Καλοφαγάδες βρικόλακες

Καλοφαγάδες βρικόλακες

‘’ Να ψοφήσουν  τα ρεμάλια! Έτσι μου ΄ρχεται να πάρω την καραμπίνα και να πάω στη Βουλή να τους καθαρίσω’’ φώναζε ο λευκόθριξ προγάστωρ που έτρωγε στο διπλανό τραπέζι του ταβερνείου που είχα επιλέξει για το μεσημεριανό που επρόκειτο να με συνεφέρει από το hangover της προηγουμένης.  

Ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που αντίκρισα μια θερινή Κυριακή σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι. Ο πρώτος ήταν ο χαμογελαστός  περιπτεράς από τον οποίο πήρα την εφημερίδα μου. Ήταν γύρω στα 60.Είχε στρογγυλοκαθίσει με μια κυρία, γύρω στα 50, με φουντωτό μαλλί που δεν το κουνούσε ούτε ο ανεμιστήρας, που μας λύτρωνε κάπως από τον καύσωνα εκείνου του αυγουστιάτικο μεσημεριού, και ένα άλλο ζευγάρι, τους κουνιάδους από όσα κατάλαβα.  Ο εν λόγω κύριος ενδεδυμένος με τη στολή του Έλληνος άρχοντος, λευκό κοντομάνικο πουκάμισο αεράτο, με ένα μπεζ παντελόνι που φορούσε με δυσφορία, λόγω της κοιλιάς και του εξαναγκασμού που υπέστη από την κυρά για να φορέσει μακρύ. ‘’ Τι θα πουν η Κούλα ;’’ εικάζω την ατάκα της κυράς . Με ρήμα στον πληθυντικό, αλλά υποκείμενο στον ενικό δείχνοντας πως η γνώμη της Κούλας είναι αρκετή για όλη την οικογένειά της.

Είχα πάρει την κυριακάτικη εφημερίδα και πήγα να καθίσω στην ταβέρνα, μόνος . ‘’Ένα νερό φέρε μου σίγουρα ,γέλασα στο σερβιτόρο,  μια χωριάτικη, πατάτες , μύδια σαγανάκι, θράψαλα τηγανιτά και το χταπόδι που κάνετε εδώ’’. Τότε γέλασε αυτός και με ρώτησε αν περίμενα παρέα και εγώ περήφανος του απάντησα ‘’ΟΧΙ’’. Ήδη μύριζα το τσιγάρο του κυρίου, θα τον πω κύριο Τάδε, δεν άκουσα το όνομά του, που είχε βγάλει περήφανος από την ασημένια ταμπακιέρα που εμφάνισε από την τσέπη του πουκαμίσου. Έπινε τις ρετσίνες του, έτρωγε το νόστιμο, όπως διαπίστωσα, φαγητό, μια ψαρούκλα  να! Δεν είμαι από εκείνους τους ενοχλητικούς τύπους που στις εξόδους τους κάνουν κοινωνιολογική παρατήρηση, αλλά ο κύριος Τάδε φώναζε τόσο δυνατά στην προσπάθειά του να είναι ο πρώτος αγορητής  του τραπεζιού, που όταν γυρίζει το αυτί, ακολουθεί και το μάτι. Δεν είχα και παρέα άλλωστε…

Μετά από γλαφυρές διηγήσεις του κυρίου Τάδε για το μυαλό του που φαινόταν εξ απαλών ονύχων, για τις κατακτήσεις του κατά την εφηβεία και τη γνωριμία με τη σύζυγο, τα άνθη που πετούσε ως μισθωτός, η συζήτηση, ο μονόλογος δηλαδή, κατέληξε στην πολιτική, την απολιτίκ και απολίτιστη πολιτική. ‘’Δεν το βλέπεις το γουρούνι, που θα σκάσει αν συνεχίσει να τρώει, μας τα πήραν όλα, μακάρι να του κάτσει στο λαιμό η μπουκιά. Να ψοφήσουν  τα ρεμάλια! Έτσι μου ΄ρχεται να πάρω την καραμπίνα και να πάω στη Βουλή να τους καθαρίσω’’ Παύση για λίγο. ‘’Να τους κρεμάσει ο λαός στο Σύνταγμα, όλους τους προδότες’’ και στην τελευταία λέξη βάρεσε τη γροθιά του στο τραπέζι πολτοποιώντας μια πατάτα. Μετά από λίγο άρχισε να άδει μερακλωμένος  τα ωραία λαϊκά τραγούδια που συνόδευαν το φαγητό μας. Όλο μα όλο το σκηνικό ήταν τόσο Ελλάδα.

 Η βλοσυρότητα του βλέμματός του, όμως, έδειχνε βαθιά ριζωμένο μίσος, μια δίψα για θάνατο, εκδίκηση. Πείτε το,  όπως θέλετε. Ο κύριος Τάδε ήταν ένας βρικόλακας που έβλεπε την κρίση ως πανσέληνο για να αφηνιάσει κυριολεκτικά η δίψα του για το αίμα αυτών που ο ίδιος έκρινε και δίκασε ως ενόχων, επειδή πλέον αντί για ξιφία σε ένα πρωτοκλασάτο restaurant, έτρωγε μια φρέσκια συναγρίδα σε ένα ταβερνείο. Αυτός ο άνθρωπος κυριολεκτικά θα ηδονιζόταν να βλέπει απαγχονισμένα κουφάρια σε κοινή θέα. Αυτός ο άνθρωπος θα χαιρόταν πολύ να κάνει το χειρότερο πράγμα που μπορεί να γίνει σε μια συντεταγμένη κοινωνία, να επιβάλει δηλαδή πολίτης σε συμπολίτη του τη θανατική ποινή με τους δικούς του νόμους και κανόνες. Εν προκειμένω επειδή η χρυσή ταμπακιέρα αντικαταστάθηκε από μία ασημένια. Η κρίση γι’ αυτή τη σειρά ανθρώπων που σύχναζε στο χώρο των μπουζουκιών, κάπνιζε μυρωδάτα πούρα και έραβε ακριβά κουστούμια,   λειτουργεί ως αποδιοπομπαίος τράγος, που φορτώνουν απάνω του κάθε μεμπτό στοιχείο τους , ως ένα εξιλεωτικό άλλοθι για τα κτηνώδη ένστικτά τους, τα οποία ξεχύνονται προς όλους τους ανθρώπους που θα βάλουν στο μάτι. Το παράδοξο είναι ότι η κρίση δεν τους μαθαίνει τίποτα και πως θα είναι ίδιοι και μετά από αυτήν, καθώς ίδιοι ήταν πάντα. Τελικά, αυτοί που υποφέρουν περισσότερο και ταλανίζονται μέσα δίνη των δυσκολιών της ζωής αντιδρούν λιγότερο και εμφανίζονται πολύ πιο ανθρώπινοι από τον καθένα κύριο Τάδε που τρώει πλάι σας, στο διπλανό τραπέζι.