Β. Ραφαηλίδης - Οι Πόντιοι και το τέλος της ελληνικής διασποράς

Β. Ραφαηλίδης - Οι Πόντιοι και το τέλος της ελληνικής διασποράς

Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Φράγκους, ο Αλέξιος Α', ο επιλεγόμενος Μέγας Κομνηνός, ιδρύει αυτόνομο κράτος στον Πόντο, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, που ζει 257 χρόνια και καταλύεται μετά την άλωση της Πόλης, το 1461, από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Το κράτος της Τραπεζούντας, που για δυόμισι περίπου αιώνες πορεύεται παράλληλα με τη θνήσκουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σφύζει από ζωή, έτσι που κόβει τις σχέσεις του με το διεφθαρμένο Βυζάντιο. Και γίνεται γιαυτό ο πόλος έλξης των καλών χριστιανών.

Είναι τότε ακριβώς, διά του ελληνόφωνου οικουμενικού χριστιανισμού, που εδραιώνεται περισσότερο η ελληνική, δηλαδή η ελληνιστική γλώσσα σ’ αυτή την περιοχή. Πάντως, κάποιοι Πόντιοι μπορεί να μιλούσαν την εποχή του Αλεξίου κάποια παραφθαρμένα αρχαία ελληνικά. Αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να το βεβαιώσει. Όπως και νάναι, τα ποντιακά δεν είναι τα γνησιότερα ελληνικά επειδή βρίσκονται πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά, αλλά διότι βρίσκονται πιο μακριά από τα οικουμενικά αλεξανδρινά, από τα οποία προέκυψε η σημερινή νεοελληνική γλώσσα. Φαίνεται πως ο ελληνιστικός πολιτισμός δεν είχε μεγάλη επίδραση στον Πόντο. Ίσως γιαυτό η ποντιακή ελληνική διάλεκτος μοιάζει ατελέστερη από την νεοελληνική, αν και διατηρεί φωνολογικούς και λεξικούς τύπους της αρχαίας ελληνικής. Ωστόσο, ούτε την κομψότητα, ούτε την εκφραστική πληρότητα, ούτε τη συντακτική και γραμματική ευκαμψία της έχει.

Για εφτακόσια ολόκληρα χρόνια, από τα μέσα του 11ου αιώνα, που οι Σελτζούκοι Τούρκοι καταχτούν την περιοχή, μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για τους Έλληνες του Πόντου. Ούτε καν οι χρονικογράφοι του Αλεξίου, του βασιλιά του κράτους του Πόντου και των διαδόχων του δεν κάνουν λόγο για Έλληνες. Και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα ούτε ένας Ευρωπαίος περιηγητής δεν προχωρεί παραπέρα από την περιοχή της Σμύρνης, για να έχουμε μια κάποια μαρτυρία για τους Έλληνες του Πόντου. Αλλά ούτε κάποιος Τούρκος χρονικογράφος σημειώνει έστω μια λέξη γι’ αυτούς. Παράξενη και δυσεξήγητη σιωπή. Κι ωστόσο μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών υπήρχαν πολλοί εκεί, που μιλούσαν ελληνικά. Όμως, η ελληνική γλώσσα δεν ήταν ούτε το μόνο ούτε το κύριο κριτήριο για την ανταλλαγή τους. Το κύριο κριτήριο ήταν η χριστιανική πίστη. Γιαυτό και ανταλλάχτηκαν και χριστιανοί που δε μιλούσαν ελληνικά, οι Καππαδόκες.

Επειδή, λοιπόν, η ανταλλαγή έγινε με βασικό κριτήριο την πίστη και όχι τη γλώσσα, εύκολα συμπεραίνουμε πως δεν ήταν όλοι Έλληνες την καταγωγή αυτοί που ανταλλάχτηκαν, αν και όλοι ήταν χριστιανοί. Άλλωστε, ούτε Τούρκοι ήταν όλοι οι μουσουλμάνοι που έφυγαν απ’ την Ελλάδα το 1924. Η περίπτωση των περίφημων Τουρκοκρητικών είναι μια αδιάψευστη μαρτυρία του γεγονότος πως η ανταλλαγή έγινε με ένα μόνο από τα κύρια εθνολογικά γνωρίσματα, αυτό του θρησκεύματος. (Οι Τουρκοκρητικοί σε καμιά περίπτωση δεν ήταν Τούρκοι. Ήταν ένα κράμα εκμουσουλμανισθέντων Βενετσιάνων, Αράβων και Ελλήνων).

Οι χριστιανοί δεν δεινοπάθησαν απ’ τους Τούρκους καταχτητές για μόνο το λόγο πως ήταν χριστιανοί. Ο μουσουλμανισμός είναι υποδειγματικά ανεξίθρησκος, κυρίως όσον αφορά τις δυο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό. Οι χριστιανοί άρχισαν να δεινοπαθούν ως εξεγερμένοι ραγιάδες. Επειδή όμως οι ραγιάδες (οι υποταγμένοι στους Τούρκους) στην περιοχή των Βαλκανίων ήταν κυρίως χριστιανοί (στις αραβικές περιοχές, που επίσης ήταν υποταγμένες στους Τούρκους, μουσουλμάνοι δυνάστευαν μουσουλμάνους), ήταν φυσικό να συσπειρώνονται κατά των Τούρκων ως χριστιανοί μάλλον, παρά ως Έλληνες, ή Σέρβοι, ή ό,τι άλλο. Άλλωστε, οι αγωνιστές του ’21 δεν αυτοχαρακτηρίζονταν μόνο Έλληνες, αλλά και Ρωμιοί (Ρωμαίοι), και προτιμούσαν αυτόν τον δεύτερο χαρακτηρισμό.

Έτσι έλεγαν και οι Βυζαντινοί τους κατοίκους των δυτικών επαρχιών, των κοντινότερων προς τη Ρώμη. Η λέξη Ρωμιός, συνεπώς, σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνώνυμο της λέξης Έλληνας, αν και οι ομιλούντες την ελληνική Ρωμιοί είχαν ένα βασικό εθνολογικό γνώρισμα που θα τους επέτρεπε να αυτοπροσδιοριστούν ως Έλληνες. Πράγμα που, ωστόσο, το έκαναν μόνο οι λόγιοι. Ο λαός επέμενε να αυτοπροσδιορίζεται ως Ρωμιός, κι αυτό εν πολλοίς γίνεται και σήμερα.

Παρά την μουσουλμανική ανεξιθρησκία, το 1461, που ο Μωάμεθ ο Πορθητής καταλαμβάνει τον Πόντο, γίνεται άγρια σφαγή εκεί. Όχι με θανατικό κριτήριο τη θρησκεία, αλλά διότι όλοι οι από βαρβάρους φρεσκοκαταχτημένοι λαοί έχουν συνήθως την ίδια φρικτή μοίρα. Το ότι ο Μωάμεθ δεν έσφαξε τους Πόντιους με κριτήρια θρησκευτικά φαίνεται και από το γεγονός πως σεβάστηκε όλα, μα όλα τα θρησκευτικά κέντρα των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και το πανάρχαιο μοναστήρι της περίφημης Παναγίας Σουμελά.

Όπως και νάναι, η μη αναφορά των Ελλήνων του Πόντου από τους Τούρκους χρονικογράφους για εφτακόσια ολόκληρα χρόνια σημαίνει μάλλον πως τους αντιμετώπιζαν σαν χριστιανούς παρά σαν Έλληνες. Και επειδή η επίσημη γλώσσα του χριστιανισμού ήταν, από την εμφάνισή του ακόμα, η ελληνική, εύκολα έγινε η σύγχυση ανάμεσα στους χαρακτηρισμούς Έλλην και χριστιανός, τόσο από τους χριστιανούς, όσο και από τους μουσουλμάνους. Αλλά και από τους Ευρωπαίους.

Αυτό σημαίνει πως ο όρος ελληνοχριστιανισμός δεν είναι ένα αυθαίρετο σχήμα λόγου. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, με τη γλώσσα κυρίως, και ο ελληνόφωνος χριστιανισμός (ασχέτως άλλων εθνολογικών γνωρισμάτων) ταυτίστηκαν τόσο, που τώρα πλέον είναι αδύνατο να χωριστούν. Ωστόσο, καλό είναι να ξέρουμε πως, πας ελληνόφων ορθόδοξος δεν είναι κατ’ ανάγκην Έλλην. Άλλωστε, είναι αστείο να μιλάμε για ελληνική καταγωγή ύστερα απ’ αυτό το τρομερό μπέρδεμα που επέφερε ο ελληνόφωνος οικουμενικός (παγκόσμιος) χριστιανισμός, που υποχρέωσε τουλάχιστον τους λόγιους χριστιανούς να μιλούν ελληνικά, ήταν δεν ήταν Έλληνες.

Τα παραπάνω σημαίνουν επιπροσθέτως πως οι Πόντιοι Έλληνες πολύ μικρή σχέση έχουν με τους αρχαίους Έλληνες αποίκους του Πόντου. Απλά και καθαρά, οι Έλληνες Πόντιοι είναι μια πανσπερμία λαών που διέσωσαν την ελληνική γλώσσα διά του χριστιανισμού κυρίως. Άλλωστε, από φυλετικής φυσιογνωμικής απόψεως οι «καθαροί» Πόντιοι είναι ίδιοι κι απαράλλαχτοι με τους άλλους κατοίκους του Πόντου, και από τις δυο μεριές της θάλασσας. Είναι απολύτως αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς φυσιογνωμικά έναν Έλληνα Πόντιο από έναν Γεωργιανό, για παράδειγμα. Φυσικά, ελληνικό αίμα, αν επιμένουμε να αιματολογούμε ηλιθίως, υπάρχει και στους Γεωργιανούς, και στους Αζέρους, και στους Αρμένιους και σ’ όλους τους κατοίκους του Πόντου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, άλλωστε, πως οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι δεν είχαν κανέναν απολύτως ενδοιασμό να παντρεύονται ντόπιες (βάρβαρες).

Μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με βάση το θρήσκευμα, δεν απομένει παρά να θεωρούμε και μεις τους Πόντιους «γνήσιους» Έλληνες. Αλλά με την ίδια ακριβώς έννοια που «γνήσιοι» Έλληνες είναι κι όλοι οι άλλοι Έλληνες, τόσο της Μητρόπολης όσο και της διασποράς. Που μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν ο κορμός και η ψυχή του ελληνισμού, με μια πολιτιστική έννοια. Και είναι ακριβώς οι Έλληνες της διασποράς και όχι της Μητρόπολης που πρωτοχρησιμοποίησαν στα νεότερα χρόνια τον χαρακτηρισμό Έλλην αντί Ρωμιός. Πράγμα που σημαίνει πως είχαν μεγαλύτεροι συνείδηση της σχέσης τους με τους αρχαίους Έλληνες. Και βέβαια ο Ίων Δραγούμης είχε δίκιο όταν έλεγε πως αν εκλείψει ο ελληνισμός της διασποράς, θα εκλείψει νέτα σκέτα ο ελληνισμός. Πράγμα που γίνεται καταφάνερο στις μέρες μας, τώρα που δεν υπάρχουν πια παρά ψήγματα ελληνισμού της διασποράς.

Αμέσως μετά τα ορλωφικά (1770) ένα πλήθος Ελλήνων της Πελο-ποννήσου βρίσκουν άσυλο και καταφύγιο στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, όπου σχεδόν απόλυτος άρχων είναι ο Καραοσμάνογλου, ένας φιλέλληνας Τούρκος, που προστατεύει τους Έλληνες που διώκει στην Ελλάδα ο σουλτάνος. Είναι αυτήν ακριβώς την εποχή, λίγο μετά τα ορλωφικά, που στοιχίζουν τη ζωή χιλιάδων Ελλήνων της Πελοποννήσου, που οι Έλληνες της Μυτιλήνης, του Πηλίου, της Δωδεκανήσου, της Κύπρου και των νησιών του Αιγαίου, αρχίζουν να συρρέουν μπουλουκηδόν στη Μικρά Ασία για να μπερδευτούν με τους από παλιότερα εγκαταστημένους εκεί Έλληνες, αλλά και με τους εκχριστιανισθέντες Τούρκους. Άλλωστε, μουσουλμάνοι και χριστιανοί συζούν αρμονικότατα σ’ αυτή τη μακάρια περιοχή των παραλίων της Μικράς Ασίας μέχρι την καταστροφική μικρασιατική εκστρατεία, που δημιουργεί μίση και πάθη στα καλά καθούμενα.

Από τα ορλωφικά και μέχρι την εξαφάνιση του ελληνισμού ολόκληρης της Μικράς Ασίας, οι Έλληνες του Πόντου, των άγονων οροπεδίων της Καππαδοκίας και των δυτικών παραλίων (της κυρίως ειπείν Μικράς Ασίας) θα κινούνται ελεύθερα εντός της χερσονήσου. Χιλιάδες Καππαδόκες και Πόντιοι θα εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, ή όπου αλλού υπάρχουν Έλληνες. Αυτό σήμαινε πως αυτοί που απόμειναν στην Καππαδοκία και τον Πόντο από το 1770 και μετά είτε ήταν πλούσιοι, είτε δε νοιάζονταν να παν να συναντήσουν άλλους χριστιανούς. Περνούσαν καλά παρέα με τους φιλόξενους Τούρκους. Οι οποίοι, όπως ξέρουμε ήδη, ελάχιστη σχέση έχουν με τους «γνήσιους» (τους Σελτζούκους και τους Οθωμανούς) Τούρκους σε μια περιοχή που οι γηγενείς πληθυσμοί πριν απ’ την έλευση των Τούρκων υπερτερούσαν συντριπτικά. Υπάρχουν, λοιπόν, τόσοι «γνήσιοι» Τούρκοι στην Τουρκία, όσοι και «γνήσιοι» Έλληνες στην Ελλάδα, το ξαναλέμε. Το τι λέει ο τούρκικος σοβινισμός, είναι μια άλλη ιστορία, ανάλογη μ’ αυτήν που λέει ο ελληνικός σοβινισμός.

Τις δυσκολότερες μέρες της ιστορίας τους, οι Πόντιοι τις περνούν το 1914. Με το πρόσχημα της ασφάλειας των παραλίων από τους Ρώσους που προελαύνουν και καταλαμβάνουν στα γρήγορα την Τραπεζούντα, σφάζονται ή πεθαίνουν απ’ τις κακουχίες της εξορίας 200.000 Πόντιοι. Πολλοί, για να γλυτώσουν, ακολουθούν το 1917 τα ρωσικά στρατεύματα που υποχωρούν στην απέναντι παραλία του Πόντου, ενώ μερικοί έρχονται στην Ελλάδα από τότε. Πολλοί από τους σημερινούς Ρωσο-πόντιους, δεν είναι παρά οι φυγάδες του 1917 απ’ τον τούρκικο Πόντο στον ρώσικο Πόντο. Αλλά όχι μόνο. Το πήδημα στην άλλη μεριά του Εύξεινου Πόντου δεν ήταν ποτέ στην ιστορία αυτής της κατάφορτης από ιστορία περιοχής πάρα πολύ δύσκολο. Τα σούρτα φερτά των λαών απ’ τη μια παραλία στην άλλη δε σταμάτησαν ποτέ σε τούτη την κλειστή θάλασσα.

Το 1919 νέα δεινά αρχίζουν για όλους τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Στη διάσκεψη των Παρισίων αυτή τη χρονιά, ένα μεγάλο μέρος του βιλαετιού του Αϊδινίου (της Σμύρνης), επιδικάζεται στην Ελλάδα ως προτεκτοράτο, για λόγους συμμαχικής στρατηγικής, και ειδικότερα για να έχουν οι νικητές του Α' Παγκοσμίου Πομέμου, κυρίως οι Άγγλοι, ένα φιλικό (ελληνικό) προγεφύρωμα κοντά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Τα μυαλά των Ελλήνων παίρνουν αέρα απ’ αυτή την, για δικούς τους και μόνο λόγους τελεσθείσα παραχώρηση των συμμάχων προς τους Έλληνες, και την 2α Μαίου 1919 αποβιβάζεται στη Σμύρνη μια ελληνική μεραρχία. Η περίφημη μικρασιατική εκστρατεία έχει αρχίσει. Διαρκεί τρία χρόνια και τέσσερις μήνες. Και λήγει άδοξα την 5η Σεπτεμβρίου 1922 με την τρομερή ήττα του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης.

Το κωμικό σ’ αυτήν την τραγωδία είναι πως την πρωτοφανή σφαγή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν την προκαλούν οι αντιδραστικοί φίλοι του παραπαίοντος σουλτάνου, αλλά οι προοδευτικοί Νεότουρκοι του Μουσταφά Κεμάλ, του επιλεγόμενου Ατατούρκ. Ωστόσο, ο Θεσσαλονικιός Κεμάλ δεν έχει τίποτα με τους Έλληνες. Τους πονηρούς συμμάχους των Ελλήνων διώκει διώκοντας τους Έλληνες. Που τους πήρε η μπόρα εντελώς κατά λάθος, και κάτω από την ιστορική συγκυρία του θανάτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δέχεται τη χαριστική βολή απ’ τον Ατατούρκ τότε ακριβώς.

Μέχρι να βάλουν το χεράκι τους οι καταραμένοι σύμμαχοι και να παρασύρουν τους Έλληνες σ’ αυτή τη συμφορά, τα προβλήματα μεταξύ μουσουλμάνων Τούρκων και χριστιανών Ελλήνων ήταν από ελάχιστα έως ανύπαρχτα. Οι Σμυρνιοί και οι Κωνσταντινουπολίτες έχουν να λεν ακόμα για τις άριστες σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων μέχρι το 1919. Κι αν πιστεύετε πως οι Τούρκοι είναι οι «προαιώνιοι εχθροί» των Ελλήνων διότι άλωσαν την Πόλη, υποδούλωσαν την Ελλάδα για 400 χρόνια και κατέστρεψαν τους Μικρασιάτες το 1922 είναι γιατί σας γέμισαν το κεφάλι αέρα οι δημαγωγοί και οι εθνοκάπηλοι. Όλα αυτά τα γεγονότα δε συνέβησαν από εχθρότητα προς τους Έλληνες ειδικά. Είναι ιστορικά γεγονότα ευρύτερης σημασίας.

Εντούτοις, οι τραμπούκοι της άλλης μεριάς ρήμαξαν τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης το 1955. Τους έκαναν τη ζωή μαρτύριο για να τους υποχρεώσουν να φύγουν από κει και να έρθουν στην Ελλάδα. Ποτέ δεν ξέχασαν οι Τούρκοι τη μικρασιατική εκστρατεία και το ρόλο των Ελλήνων ως δούρειου ίππου (εγώ θα έλεγα γαϊδάρου) των φρικτών συμμάχων. Κι έτσι σήμερα όλοι οι Έλληνες, ιθαγενείς και πρώην διεσπαρμένοι, ζούμε σε μια οικτρή χώρα, που μόνο ο γνωστός Θεός των Ελλήνων θα μπορούσε να την κάνει Ελλάδα.

***

Aπό το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Οι λαοί των Βαλκανίων»