Αναζητώντας τις σωστές διαστάσεις ενός ιστορικού γεγονότος

Αναζητώντας τις σωστές διαστάσεις ενός ιστορικού γεγονότος

Οι δηλώσεις του κ. Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ότι οι Πόντιοι δεν υπέστησαν γενοκτονία, κάνουν ήδη το γύρο του ελληνόφωνου κόσμου, διανθισμένες με τα γνωστά κοσμητικά επίθετα με τα οποία πάμπολλοι συμπολίτες μας είθισται να τιμούν, όσα πρόσωπα διανοούνται να διαφοροποιηθούν από την πεπατημένη σε θέματα σχετικά με το παρελθόν μας.

Η αλήθεια είναι, ότι δύσκολα θα περίμενε κανείς διαφορετική συμπεριφορά από ένα λαό, που κατά πλειοψηφία υποδέχεται με άναρθρες κραυγές ό,τι διαταράσσει επί το λιγότερο τιμητικό ή λιγότερο δραματικό το κυρίαρχο ιστορικό αφήγημα. Ακόμα πιο δύσκολα θα περίμενε κανείς λόγια συμπάθειας και κατανόησης για ένα κατά γενική ομολογία μισητό πρόσωπο της νέας κυβέρνησης.

Ωστόσο, αν ξεπεραστεί η αντιπάθεια προς το πρόσωπο του κ. Φίλη και εστιάσει κανείς στα λεγόμενά του με ψυχραιμία και γνώση των μεθόδων της ιστοριογραφίας, θα αντιληφθεί, ότι ο εν λόγω δεν επεχείρησε ούτε να αρνηθεί ούτε να ωραιοποιήσει ούτε να υποβαθμίσει ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας μας αλλά, απεναντίας, επέλεξε να παραμείνει πιστός σε μια γραμμή, που κάποια εποχή το κόμμα του υποστήριζε με θέρμη, αποφεύγοντας να υποκύψει – πλην εξαιρέσεων – στην τόσο συνηθισμένη στη χώρα μας πατριδοκαπηλία. Για την ακρίβεια, ο κ. Φίλης χαρακτήρισε ως εθνοκάθαρση και όχι ως γενοκτονία το δράμα του ποντιακού ελληνισμού, φροντίζοντας μάλιστα να αναγνωρίσει τα φρικτά γεγονότα σε βάρος αυτού του κομματιού του ελληνισμού, και ξεκαθαρίζοντας ότι επιστημονικά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γενοκτονία.

Επί της ουσίας, λοιπόν, ο ξερριζωμός των Ελλήνων της Μικρασίας από τις πατρογονικές εστίες τους αποτελεί μια, ακόμα, πράξη του δράματος, που ακολούθησε τη δημιουργία των εθνικών κρατών και συντάραξε – και αυτή - το ξεκίνημα του 20ου αιώνα. Η διάλυση αυτοκρατοριών με διάρκεια ζωής αρκετών αιώνων έφερε στην επιφάνεια το θέμα της συμβίωσης διαφορετικών λαών, που ήδη είχαν διαμορφώσει εθνική συνείδηση και τώρα καλούνταν να συνυπάρξουν μεταξύ τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, το θέμα αυτό είχε ανακύψει και πριν τη διάλυση αυτών των αυτοκρατοριών. Σε πολλές περιπτώσεις προκρίθηκε η ιδέα της εθνοκάθαρσης. Έτσι, χιλιάδες Έλληνες υποχρεώθηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, αν στο μεταξύ είχαν την τύχη να επιβιώσουν από τις επιθέσεις των ατάκτων Τούρκων ή τις λοιπές κακουχίες, και χιλιάδες Τούρκοι ακολούθησαν τον αντίθετο δρόμο.

Κρίσιμο, όμως, στοιχείο για το χαρακτηρισμό του παραπάνω δραματικού γεγονότος είναι, αν στόχος των Τούρκων ήταν η ολοκληρωτική εξόντωση του μη τουρκικού στοιχείου στην επικράτειά τους ή η απομάκρυνσή του, εις τρόπον ώστε να εξασφαλιστεί η πολυπόθητη γι’ αυτούς (αλλά και για εμάς, αν θυμηθούμε τα γεγονότα από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως τη Συνθήκη της Λωζάννης) εθνική ομοιογένεια. Υπάρχουν οι περιπτώσεις των Ελλήνων, που εξοντώθηκαν στα Τάγματα Εργασίας, και οι περιπτώσεις των Ελλήνων που ξερριζώθηκαν από τις πόλεις και τα χωριά τους και έφτασαν ταλαιπωρημένοι στην Ελλάδα. O Ν. 3003/2002, με τον οποίο κυρώθηκε το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, αλλά και το παλαιότερο ν.δ. 3091/1954 χαρακτηρίζουν ως γενοκτονία και την εξόντωση μέρους μόνο μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδος. Ωστόσο, και πάλι τίθεται το ερώτημα, αν σκοπός ήταν ο αφανισμός μιας τέτοιας ομάδος, ακριβώς επειδή αυτή η ομάδα συγκεντρώνει στο πρόσωπό της συγκεκριμένα εθνικά ή θρησκευτικά στοιχεία, που την καθιστούν μισητή στο θύτη.

Το όλο ζήτημα πρέπει να κριθεί με βάση τα δεδομένα της εποχής εκείνης, όταν η κυρίαρχη εθνική ομάδα επιθυμούσε να τακτοποιήσει το μειονοτικό ζήτημα στα εδάφη της και, κυρίως, ποιοι σκοποί της προκύπτουν από αυτή την τακτοποίηση. Στα πλαίσια αυτά, προφανώς και έγιναν δολοφονίες ή Έλληνες αφέθηκαν να πεθάνουν από την εξάντληση και τις λοιπές κακουχίες στα Τάγματα Εργασίας ή πέθαναν πάλι από εξάντληση και λοιπές κακουχίες στο δρόμο της προσφυγιάς. Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι πρόκειται για αποτρόπαια εγκλήματα. Αλλά την ίδια στιγμή, ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου δεν πειράχτηκε, ενώ σε άλλες περιοχές, κυρίως στα παράλια της Μικρασίας, οι ντόπιοι Έλληνες εξαναγκάστηκαν σε φυγή με τη λήψη μέτρων σε βάρος τους ήδη από το ξεκίνημα του Α' Π.Π. (ας μην ξεχνάμε, ότι την ίδια εποχή η Μ. Βρεττανία υποσχόταν εδάφη της Μικρασίας στην Ελλάδα, αν η τελευταία συντασσόταν με την Αντάντ) και δεν προκρίθηκε η ιδέα της εξόντωσής τους.  

Aκολουθήθηκε, έτσι, η τακτική της εθνοκάθαρσης, σχεδόν παρόμοια με αυτή που η χώρα μας ακολούθησε με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Κρήτης και της Ηπείρου μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ιστορικά δεν υπάρχει εθνοκάθαρση, που να μη συνοδεύτηκε από θανάτους «των άλλων». Αλλά και πάλι η έννοια της εθνοκάθαρσης διαφέρει ουσιωδώς από αυτή της γενοκτονίας, ακριβώς διότι σκοπός του θύτη δεν είναι να εξαφανίσει από προσώπου γης κάποια ομάδα προσώπων.

Και, βέβαια, διαφεύγει από πολλούς συμπολίτες μας κάτι σημαντικό. Αν οι τακτικές των Τούρκων σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της Μικρασίας εμπίπτουν στην – αρκετά μεταγενέστερη – έννοια της γενοκτονίας, μήπως στην ίδια κατηγορία εμπίπτουν και τα εγκλήματα του ελληνικού στρατού τόσο στους Βαλκανικούς Πολέμους όσο και κατά την προέλαση μέχρι το Σαγγάριο αλλά και κατά την υποχώρηση; Δεν χρειάζεται να κατέχει κανείς τα ψιλά γράμματα της ελληνικής ιστορίας. Αρκεί να έχει διαβάσει τα «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» της Διδώς Σωτηρίου, για να θυμηθεί για τα γειτονικά της Σμύρνης τουρκοχώρια, που με την απόβαση του ελληνικού στρατού έγιναν στάχτη, ή το ζεύγος των ηλικιωμένων Τούρκων, που κάποιοι «λεβέντες» Έλληνες στρατιώτες, κατά την υποχώρηση, έβαλαν σε ένα γεφύρι και τους ανατίναξαν μαζί με το γεφύρι.

Ναι αλλά η Βουλή έχει αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Ποντίων, θα πείτε. Μόνο που, ως είθισται με τα περισσότερα πράγματα στη χώρα μας, αντί να προηγηθεί μια επιστημονική συζήτηση γύρω από το χαρακτήρα του ξερριζωμού των Ελλήνων από τη Μικρασία, προκρίθηκε η γνωστή τακτική της προχειρότητος με μπόλικη πατριδοκαπηλία, κυρίως από τα δύο μεγάλα κόμματα που είδαν πεδίον δόξης λαμπρόν για άσκηση της αντιεπιστημονικής και παράλογης μικροπολιτικής τους, αλλά και ομάδες πολιτών που θεωρούν, ότι μόνες αυτές εκφράζουν την ιστορική αλήθεια, όταν οι άλλοι απεργάζονται σενάρια αφελληνινσμού και παραποίησης της ιστορίας μας. Αντί, δηλαδή, να τεθούν τα τραγικά γεγονότα στη Μικρασία υπό επιστημονική μελέτη, που θα βοηθούσε στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με το εάν επρόκειτο περί γενοκτονίας ή εθνοκάθαρσης, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ο όρος της γενοκτονίας προεπιλέχθηκε, ώστε να ενταχθούν με το ζόρι σε αυτόν τα παραπάνω γεγονότα. Η τακτική της εθνικιστικής σκοπιμότητας είχε θριαμβεύσει σε βάρος της επιστήμης και της λογικής.  

Φυσικά, η εμμονή στην έννοια της γενοκτονίας υποκρύπτει περισσότερα πράγματα απ’ όσο δείχνει. Κατ’ αρχάς, απαγορεύει κάθε συζήτηση γύρω από ένα ανοικτό, ακόμα, στους επιστημονικούς κύκλους θέμα. Οι αμφισβητίες του όρου αυτού, αν και κανένας τους δεν αρνείται τα εγκλήματα παρά μόνο το χαρακτηρισμό τους ως γενοκτονίας, λοιδορούνται και ενίοτε πέφτουν θύματα επιθέσεων από «αγανακτισμένους πολίτες». Επίσης, λειτουργεί απαλλακτικά για τη χώρα μας, αφού ξεχνιούνται τα ανδραγαθήματα του ελληνικού στρατού στη Μικρασία αλλά και στη Μακεδονία σε βάρος των Τούρκων. Το ελληνικό έθνος παρουσιάζεται για πολλοστή φορά αδικημένο, ταλαιπωρημένο αλλά πάντα άσπιλο. Είναι η καλύτερη συνταγή για την εθνική ανάταση. Είναι, επίσης, το καλύτερο φάρμακο για την εθνική αμνησία ή μάλλον την επιλεκτική εθνική μνήμη.

Προτού, λοιπόν, βάλλουμε εναντίον του κ. Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, μήπως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε, εάν το εν λόγω πολιτικό πρόσωπο έκανε, για πρώτη φορά μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αυτό, που κάθε ομόλογός του έπρεπε να έχει πράξει, ήτοι να θέσει κάποια αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος του ελληνισμού στις πραγματικές τους διαστάσεις, χωρίς να αρνείται ούτε την τέλεσή τους ούτε το μέγεθός τους ούτε τη φρίκη τους; Διότι ο σεβασμός στην ιστορική μνήμη επιβάλλει και το σεβασμό στις μεθόδους της ιστορίας, ώστε η μνήμη να μην ευτελίζεται και να μην υποβιβάζεται σε λάβαρο αυτεπιβεβαίωσης και εμπρηστική αλλά κενή περιεχομένου ρητορεία προς τους υποτιθέμενους εχθρούς του έθνους.

Υ.Γ. Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι προτροπές για άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του κ. Υπουργού με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο. Προσωπικά θεωρώ, ότι η αμφισβήτηση ενός όρου δεν συνεπάγεται την άρνηση του  γεγονότος, που έχει χαρακτηριστεί από τη Βουλή μας – με το γνωστό επιπόλαιο και αντιεπιστημονικό τρόπο – ως γενοκτονία. Επίσης, δεν προκύπτει επιδοκιμασία, ευτελισμός ή κακόβουλη άρνηση των παραπάνω εγκλημάτων, εκ μέρους του κ. Υπουργού, με σκοπό να υποκινήσει βία ή μίσος ούτε ο λόγος του ενέχει υβριστικό ή απειλητικό χαρακτήρα κατά ομάδος προσώπων ή μέλους της και, αν ο κ. Υπουργός βρεθεί κατηγορούμενος, θα απαλλαγεί πανηγυρικά. Όμως, τίθεται, τελικά, το ερώτημα, αν, τελικά, αντί ο αντιρατσιστικός νόμος να οδηγήσει στην τιμωρία των πραγματικών ρατσιστών και των πραγματικών αρνητών γενοκτονιών – οι οποίοι συγκέντρωσαν 7% στις πρόσφατες εκλογές αλλά το ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας, που συμμερίζεται την άρνησή τους π.χ. για το Ολοκαύτωμα είναι πολλαπλάσιο – κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο φίμωσης των μη συμμορφουμένων με το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα συμπολιτών μας.

 

Facebook: Panagiotis Perivolaris