Βίοι παράλληλοι, ρατσισμός απαράλλακτος

Βίοι παράλληλοι, ρατσισμός απαράλλακτος

Η υπόθεση του Γιάννη Αντετοκούνμπο θυμίζει σε σημαντικό βαθμό την περίπτωση του Οδυσσέα Τσενάι. Και ο Οδυσσέας είναι παιδί μεταναστών, γεννήθηκε στην Αλβανία και πήγε σχολείο στην Ελλάδα, όπως και ο Γιάννης με τη διαφορά ότι αυτός γεννήθηκε στην Ελλάδα. Ήταν ένας αριστούχος μαθητής. Ο Γιάννης είναι εξαιρετικός αθλητής και με πλούσιο ταλέντο στο μπάσκετ.

Λόγω εξαιρετικών βαθμών, το γυμνάσιο του Οδυσσέα τον όρισε σημαιοφόρο στην παρέλαση του σχολείου. Η συνέχεια ήταν αξέχαστη. Κάτοικοι της Νέας Μηχανιώνας, όπου ζούσε και φοιτούσε ο Τσενάι, ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν την ανάκληση της απόφασης, διότι τους ήταν πιο εύκολο να τα βάλουν με τον "Αλβανό" παρά να πείσουν τα βλαστάρια τους να στρωθούν στο διάβασμα, για να πάρουν αυτά καλύτερους βαθμούς από τον "Αλβανό". Ο Οδυσσέας υπαναχώρησε και δεν κράτησε την ελληνική σημαία. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε, όταν ο Οδυσσέας ήταν μαθητής λυκείου. Ήταν πρώτος σε βαθμούς μαθητής, αποφασίστηκε να πάρει την ελληνική σημαία πάλι σε παρέλαση επ' αφορμή επετείου και πάλι κάτοικοι της περιοχής ξεσηκώθηκαν με το ίδιο αίτημα. Και η διεύθυνση του σχολείου, για να μην κακοκαρδίσει του εν λόγω φωνακλάδες κατοίκους, πήρε πίσω την απόφασή της.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Οδυσσέας έφυγε για σπουδές στις Η.Π.Α. Σπούδασε Φυσική στο Μπόστον Γιουνιβέρσιτυ και Ιατρική στο Χάρβαρντ, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή, έκανε την πρακτική του στο νοσοκομείο Μπρίγκαμ εντ Γουίμεν’ς, στη Βοστώνη, και σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής ανατομικής παθολογίας στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Λάνγκοουν Χελθ της Νέας Υόρκης.

Ο Γιάννης στάθηκε λίγο πιο τυχερός. Δεν τον ξεμπρόστιασαν στα κανάλια ν’ απαντά στον κάθε εθνικοπαράφρονα. Πήρε την ελληνική ιθαγένεια, όταν πλέον είχε γίνει φανερό, ότι η Ελλάδα κινδύνευε να χάσει ένα σπουδαίο ταλέντο στο μπάσκετ. Αλλά άκουσε ουκ ολίγα «γαλλικά» απ’ όσους δεν μπορούν να χωνέψουν, ότι ένας μαύρος με παράξενο επώνυμο-σιδηρόδρομο ήταν Έλληνας και με τη βούλα. Και στα 18 του διέσχισε, όπως μερικά χρόνια νωρίτερα ο Οδυσσέας, τον Ατλαντικό και βρέθηκε στις Η.Π.Α., για να παίξει μπάσκετ για τους Μιλγουόκι Μπακς του ΝΒΑ.

Ο Γιάννης δεν διακρίθηκε για τις σπουδές του και κανένας δεν περίμενε από αυτόν κάτι τέτοιο. Δουλεύοντας σκληρά σε μια σοβαρή ομάδα, κατάφερε να βελτιώσει το παιχνίδι του και πέρσι αναδείχθηκε πιο πολύτιμος παίκτης (MVP) του ΝΒΑ, του κορυφαίου πρωταθλήματος στον κόσμο.

Από τη στιγμή, που ο Οδυσσέας έφυγε από την Ελλάδα, γράφτηκαν τόνοι ηλιθιοτήτων σε βάρος του. Τον κατηγόρησαν, ότι έφυγε στις Η.Π.Α. με σκοπό να προετοιμάσει το «Κόμμα των αλβανοφώνων στην Ελλάδα», ότι είναι τσάμης και αυτό προκύπτει από το επώνυμό του(!!!), ότι θρέφαμε ένα φίδι στον κόρφο μας, επειδή του επιτρέψαμε να πάει σε ελληνικό σχολείο, ότι εκπροσωπεί το αλβανικό λόμπι, που απεργάζεται τη Μεγάλη Αλβανία, και σωρεία άλλων βλακειών, που πρέπει κανείς να είναι πολλά καντάρια βλάξ, για να τις πιστεύει, και πολύ ρατσιστής, επίσης, για να θρέφει μίσος για ένα άνθρωπο, για τον οποίο δεν υπάρχει ούτε μια αξιόπιστη πηγή, από την οποία να προκύπτει μίσος του Οδυσσέα για την Ελλάδα. Ξεχνούν όλοι αυτοί οι βλάκες, ότι κάποιοι ομοϊδεάτες και πιθανότατα ομόσταβλοί τους πολιτικά δεν ήθελαν ν’ ακούν για τον αριστούχο μαθητή, επειδή δεν ήταν Έλληνας αναντάμ παπαντάμ. Είναι οι ίδιοι βλάκες, που ουρλιάζουν, ότι ο μετανάστης δεν αφομοιώνεται (τότε αυτή η «θεωρία» κυριαρχούσε και για τους Αλβανούς μετανάστες), αλλά την ίδια στιγμή οι ίδιοι αρνούνταν σε αυτό το μαθητή να νοιώσει κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Φυσικά, οι ίδιοι βλάκες σήμερα ασπάζονται όποια θεωρία συνωμοσίας κυκλοφορεί για τον Οδυσσέα, διότι αυτή κουμπώνει στην εντέλεια με το ρατσισμό τους. Ο Οδυσσέας προκόβει και οι πολέμιοί του προκόβουν στην μπουρδολογία.

Ούτε ο Γιάννης άκουσε λιγότερα. Δεν τον βάφτισαν αρχηγό του νιγηριανού κόμματος στην Ελλάδα αλλά άκουσε και ακούει ουκ ολίγες κατηγορίες ως δήθεν αχάριστος, μειωμένου πατριωτισμού κ.ο.κ. μαύρος που ποτέ του δεν ένοιωσε Έλληνας. Τι κι αν ο Γιάννης στην πιο πρόσφατη εκπομπή δήλωσε πως «η Ελλάδα είναι όσα γνωρίζω»; Τη μικρή αυτή δήλωση, που περικλείει όσα είναι ο Γιάννης σε σχέση με την Ελλάδα, την κατάπιε ο ρατσιστικός βόρβορος σε βάρος του. Ο ίδιος, βέβαια, συνεχίζει να εξελίσσεται μπασκετικά και, σε πείσμα όσων τον απεχθάνονται, ν’ αγαπά και να θεωρεί πατρίδα του την Ελλάδα.

Είναι δύο ιστορίες ενδεικτικές, δυστυχώς, όσων συνέβαιναν και συμβαίνουν στην Ελλάδα μας ακόμα και σήμερα. Οι αλλοδαποί πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών αντιμετωπίζονται εχθρικά, ίσως επειδή δεν έχει γίνει κατανοητός ακόμα ο ρατσισμός, που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι και στη χώρα μας λόγω της καταγωγής τους. Ο αλλοδαπός ή ο Έλληνας με καταγωγή από μια ξένη χώρα πρέπει να σωπαίνει και να είναι ευγνώμων για όσα του δίνει η Ελλάδα και το παραμικρό επικριτικό σχόλιό του κατά της Ελλάδος αντιμετωπίζεται ως αχαριστία. Αν θυμίσει δε το ρατσισμό, που βίωσε στη χώρα μας, πέφτουν να τον κατασπαράξουν. Παραμένει δύσκολο για πολύ κόσμο να γίνει αντιληπτό, ότι ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει στη χώρα μας. Ξεχνάμε πολύ εύκολα τη Μανωλάδα. Τις βεβηλώσεις εβραϊκών μνημείων σε τακτά χρονικά διαστήματα! Την περιβόητη μπάρα, που απέκλειε χιλιάδες Έλληνες μουσουλμάνους συμπολίτες μας από την υπόλοιπη Ελλάδα για δεκαετίες! Τα πογκρόμ σε βάρος μεταναστών από τη Χρυσή Αυγή! Τους ρατσιστές πολιτικούς, που ο σοφός λαός μας έβαλε στη Βουλή (ΛΑ.Ο.Σ., Χρυσή Αυγή, Ελληνική Λύση) αλλά και όσους κρύβονται σε κάποια άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα! Τους ρατσιστές πολιτευτές που ξερνούν ρατσιστικό δηλητήριο και επιθυμούν να μπουν στη Βουλή, για να κάνουν και από εκεί τα ίδια! Τους συμπολίτες μας που με σημαίες και πολεμικά θούρια και ενίοτε με ψησταριές την έστηναν έξω από τους χώρους φιλοξενίας προσφύγων και ζητούσαν από τη χώρα μας να παραβιάσει τις διεθνείς υποχρεώσεις και να ξαποστείλει τους «λαθρομετανάστες»! Για όλους αυτούς, ο Τσενάϊ και ο Αντετοκούνμπο παραμένουν ξένοι ή, στην καλύτερη περίπτωση, πρέπει να νοιώθουν ευγνώμονες και να το βουλώνουν, επειδή η Ελλάδα τους φιλοξένησε, όταν οι γονείς τους δεν είχαν άδεια, διότι η Ελλάδα, κατ’ αυτούς τους αλαλάζοντες συμπολίτες μας, είναι «ένα μπουρδέλο». Ξεχνούν, βέβαια, ότι εκατομμύρια αδήλωτοι μετανάστες ζουν και εργάζονται σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και κατά καιρούς οι κυβερνήσεις των χωρών, στις οποίες αυτοί ζουν, τους νομιμοποιούν υπό προϋποθέσεις.

Είναι καλό να θυμόμαστε και τις δύο αυτές ιστορίες, ώστε να γνωρίζουμε, ότι μπορεί η Ελλάδα να μη βίωσε συνθήκες εφάμιλλες με αυτές του αμερικανικού Νότου έως τη δεκαετία του 1960, πλην, όμως, ρατσισμό δεν συνιστούν μόνο οι φυλετικοί νόμοι των Η.Π.Α. του παρελθόντος ή το απαρτχάιντ αλλά και συμπεριφορές, που δείχνουν, ότι ο μετανάστης και οι απόγονοί του αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερα όντα, τα οποία δεν δικαιούνται ισότιμη μεταχείριση και δεν πρέπει να κατακρίνουν τη χώρα, στην οποία μεγάλωσαν.