Καταδικάζω τη δολοφονία του δεσμοφύλακα

Καταδικάζω τη δολοφονία του δεσμοφύλακα

Δεν την καταδικάζω επειδή την έκανε ένας Αλβανός βαρυποινίτης. Την καταδικάζω επειδή πιστεύω ότι κανείς άνθρωπος, για κανέναν λόγο, δεν πρέπει να χάνει βίαια τη ζωή του από άλλον άνθρωπο.

Δεν την καταδικάζω επειδή έγινε χωρίς καμιά αιτία. Αντίθετα, πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως αιτία που να δικαιολογεί την απώλεια μιας ζωής.

Δεν την καταδικάζω επειδή ο άνθρωπος ήταν πατέρας, σύζυγος και έκανε απλά τη δουλειά του. Όχι επειδή τα παραπάνω δεν κάνουν τη δολοφονία του χειρότερη, – την κάνουν. Αλλά επειδή θα ήταν το ίδιο άσχημη, ακόμα κι αν ήταν εργένης, άκληρος και άνεργος.

Δεν την καταδικάζω επειδή αντιδρώ συναισθηματικά και είναι απίστευτα εξοργιστικό ένας εγκληματίας να δολοφονεί απλούς ανθρώπους. Αλλά και επειδή η συγκεκριμένη δολοφονία έγινε για λόγους εκδίκησης. Στο σκεπτικό του δολοφόνου ήταν ότι αφού η δική του ζωή καταστρέφεται, θα πρέπει κι αυτός να καταστρέψει μια άλλη.

Αν λοιπόν καταδικάζω τη δολοφονία ενός ανθρώπου για τους παραπάνω λόγους, πώς μπορώ να μην καταδικάσω τη δολοφονία ενός άλλου ανθρώπου;

Αν δεχτώ ότι το δικαίωμα στη ζωή είναι το ύψιστο ανθρώπινο δικαίωμα, αν δεχτώ ότι δεν υπάρχει καμία αιτία που να δικαιολογεί την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, αν δεχτώ ότι η εκδίκηση είναι ένα ποταπό συναίσθημα, που θα πρέπει να τιθασεύεται από τη λογική, καθώς δεν έχει κανένα πραγματικό όφελος, γιατί θα πρέπει να αλλάξω θεμελιώδεις παραδοχές για να δικαιολογήσω τη δολοφονία του δολοφόνου;     

Ένα λάθος δεν διορθώνεται με ένα άλλο λάθος. Ένας φόνος δεν διορθώνεται με έναν άλλο φόνο. Στο τέλος έχεις απλώς δύο λάθη, έχεις δύο φόνους και κανένα όφελος.

Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν καμιά παρηγοριά για την οικογένεια του άτυχου φύλακα. Παρηγοριά θα ήταν να είχαν τον άνθρωπό τους. Άλλωστε, κανείς πέρα από τον στενό τους κύκλο δεν μπορεί να τους προσφέρει παρηγοριά και απαντήσεις. Ότι άλλο πούμε εμείς, έχει να κάνει με την κοινωνία, με τον πολιτισμό που θέλουμε και όχι με την οικογένεια του θύματος.

Έχει να κάνει με τη γενικότερη αντίληψη μιας κοινωνίας ότι μια δολοφονία μπορεί να είναι καλύτερη από μια άλλη. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι.

Έχει να  κάνει με την αντίληψη ότι η εκδίκηση λύνει κοινωνικά θέματα. Ποτέ δεν έλυσε. Δυστυχώς όμως, η δημόσια συζήτηση θα περιστραφεί έντονα γύρω από το «καλά του κάνανε» για τον δολοφόνο και όχι γύρω από τις συνθήκες ζωής στις φυλακές για τους κρατούμενους και εργασίας για τους εργαζόμενους.

Ίσως πολλοί να νομίζουν ότι η δολοφονία του βαρυποινίτη έστειλε ένα μήνυμα. Αν είναι έτσι, τότε ποιο είναι το μήνυμα αυτό; Κάτι σαν «καθίστε φρόνιμα, γιατί μπορούμε να σας σκοτώνουμε»; Και τι καλό για όλους εμάς έχει ένα τέτοιο μήνυμα σε ανθρώπους που ούτε σωφρονίζονται, ούτε έχουν και τίποτα να χάσουν;

Αντίθετα, το μήνυμα που θα έπρεπε να λάβουν θα ήταν το εξής: «ο νόμος που σας έκλεισε στη φυλακή είναι πιο πάνω από όλους μας. Πιο πάνω από τα συναισθήματα των συναδέλφων του πρώτου θύματος, πιο πάνω από τις αγελαίες επιθυμίες του όχλου. Είναι δίκαιος όπως πρέπει να είναι κάθε νόμος.»

Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί βέβαια, για να μπορεί να σταλεί ένα τέτοιο μήνυμα, θα πρέπει ο νόμος όντως να είναι δίκαιος και πάνω από όλους. Κι αυτή είναι η συζήτηση που θα πρέπει να κάνουμε. Και σε αυτή τη συζήτηση, δεν βλέπω τι είδους επιχείρημα μπορεί να αποτελεί η δολοφονία δολοφόνων.