Μια σακούλα καραμέλες

Μια σακούλα καραμέλες

Οι μαυροντυμένες γριές ήταν αρχόντισσες.

Περπατούσαν πάντα σκυφτές, κάποιες νόμιζες ήταν έτοιμες ν’ αγγίξουν το χώμα που πατούσαν.

Φορούσαν τσεμπέρια και μαύρα, άχαρα παπούτσια.

Κρατούσαν πότε-πότε ένα μπαστούνι ή μια πλαστική σακούλα.

Πενθούσαν τον άντρα τους, το γιο τους, τον εαυτό τους.

Είχαν περάσει κατοχή και δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει “έχω”.

Σου έδιναν καραμέλες με γεύση φράουλα και κάνανε στο μυαλό τους ζευγαρώματα για τα ελεύθερα παιδιά του τάδε και του δείνα μαχαλά.

Τα ρολόγια τους είχαν σταματήσει από καιρό να σέρνουν το χρόνο προς τα μπρος.

Οι μαυροντυμένες γριές θα χαθούν από προσώπου γης σε λίγα χρόνια.

Κανείς δε θα φοράει μαύρα πια.

Ντρεπόμαστε ήδη να πενθήσουμε, περιφρονούμε το λίγο σα να ‘ταν μίασμα.

Ξέρουμε ότι εμείς αξίζουμε κάτι παραπάνω από μια σακούλα φραουλένιες καραμέλες.

Κι εμείς θα τον εσύρουμε το χρόνο προς τα μπρος.

***


από το «Μια σακούλα καραμέλες» της Κατερίνας Ασημακοπούλου, εκδόσεις Μελάνι, 2016



    .