Και μετά μας φταίει ο Δήμου

Και μετά μας φταίει ο Δήμου

Διάβασα το γνωστό κείμενο του κ. Δήμου για το 1821. Δεν είπε κάτι που δεν ισχύει (μ' όλες τις ενστάσεις που δικαίως γεννά π.χ. η υποβάθμιση του ρόλου των οπλαρχηγών), ούτε κάτι το οποίο δεν έχει ξαναπεί. Για την ακρίβεια, είπε ό,τι περιμένουμε να ακούσουμε σε μια χώρα όπου η συζήτηση για την Τουρκοκρατία και την Ελληνική Επανάσταση μοιάζει να έχει κολλήσει στην εποχή του Σκαρίμπα.

Όχι, δεν είπε κάτι λάθος ο Σκαρίμπας. Απλά η συζήτηση δεν έχει εξελιχθεί από την εποχή του, τουλάχιστον εκτός πανεπιστημιακών εδράνων. Καμμία αναφορά στη σημασία του Αγώνα για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, που συγκλόνισαν την Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα και έπληξαν το οικοδομημα του Συνεδρίου της Βιέννης ή για τη διαμόρφωση του θεσμού των κρατών-εθνών!

Φταίει άραγε, ο κ. Δήμου, που η ελληνική κοινωνία έχει κολλήσει σε ατέρμονες και ανούσιες ουσιαστικά συζητήσεις γύρω από το αν υπήρξε ή όχι Κρυφό Σχολειό, αν οι Σουλιώτισσες χορεψαν το χορό του Ζαλόγγου και μετά έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον γκρεμό ή αν ο Γρηγόριος ο Ε' ήταν πατριώτης και όχι πιστός σύμμαχος της Πύλης; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Ο κ. Δήμου εκπροσωπεί τον εαυτό του και κανέναν άλλο. Δεν είναι ούτε τμηματάρχης του Υπουργείου Παιδείας, ούτε σχολικός σύμβουλος, ούτε τίποτα σχετιζομενο με την παρεχομένη στη χώρα μας εκπαίδευση.

Τότε; Ας γυρίσουμε το χρόνο κάπου στα 1977! Στο βιβλίο Ιστορίας του τότε εξαταξίου γυμνασίου αναφερόταν ότι το Κρυφό Σχολειό ήταν μύθος. Την επομένη χρονιά, η σχετική αναφορά απαλείφθηκε, μετά από παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου προς τον τότε υπουργό παιδειας, κ. Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Πολλά χρόνια αργότερα, το 2007, το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, στο οποίο επίσης γινόταν αναφορά, ότι το Κρυφό Σχολειό ήταν μύθος, αποσύρθηκε κακήν κακώς, μετά από κραυγές βουλευτών και ιερωμένων και η εκ της συντακτικής ομάδος, κα. Μαρία Ρεπούση, έπεσε θύμα προπηλακισμού από εξαγριωμένους «πατριώτες» σε Χανιά και Ύδρα. Την ιδια περίπου εποχή, η προβολή της σειράς «1821» στον τηλεοπτικό σταθμό «ΣΚΑΪ» άνοιξε νέο γύρο αντιπαραθέσεων σχετικά με τα γεγονότα που προετοίμασαν την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και συνέβησαν στη διάρκειά της. Τελικός παρονομαστής όλων αυτών ήταν η συνέχιση της διδασκαλίας, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, των ίδιων ακριβώς στοιχείων για το '21, ο χλευασμός όσων δημοσίων προσώπων διανοήθηκαν να "αλλοιώσουν" την ιστορία μας και η εμμονή του κράτους να διατηρήσει ίδια και απαράλλακτη τη διδασκαλία για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Ανάλογη όμως, στάση τήρησε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Κυριάρχησε η επίκληση των δύσκολων στιγμών που ζούμε ως έθνος, βουτηγμένο στην γενικευμένη κρίση και η ανάγκη να πιστέψει ο κόσμος έστω σε ένα παραμύθι, για να νοιώσει καλύτερα και να εμπνευστεί, ώστε να ξεπεράσει τα προβλήματά του, η λογική ότι όλοι οι λαοί έχουν εθνικούς μύθους και συνεπώς δεν υπάρχει λόγος εμείς να διαφοροποιούμαστε και η δυσανεξία στο εν γένει ύφος οσων δημοσίων προσώπων κατεδαφίζουν εθνικούς μύθους. Ενίοτε προβλήθηκε η άποψη ότι υπάρχει και ισχυρός αντίλογος υπέρ αυτών των μύθων και ως τέτοιος προβλήθηκε, μεταξύ άλλων και αυτό. Χαρακτηριστικό όλων αυτών των αντιδράσεων είναι η άρνηση της αμφισβήτησης των εθνικών μύθων, ο βαθιά ριζωμένος αντιαριστερισμός, που θέλει την αμφισβήτηση αυτών των μύθων και την επιθυμία για εξέλιξη της συζήτησης για τα ιστορικά θέματα ως "αριστερές μπούρδες" (όταν αρκετοί εκ των αμφισβητιών μόνο αριστεροί δεν ήταν και δεν είναι), η προβολή ποικίλων θεωριών συνωμοσίας γύρω από τα κίνητρα των «αναθεωρητών» και οι ειρωνείες για τον ορθολογικό τρόπο προσέγγισης της ιστορίας εκ μέρους τους. Το γεγονός ότι αυτή η εμμονή σε μια απαρχαιωμένη και ανορθολογική ερμηνεία της ιστορίας ελάχιστα βοήθησε αυτό τον τόπο να προκόψει, μάλλον περνά απαρατήρητο.

Αν λοιπόν σήμερα η δημόσια συζήτηση για ορισμένες πτυχές της ιστορίας μας και δη για την Ελληνική Επανάσταση έχει κολλήσει στα γνωστά, τετριμμένα και ανούσια θέματα, αυτό δεν οφείλεται στην τυχόν λιμνάζουσα σκέψη των παραπάνω δημοσίων προσώπων αλλά στη εμμονή του κράτους και ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας να αντιμετωπίζει περίπου ως ιεροσυλία την αμφισβήτηση των εθνικών μύθων της ιστορίας μας και να αντιδρά ιδιαίτερα επιθετικά σε κάθε προσπάθεια αποκαθήλωσής τους από το εθνικό μας αφήγημα.

Μπορεί ως πρακτική να παρέχει κάποια παρηγοριά σε όσους έχουν την ανάγκη να γαντζωθούν από παραμύθια, για να ανταπεξέλθουν στις δυσχέρειες της καθημερινότητας, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί την τελευταία τετραετία, αλλά ούτε τη δημόσια συζήτηση για την ιστορία βοηθάει να εξελιχθεί ούτε συμβάλλει στον απεγκλωβισμό του κράτους και της κοινωνίας μας από ιδεοληψίες και πάθη ξένα προς τη λογική.