Ας πάψουμε να κοροϊδευόμαστε για τους ψηφοφόρους της Χ.Α.!

Ας πάψουμε να κοροϊδευόμαστε για τους ψηφοφόρους της Χ.Α.!

16% ο κ. Κασιδιάρης στο Δήμο Αθηναίων, 11% ο κ. Παναγιώταρος στην Περιφέρεια Αττικής, 8% ο κ. Μαθιόπουλος στη Θεσσαλονίκη και πάει λέγοντας! Εντάξει, η Χρυσή Αυγή δεν κέρδισε κάποιο δήμο ή κάποια περιφέρεια ούτε αύξησε τα ποσοστά της σε τρομακτικό βαθμό αλλά παραμένει απειλή για μια ταλαιπωρημένη και συγχυσμένη κοινωνία καθώς και για το πολίτευμά μας, αφού η ιδεολογία και η συμπεριφορά των βουλευτών και των μελών της καθώς και οι πρόσφατες ποινικές διώξεις σε βάρος των κεφαλών της δεν ενόχλησαν, τελικά, όσους την ψήφισαν στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.

Φυσικά, άρχισε πάλι το γνωστό τροπάριο-ξέπλυμα των ψηφοφόρων της Χ.Α. Για κάποιους, αυτοί οι ψηφοφόροι δεν είναι όλοι ναζιστές ή φασίστες ούτε μισούν τη δημοκρατία αλλά είναι απλά παραπλανημένοι πολίτες, που η φτώχεια του ώθησε να ψηφίσουν το συγκεκριμένο κόμμα, για να εκδικηθούν ένα σύστημα, το οποίο τους στέρησε τα προς το ζην. Το χειρότερο; Κάποιοι πολιτικοί τολμούν να ισχυριστούν και τα δύο, για να διεκδικήσουν την ψήφο αυτών των ανθρώπων.

Συγγνώμη αλλά κάποια στιγμή πρέπει να πάψουν οι δικαιολογίες για τους ψηφοφόρους του συγκεκριμένου κόμματος. Είναι ο μόνος τρόπος, για να πάψουμε να πέφτουμε από τα σύννεφα, κάθε φορά που θα βλέπουμε το εν λόγω κόμμα να παγιώνει τα ποσοστά του και να αποκτά δημοτικούς και περιφερειακούς συμβούλους σε ολόκληρη τη χώρα.

Έτσι, λοιπόν, οι ψηφόφόροι της Χρυσής Αυγής είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που κάποια εποχή κρύβονταν πίσω από τα πάλαι ποτέ δύο μεγάλα κόμματα, εμφανίζονταν στα κομματικά γραφεία τους και ζητούσαν μετ’ επιτάσεως κάποιο ρουσφέτι, από το σβήσιμο μιας κλήσης μέχρι το διορισμό των παιδιών τους σε μια «θεσούλα» στο Δημόσιο, υποδύονταν τους φρουρούς του κόμματος και φιλούσαν κατουρημένες ποδιές, για να κάνουν τη δουλίτσα τους, αλλά στις πιο προσωπικές στιγμές τους φώναζαν, ότι η χώρα χρειάζεται ένα Παπαδόπουλο ή ένα Μεταξά, για να τη βγάλει από το τέλμα, και ονειρεύονταν τη στιγμή, που κάποιος ηγέτης θα πετούσε με τις κλωτσιές έξω από τη Βουλή όλους τους βουλευτές και θα κυβερνούσε σύμφωνα με το συμφέρον του λαού και χωρίς τις πολυτέλειες της «σάπιας» δημοκρατίας.

Οι ίδιοι συμπολίτες μας υμνούσαν τα επιτεύγματα των δικτατορικών καθεστώτων, που κυβέρνησαν τη χώρα μας, και δεν δίσταζαν να υμνήσουν ανάλογα επιτεύγματα του Χίτλερ και του Μουσσολίνι, βρίζοντας ταυτόχρονα τη «σκάρτη» δημοκρατία, επειδή αυτή ποτέ δεν προσέφερε τέτοια οφέλη στη χώρα μας.

Ξεχάσαμε, πώς ένοιωθαν οι ίδιοι συμπολίτες μας στη θέα αριστερών βουλευτών στη Βουλή (τους οποίους θεωρούσαν συλλήβδην κομμουνιστές) και πόσο νοσταλγούσαν την εποχή, που ο αριστερός ήταν το κλωτσοσκούφι του κάθε σκάρτου υπερπατριώτη και σάπιζε στα ξερονήσια και τις φυλακές και ξεφτιλιζόταν, για να κάνει την πιο ταπεινή δουλειά, αλλά «υπήρχε περισσότερη ασφάλεια στη χώρα»;

Οι ίδιοι πάλι συμπολίτες μας έβλεπαν με τρόμο τους μετανάστες και χαίρονταν, όταν η αστυνομία και οι κάποτε περιθωριακοί χρυσαυγίτες σάπιζαν στο ξύλο τους «βρωμιάρηδες, που μας κουβαλήθηκαν και μας πήραν τις δουλειές», και ας μην καταδέχονταν αυτοί οι περήφανοι συμπολίτες μας να πιάσουν μυστρί ή τσαπί στα χέρια τους ή να καθαρίσουν ένα κατάκοιτο ηλικιωμένο, ως, επίσης, έσκιζαν τα ρούχα τους στη θέα του Αλβανού μαθητή, που σήκωνε την ελληνική σημαία στις σχολικές παρελάσεις, και αξίωναν «να μη δοθεί το σύμβολο του έθνους μας στον κ......αλβανό», αντί να στρώσουν τα χαζόπαιδά τους να διαβάσουν και να γίνουν καλύτεροι μαθητές.

Επίσης, οι ίδιοι συμπολίτες μας θεωρούσαν, ότι οι συνεργάτες των Γερμανών ήταν αγνοί πατριώτες, που μας έσωσαν από τους «εαμοβούλγαρους», έβλεπαν με βδελυγμία την τηλεόραση και τις τέχνες να έχουν, δήθεν, γεμίσει με «ανώμαλους», άκουγαν ιστορικούς να καταρρίπτουν εθνικούς μύθους και νομικούς και επιστήμονες να αξιώνουν το σεβασμό στο διαφορετικό και εύχονταν να γίνει κάτι, «για να σταματήσει η παρακμή του έθνους».

Οι ίδιοι συμπολίτες μας ζητούσαν από την πολιτεία να πετάξει με τις κλωτσιές τους μετανάστες από εκεί, που ήλθαν, «διότι κανένας δεν τους είπε να μας κουβαληθούν εδώ», και ας χρησιμοποιούσαν για τα μερεμέτια του σπιτιού τους ή τα χωράφια τους ή για τη φροντίδα των ανήμπορων γονέων τους αποκλειστικά αλλοδαπούς, στους οποίους φέρονταν σκυλίσια και τους πλήρωναν πενταροδεκάρες. Ασφάλιση, είπατε; Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε;

Κοντά σε αυτά, ποτέ πραγματικά στη χώρα μας δεν εξέλιπαν οι νοσταλγοί πολιτευμάτων ελάχιστα συμβατών με τη σύγχρονη αστική δημοκρατία, έστω με την ατελή ελληνική εκδοχή της. Οι πιστοί του καθεστώτος Μεταξά ουδέποτε τιμωρήθηκαν από το ελληνικό κράτος για την υποστήριξή τους σε αυτό. Οι ταγματασφαλίτες όχι μόνο γλύτωσαν το εκτελεστικό απόσπασμα πλην μετρημένων εξαιρέσεων αλλά απετέλεσαν πολύτιμο γρανάζι του μετεμφυλιακού κρατικού μηχανισμού.

Επί Μεταπολίτευσης τιμωρήθηκαν οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 αλλά οι περισσότεροι συνεργάτες και υμνητές τους παρέμειναν αλώβητοι και, σε κάποιες περιπτώσεις, βρέθηκαν και σε κυβερνητικές και υψηλές διοικητικές θέσεις. Η Χρυσή Αυγή εξέφρασε και εκφράζει όσα αυτοί οι άνθρωποι και οι απόγονοί τους – διότι στις περισσότερες περιπτώσεις το μίσος για τον κοινοβουλευτισμό και τις κατακτήσεις του περνά από γενιά σε γενιά – πιστεύουν για το πολίτευμα της χώρας μας.

Γιατί,  λοιπόν, να μην την ψηφίσουν, αφ’ ης στιγμής κατέρρευσε ο δικομματισμός και στέρεψε η κάνουλα με τα ρουσφέτια, οπότε έπαυσαν να υποκρίνονται τους δημοκράτες;

Δεν υπάρχει, λοιπόν, λόγος να κοροϊδευόμαστε, ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν ήθελαν, στην πραγματικότητα, να την ψηφίσουν αλλά την ψήφισαν από ανάγκη.

Οι συγκεκριμένοι συμπολίτες μας απεχθάνονται τη δημοκρατία και γουστάρουν με χίλια μαυροντυμένους ναζιστές, που μαχαιρώνουν μετανάστες, αριστερούς και όποιον δεν ταιριάζει στον κόσμο τους, βρίζουν και χαστουκίζουν πολιτικούς, ονειρεύονται ολοκληρωτικά πολιτεύματα και θεωρούν τα ατομικά, συλλογικά και πολιτικά δικαιώματα περιττές πολυτέλειες.

Έτσι απλά! Όταν το καταλάβουμε αυτό, τότε θα είναι πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο Χ.Α.