This is a true story

This is a true story

Ο Jonathan Reed ήταν ένας επιχειρηματίας που ζούσε στο Williamsburg του Brooklyn στα τέλη του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Williamsburg όταν ήταν ακόμη ένα χωριουδάκι που ανήκε στην πόλη του Bushwick. Πρόλαβε να δει το Williamsburg να ενώνεται με την πόλη του Brooklyn (το 1855) και το ίδιο το Brooklyn να ενσωματώνεται στην ευρύτερη New York City (το 1898). Δεν πρόλαβε να δει το Williamsburg να γίνεται η hipster καρδιά της Νέας Υόρκης.

Ο Jonathan ήταν παντρεμένος με την Mary την οποία υπεραγαπούσε και τον λάτρευε κι αυτή. Δεν υπεραγαπούσε τον πεθερό του, τον μπαμπά της Mary, ο οποίος ήταν από την κυρίως ειπείν New York City και πρόλαβε την εποχή που το Williamsburg ήταν ένα χωράφι 53.000 τ.μ., το οποίο αγόρασε ο κτηματομεσίτης Richard Woodhull και ανέθεσε στον εν αποστρατεία καραβανά συνταγματάρχη Jonathan Williams να κάνει τον επιστάτη. Ο επιστάτης ήταν τόσο καλός που ο κτηματομεσίτης ονόμασε την έκταση Williamsburg προς τιμήν του καλού συνταγματάρχη Williams.

Έζησαν πολλά χρόνια μαζί ευτυχισμένοι ο Jonathan με τη Mary αλλά το 1893 η Mary πέθανε. Ο Jonathan σχεδόν πέθανε κι αυτός. Αποφάσισε ότι μέχρι να πεθάνει και επισήμως, θα περνούσε τις μέρες του μαζί με τη Mary στο νεκροταφείο. Τη Mary όμως την είχαν θάψει στο νεκροταφείο Evergreens, στον οικογενειακό τάφο του μπαμπά της, ο οποίος βέβαια ζούσε αλλά τον οικογενειακό τάφο τον είχε έτοιμο. Ήταν από κείνους τους τάφους που είναι σαν μικρά σπιτάκια ή ναΐσκοι. Ο Jonathan πήγαινε κάθε μέρα στο νεκροταφείο στις 6 το πρωί που άνοιγε, καθόταν όλη μέρα εκεί και έφευγε στις 6 το απόγευμα που τον έδιωχναν οι φύλακες. Ο γρουσούζης πεθερός του γκρίνιαζε συνεχώς γιατί δεν ήθελε τον Jonathan να του μαγαρίζει τον τάφο και να κάθεται όλη μέρα εκεί μέσα.

Για καλή τύχη του Jonathan ο πεθερός του πέθανε δυο χρόνια μετά, το 1895, και τότε ο Jonathan αγόρασε ένα άλλο, μεγαλύτερο μαυσωλείο στο ίδιο νεκροταφείο. Μόλις τακτοποίησε τη Mary στο νέο της σπίτι (το μαυσωλείο), έκατσε και το έκανε ακριβώς σαν το σαλόνι του σπιτιού του. Έφερε έπιπλα, μια σειρά φωτογραφίες της γυναίκας του από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι μέχρι λίγο πριν πεθάνει, πίνακες ζωγραφικής (ένας μάλιστα λεγόταν «Crossing of the Styx» κι έδειχνε τον Χάροντα να περνάει τους νεκρούς από τη Στύγα για να τους πάει στα Τάρταρα) και κυρίως μια ωραία, μεγάλη σόμπα. Γιατί ο Jonathan πίστευε, ήταν σίγουρος δηλαδή, ότι η γυναίκα του δεν πέθανε αλλά απλώς κοιμόταν και κρύωνε. Κι έλεγε ότι όσο της έχει αναμμένη τη σόμπα και την κρατάει ζεστή μέσα στην κρύπτη της, αυτή θα 'ταν μια χαρά.

Έτσι ο Jonathan έζησε 10 χρόνια μέσα στο μαυσωλείο της γυναίκας του της Mary. Εκεί έτρωγε, εκεί τον επισκέπτονταν οι φίλοι (όσοι φίλοι το άντεχαν), εκεί καθόταν με τις ώρες και της μιλούσε. Ένας δημοσιογράφος της Brooklyn Daily Eagle πήγε και τον βρήκε και τον ρώτησε τι κάνει μες στο μαυσωλείο. Ο Jonathan απάντησε ότι η μόνη του χαρά είναι να κάθεται δίπλα στην κρύπτη με τα απομεινάρια της συζύγου του και να της μιλάει κι ότι όσο έχει αυτό, είναι ευτυχισμένος.

mary2

Το 1905 ο Jonathan πέθανε. Πέθανε μέσα στο μαυσωλείο. Τον βρήκε εκεί νεκρό, πεσμένο στο πάτωμα, ο φύλακας που περνούσε να του πει ότι είχε πάει 6 η ώρα κι έπρεπε να φεύγει σιγά-σιγά. Τον έθαψαν την επόμενη μέρα δίπλα στη σύζυγό του τη Mary, άφησαν μέσα στο μαυσωλείο τα έπιπλα, τις φωτογραφίες, τους πίνακες και τη σόμπα και το σφράγισαν. Ο Jonathan κι η Mary δεν είχαν παιδιά, οπότε την περιουσία του την μοιράστηκαν κάτι συγγενείς του που είχε χρόνια να τους δει αλλά τον θυμήθηκαν μόλις πέθανε. O Jonathan κι η Mary δεν είχαν παιδιά, αλλά είχαν ο ένας τον άλλον.



    Τελευταία άρθρα από τον/την Χρήστος Γραμματίδης