερβαίνουν και μας δυναστεύουν.

Το νόημα της ζωής

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο˙ το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή» («Ασκητική», Ν. Καζαντζάκης).

Και όλοι έχουμε πρόσβαση στη γνώση των ορίων της ζωής ενός ανθρώπου (επώνυμου ή ανώνυμου) αλλά ποτέ στο νόημα της ζωής του. Φιλόσοφοι και θεολόγοι αποπειράθηκαν να βρουν και να προτείνουν τρόπους νοηματοδότησης της ζωής, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να προτείνει τρόπους χαλιναγώγησης των δυο ημερομηνιών της παρένθεσης. Γι’ αυτό η ζωή παραμένει ένα μυστήριο που διεγείρει μόνο ερωτήματα που αιώνες τώρα αναζητούν πειστικές απαντήσεις. Αν βρεθούν και δοθούν, τότε η ζωή θα χάσει το μυστηριακό της χαρακτήρα.

Η παρένθεση για όλους μας είναι μια νομοτέλεια. Θα συνοδεύει τη μνήμη όλων εκείνων που αναζητούν στοιχεία για τη ζωή μας. Κάποτε και η ίδια η παρένθεση θα περάσει στη λήθη, αφού αυτό που πράξαμε ή δεν πράξαμε μάλλον, είναι χωρίς ενδιαφέρον για αυτούς που θα έρθουν. Αλήθεια, πόσες παρενθέσεις  ανθρώπων γνωρίζουμε; Ακόμη και οι παρενθέσεις μεγάλων ανδρών ή γυναικών (πολιτικοί, φιλόσοφοι, εφευρέτες, ποιητές, επιστήμονες…) ξεθώριασαν, άλλο αν το έργο τους ακόμη και σήμερα επηρεάζει καταλυτικά τη ζωή μας. Και τότε αρχίζει το παράπονο. Με ξέχασαν τόσο γρήγορα;

Η Βραχύτης του βίου

Αυτός ο παρενθετικός χαρακτήρας της ζωής (η βραχύτης του βίου) αντανακλάται και σε άλλα πεδία που αναδεικνύει το ρόλο και τη σημασία της παρένθεσης. Όταν θέλουμε, δηλαδή, να τονίσουμε το σύντομο χρόνο μιας σχέσης ή γνωριμίας, τότε εύκολα ομολογούμε πως: «απλά ήταν μια παρένθεση, που έκλεισε γρήγορα…» ή το πολιτικό σύνθημα «αριστερή παρένθεση».

«Μια παρένθεση και μόνο/ μέσα στο δικό σου δρόμο/ πως θα ήμουνα για σένα δε φαντάστηκα/ όλα ήτανε μια πλάνη» (Στίχοι: Νίκος Βρεττός, Ερμηνεία: Σταμάτης Κόκοτας).

Από τη φύση της, λοιπόν, η παρένθεση συνιστά μια σύντομη επεξήγηση κάποιου όρου που προηγήθηκε και γι’ αυτό πλούτισε το λόγο μας και με τη λέξη «παρενθετικά» που σημαίνει πως θα ακολουθήσει κάτι συμπληρωματικό και σύντομο.

Ίσως κανένα άλλο από τα σημεία στίξης δεν προκαλεί τέτοιους και τόσους στοχασμούς και δεν συνδέεται τόσο στενά με τη βραχύτητα της ζωής μας. Κι αυτό δεν οφείλεται σε μια απαισιόδοξη ενατένιση της ζωής, αλλά συνιστά μια αντικειμενική καταγραφή της φυσικής νομοτέλειας. Για όλα υπάρχει μια αρχή και ένα τέλος. Η περατότητα και το πεπερασμένο διέπει κάθε ζωντανό οργανισμό – και όχι μόνο – αυτού του πλανήτη.

Κι αν, επομένως, η ζωή μας μοιραία είναι μια «παρένθεση» (να και η χρήση – ρόλος των εισαγωγικών), τότε δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά να στοχαστούμε για το «πως» θα εμπλουτίσουμε την παύλα (-) που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις δυο ημερομηνίες της παρένθεσης.

«Από τη στιγμή που είναι απόλυτα βέβαιο νομοτελειακά ότι κάτι που αρχίζει σίγουρα κάποτε τελειώνει, δεδομένου ότι σκοπός κάθε διαδικασίας είναι το τέλος της, σημασία έχει να προσδώσει ο κάθε άνθρωπος μέσα σ’ αυτή, την τόσο μικρή παρένθεση – ζωή, όσο το δυνατό λιγότερο πόνο και δυστυχία στον συνάνθρωπό του, να ζήσει περήφανος με αξιοπρέπεια, χωρίς να κυριαρχείται από ματαιοδοξία και τυφλή αγάπη των εγκόσμιων υλικών και χωρίς να τον απασχολεί εάν παραμείνει η θύμησή του επιχρυσωμένη ή θα χαθεί, διότι αποδεδειγμένα σε αυτή τη μικρή παρένθεση δεν χωράει τίποτε περισσότερο από δυο χρονολογίες: τη γέννηση και το θάνατο» (Παύλος Μυκωνίου, Αντικλείδι).