Παγκάκι μόνο για δύο

Παγκάκι μόνο για δύο

Βρίσκομαι έξω από ένα γυμάσιο-λύκειο στην Ταϊπέι, Ταϊβάν. Η πύλη του δεν είναι κλειδωμένη, έχει όμως θυρωρό. 

‘Μπορώ να μπω?’, ρωτάω.

‘Παρακαλώ!’

Περπατώ στο σκιερό τούνελ που σχηματίζεται από μπέντζαμιν τεράστια σαν πλατάνια. Δεξιά μου υπάρχει γήπεδο. Το ταρτάν με τα κουλουάρ είναι του κουτιού. Αγόρια και κορίτσια γυμνάζονται ή ξεκουράζονται. Αριστερά μου υπάρχει γήπεδο μπάσκετ. Γεμάτο κι αυτό, παρότι ο ήλιος ζεματάει. Δεν ακούγονται φωνές και τσιρίδες. Μόνο τζιτζίκια.

Το κεντρικό κτήριο είναι παλιά, γερή, πέτρινη κατασκευή. Πεντακάθαρο. Η αυλή του σχολείου απλόχωρη, γενναιόδωρη, σε μια Ταϊπέι, σημειωτέον, χτισμένη ασφυκτικά, όπου τα προσιτά για ‘μένα δωμάτια είναι στο κέντρο των ξενοδοχείων και δεν έχουν παράθυρα.

Η αυλή – όχι ενιαία αλλά χωρισμένη από τα κτήρια σε όμορφες γωνιές – είναι γεμάτη φυτά. Δέντρα, θάμνους, λουλούδια. Ορχιδέες κρεμούν ανθισμένα κλωνάρια από τις μασχάλες των δέντρων, χαρούμενες, στο στοιχείο τους. 

Βρίσκομαι πίσω από το κεντρικό κτήριο. Κόκκινα μεταξωτά φανάρια κρέμονται στη σκιά των δέντρων. Σε μια λιμνούλα, νεροχελώνες βγάζουν που και που το κεφάλι τους, να δουν τι γίνεται έξω απ’ το νερό. 

Και ξαφνικά, βλέπω το Παγκάκι. Έχει χυτό ντελικάτο σκελετό, με όμορφα αρμοσμένα ξύλινα κομμάτια. Στη ράχη του, μια ταμπελίτσα: 

‘ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΔΥΟ ΑΤΟΜΑ’.

Έχω δείξει αυτή τη φωτογραφία σ’ όλους μου τους φίλους, ρωτώντας αν αυτό το παγκάκι θα μπορούσε να βρίσκεται σ’ ελληνικό σχολείο. Η απάντηση ήταν πάντα αρνητική.

Όχι. Ένα τέτοιο παγκάκι δε θα σκεφτόταν κανείς να το τοποθετήσει σε αυλή ελληνικού σχολείου. Κι ας έχουν τα σχολειά μας την είσοδό τους κλειδωμένη.

Χωρίς την ταμπελίτσα, το παγκάκι θα επιζούσε, ίσως μερικές μέρες. 

ΜΕ την ταμπελίτσα, δε θα έβγαζε τη μέρα. 

‘ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΔΥΟ ΑΤΟΜΑ’???? Τι λέτε ρε?? 

Η υπόδειξη θα λειτουργούσε σαν κόκκινο πανί: 

Όχι δύο αλλά είκοσι δύο άτομα θ’ ανέβαιναν επάνω όλα μαζί και θα χοροπηδούσαν με λύσσα μέχρι να το σπάσουν. 

Στη συνέχεια, κανείς δεν θα είχε ιδέα ποιος το έκανε. Ακόμα και τα παιδιά που θα προτιμούσαν το παγκάκι στη θέση του, δεν θα μαρτυρούσαν ποτέ ποιοι το έσπασαν. Δε θα γίνονταν καρφιά. Άσε, δηλαδή, που δε θα χρειαζόταν να βρεθούν μπροστά σε τέτοιο δίλημμα. Κανείς δε θα ρωτούσε. Γιατί και να ρωτούσε, έστω κι αν μάθαινε, δώρο άδωρο θα ήταν. Το σχολείο δε θα μπορούσε να τιμωρήσει κανέναν. Ούτε καν να τον επιπλήξει. Την άλλη μέρα θα ‘ρχόταν ο εξαγριωμένος γονιός και θα κουνούσε το δάχτυλο μπροστά στη μούρη του καθηγητή που τόλμησε να μαλώσει το βλαστάρι του. Μέχρι που θα απειλούσε με μηνύσεις.

Το ίδιο άτυχη με το παγκάκι θα ήταν η λιμνούλα με τις νεροχελώνες. Θα είχε γεμίσει με σακούλες και πλαστικά μπουκάλια του νερού κι ο καθένας θα έριχνε μέσα την περίσσεια του καφέ του, του μόνστερ του, της κοκακόλας του. Στα πλαίσια πειραματισμού, πάντα: να δουν, τα παιδιά μας τα φιλομαθή, πώς αντιδρούν οι χελώνες όταν τις λούζεις με αναψυκτικό και πώς όταν τις λούζεις με φραπέ μέτριο γάλα. 

Σύντομα, κάποιοι θα βρίσκονταν, που θα πήγαιναν το πείραμα λίγο παραπέρα. Θα έβγαζαν τις χελώνες και θα παρατηρούσαν πώς αντιδρούν όταν τους κόβεις ένα – ένα τα πόδια και τελικώς το κεφάλι. Τελειώνοντας τους πειραματισμούς τους, θα ήξεραν πόση δύναμη χρειάζεται ένα καβούκι για να σπάσει.

Και πάλι, κανείς δεν θα ήξερε τίποτα. Γιατί εμείς δε μεγαλώνουμε τα παιδιά μας να γίνουν ρουφιάνοι. (Όχι ρουφιάνοι φανεροί, δηλαδή: Αν θέλουν να ρουφιανέψουν τα παιδιά μας, να μάθουν να το κάνουν σωστά: στα μουλωχτά. Γιατί, αν δεν ήμασταν ένα έθνος με τη ρουφιανιά στο DNA του, δε θα χρειαζόταν να μπαίνουμε διαρκώς στον κόπο να αποδείξουμε ότι, ‘εμείς, ρουφιάνοι δεν είμαστε’.)

Να μην προχωρήσω στα φυτά, στους τοίχους, στις σκάλες, στα θρανία. Γιατί θα πρέπει να βγω κι έξω απ’ το σχολείο: στους δρόμους, στα πάρκα, στα δημόσια κτήρια, στις πλατείες, στις παραλίες.

Αρκετό το σεντόνι μέχρι εδώ. Δεν έχω σκοπό να κάνω ανάλυση στο θέμα. Ούτε και είμαι σε θέση, άλλωστε. Νομίζω, όμως, ότι η βία, την οποία αισθανόμαστε να φουσκώνει όλο και πιο πολύ γύρω μας, ξεκινάει από τη βία επί του δημόσιου χώρου. Η οποία μας αφήνει όλο και πιο αδιάφορους. Την οποία αφήνουμε ατιμώρητη. Όταν δεν την επιβραβεύουμε κιόλας.