Το εκπαιδευτικό σύστημα της "σοσιαλιστικής" Σουηδίας

Το εκπαιδευτικό σύστημα της "σοσιαλιστικής" Σουηδίας

Στη Σουηδία κατά τη δεκαετία του '70 τα κρατικά σχολεία είχαν γίνει εργαλεία κοινωνικής πολιτικής για την προώθηση της ισότητας και όχι της εκπαίδευσης. Η πολιτική του “ένα-μοντέλο-ταιριάζει-σε-όλους” δημιούργησε ένα μονολιθικό σύστημα, στο οποίο οι μαθητές αντιμετωπίζονταν σαν να είχαν όλοι τις ίδιες ανάγκες και σαν να έπρεπε να διδάσκονται με τον ίδιο τρόπο.

Όλα τα σχολεία ήταν δημόσια, με εξαίρεση λίγα ιδιωτικά στα οποία πήγαιναν μόνο τα παιδιά που οι γονείς τους μπορούσαν να πληρώνουν υψηλά δίδακτρα. Το ακριβό φορολογικά σουηδικό κράτος πρόνοιας αντί να εξασφαλίζει μια καλή εκπαίδευση για όλους έκανε ακριβώς το αντίθετο. Οι επιδόσεις των μαθητών που προέρχονταν από οικογένειες χωρίς ακαδημαϊκή παράδοση – π.χ. παιδιά της εργατικής ή της μικρομεσαίας τάξης – συνεχώς επιδεινώνονταν.  Η σουηδική εκπαίδευση υποβαθμιζόταν συνεχώς σε όλες τις διεθνείς αξιολογήσεις.

Είμαι σίγουρος ότι όλα αυτά σας φαίνονται γνώριμα. Και αυτό είναι απολύτως φυσικό, μια και το εκπαιδευτικό σύστημα της σοσιαλιστικής Σουηδίας της δεκαετίας του '70 ήταν ίδιο με το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας από τη δεκαετία του ’70 έως σήμερα. Η διαφορά είναι ότι οι Σουηδοί έχουν προ πολλού αλλάξει και το εκπαιδευτικό τους σύστημα είναι σήμερα ένα απ’ τα κορυφαία παγκοσμίως, ενώ εμείς παραμένουμε κολλημένοι σε ξεπερασμένες ιδεοληψίες.

Ας δούμε, όμως, τι έκαναν οι φίλοι μας οι Σουηδοί, που οι Έλληνες προοδευτικοί τόσο θαυμάζουν. Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ξεκίνησε ένας ευρύς πολιτικός διάλογος σχετικά με την ανάγκη εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Εκείνη την εποχή το σουηδικό κράτος προσπαθούσε να μειώσει το κόστος του εκπαιδευτικού συστήματος κλείνοντας μικρά σχολεία σε απομακρυσμένες περιοχές. Ακριβώς όπως κάνει και το ελληνικό κράτος σήμερα. Και, όπως και στην Ελλάδα, πολλοί γονείς πάλευαν να διατηρήσουν ανοιχτά αυτά τα μικρά σχολεία. Από τον αγώνα εκείνον προέκυψε μια νέα ιδέα: δώστε στους γονείς το ποσό που κοστίζει η εκπαίδευση των παιδιών τους στη γεωγραφική περιοχή τους, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο, και επιτρέψτε τους να οργανώσουν πιο οικονομικά αποτελεσματικές σχολικές μονάδες. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του κουπονιού εκπαίδευσης (voucher).

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ένα σημαντικό μέρος της ατζέντας της νέας κεντροδεξιάς κυβέρνησης ήταν η εισαγωγή ενός συστήματος τέτοιων κουπονιών εκπαίδευσης. Ο βασικός στόχος της μεταρρύθμισης ήταν η βελτίωση των μεθόδων διδασκαλίας και των μαθησιακών αποτελεσμάτων μέσω της αύξησης του πλουραλισμού και του ανταγωνισμού. Παράλληλα, η κυβέρνηση, έχοντας δει τα αρνητικά αποτελέσματα των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του ’70, ήθελε να προωθήσει την καινοτομία και την ανάπτυξη νέων εκπαιδευτικών μεθόδων, χωρίς να πειραματιστεί με μια ολόκληρη γενιά παιδιών. Αντί, λοιπόν, να κάνει μια κεντρικά σχεδιασμένη μεταρρύθμιση από τα πάνω, όπως αυτές που επιχειρούν κάθε λίγα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις, έδωσε το δικαίωμα στους μαθητές και στους γονείς να επιλέγουν το σχολείο που αυτοί θεωρούν καλύτερο, ανεξάρτητα απ’ τις οικονομικές τους δυνατότητες. Οι Σοσιαλδημοκράτες αρχικά αντιτάχθηκαν στη μεταρρύθμιση, αλλά όταν επανήλθαν στην εξουσία το 1994 όχι μόνο τη διατήρησαν αλλά αύξησαν την αξία των κουπονιών από το 85% στο 100% του μέσου κόστους ανά μαθητή για κάθε γεωγραφική περιοχή.

Το σουηδικό σύστημα κουπονιών εκπαίδευσης (school vouchers)

Ας δούμε, όμως, το σύστημα αυτό σε μεγαλύτερο βάθος. Το σύστημα αποτελείται από πέντε βασικά μέρη:

  • Υπάρχει ένα βασικό πρόγραμμα το οποίο οφείλουν να ακολουθούν όσα σχολεία λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση και η Εθνική Σχολική Επιθεώρηση παρακολουθεί την τήρησή του και αξιολογεί την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν τα σχολεία.
  • Τα πιστοποιημένα ανεξάρτητα σχολεία χρηματοδοτούνται από το κράτος ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών – ένα κουπόνι αντιστοιχεί σε έναν μαθητή που επιλέγει το συγκεκριμένο σχολείο. Η πιστοποίηση πραγματοποιείται από την Εθνική Σχολική Επιθεώρηση. Οι τοπικές αρχές μπορούν να διαφωνήσουν – και συχνά το κάνουν – αλλά δεν μπορούν να θέσουν βέτο στην απόφαση.
  • Το χρηματικό ποσό του κουπονιού πληρώνεται από κάθε τοπική αρχή και ποικίλει μεταξύ των δήμων ανάλογα με τις διαφορές στο κόστος. Η νομοθεσία προβλέπει ότι οι τοπικές αρχές είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν στο ανεξάρτητο σχολείο το ποσό που αναλογεί στο μέσο κόστος ανά μαθητή στο αντίστοιχο τοπικό κρατικό σχολείο στο οποίο θα φοιτούσε κανονικά ο μαθητής. Αυτό σημαίνει ότι τα ανεξάρτητα σχολεία δεν αυξάνουν την κρατική δαπάνη, απλώς την αναδιανέμουν σύμφωνα με τις επιλογές των γονέων και των μαθητών.
  • Τα ανεξάρτητα σχολεία απαγορεύεται να επιβάλλουν πρόσθετα δίδακτρα. Συνεπώς, δεν έχουν δικαίωμα να επιλέγουν μαθητές, αλλά τους δέχονται με βάση τη σειρά προσέλευσης.
  • Εντός του πλαισίου του προγράμματος σπουδών, τα ανεξάρτητα σχολεία είναι ελεύθερα να οργανώσουν τα δικά τους προγράμματα, ωράρια και παιδαγωγικές μεθόδους. Η μεταρρύθμιση συνοδεύτηκε από απορρύθμιση, μεταβαίνοντας από ένα σύστημα όπου το κράτος ρύθμιζε τα πάντα ως το επίπεδο της σχολικής αίθουσας, σε ένα σύστημα όπου το κράτος παρακολουθεί τα αποτελέσματα παρέχοντας μεγαλύτερη ελευθερία όσον αφορά τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται.

Τα ανεξάρτητα σχολεία έχουν σιγά-σιγά αναπτυχθεί σε σημαντικό κομμάτι του σουηδικού εκπαιδευτικού συστήματος. Πριν τη μεταρρύθμιση του 1991, λιγότερο από το 1% των παιδιών ηλικίας 7 έως 16 ετών πήγαιναν σε ιδιωτικά σχολεία. Σήμερα αυτός ο αριθμός έχει αυξηθεί σε 11%. Στο Λύκειο η τάση είναι ακόμα εντονότερη: από περίπου 1% των μαθητών το 1991 σε 23% το 2011. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας (κυρίως στην περιοχή της Στοκχόλμης) οι μισοί σχεδόν μαθητές πηγαίνουν σε ανεξάρτητα σχολεία. Συνολικά, ένα στα πέντε σουηδικά σχολεία είναι ανεξάρτητο και σχεδόν τα μισά από αυτά ακολουθούν διαφορετικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις απ’ τα κρατικά. Πάνω από το 60% των ανεξάρτητων σχολείων λειτουργούν ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.

Μια ενδιαφέρουσα πλευρά της μεταρρύθμισης και της νέας εκπαιδευτικής αγοράς είναι ότι οι μαθητές των ανεξάρτητων σχολείων έχουν καλύτερες επιδόσεις απ’ ότι των κρατικών.

Και θυμηθείτε: τα ανεξάρτητα σχολεία δεν επιτρέπεται, σε κανένα επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος, να επιλέγουν τους μαθητές τους. Σύμφωνα με πληθώρα ερευνών, οι γονείς, οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν πιο ικανοποιημένοι στα ανεξάρτητα σχολεία, ενώ παράλληλα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αποδέχονται πλέον τη μεταρρύθμιση, καθώς παρέχει περισσότερες ευκαιρίες για εργασία στα μέλη τους.

Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι και τα κρατικά σχολεία ωφελούνται απ’ τον ανταγωνισμό. Διάφορες έρευνες δείχνουν ότι τα κρατικά σχολεία σε περιοχές στις οποίες λειτουργούν ανεξάρτητα σχολεία είναι πιο αποτελεσματικά και παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις απ’ τον εθνικό μέσο όρο. Αυτό συμβαίνει επειδή αναγκάζονται να βελτιωθούν ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν τα ανεξάρτητα. Διαφορετικά, θα έχαναν μαθητές και την αντίστοιχη χρηματοδότηση απ’ τον κρατικό προϋπολογισμό.

Φυσικά τα ανεξάρτητα σχολεία δεν είναι όλα υψηλής ποιότητας. Ακόμα κι αν η ελευθερία επιλογής σημαίνει ότι μαθητές και γονείς έχουν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν τα σχολεία που δεν αποδίδουν, το κράτος πρέπει να βελτιώνει συνεχώς τις διαδικασίες επιθεώρησης και τους μηχανισμούς ελέγχου (τόσο για τα ανεξάρτητα, όσο και για τα κρατικά σχολεία). Όπως σε κάθε νέα αγορά που διαδέχεται ένα μονοπώλιο, υπάρχει η ανάγκη να παρακολουθείται στενά η εξέλιξή της.

Που οφείλεται η επιτυχία του σουηδικού μοντέλου;

Ας δούμε, όμως, σε ποιους παράγοντες οφείλεται η επιτυχία του σουηδικού μοντέλου. Πρώτον, το μοντέλο ανεξάρτητων σχολείων και κουπονιών εκπαίδευσης προσφέρει επιλογές στις οικογένειες και κίνητρα για βελτίωση στα σχολεία. Έχει σώσει τη σουηδική κοινωνία από ένα απολύτως ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα (όπως το ελληνικό), με μια μονολιθική κρατική εκπαίδευση που προσφέρει ελάχιστες επιλογές από τη μία πλευρά και ένα εντελώς ξεχωριστό ιδιωτικό σύστημα για όσους μπορούν να πληρώσουν από την άλλη. Αλλά εξίσου σημαντικό με την ποικιλία και τις επιλογές που δημιουργεί το σύστημα αυτό είναι το γεγονός ότι το σουηδικό μοντέλο είναι προσανατολισμένο στην αγορά. Το αν ένα νέο σχολείο πετύχει ή αποτύχει εξαρτάται απ’ τις επιλογές των πελατών - δηλαδή των μαθητών και των οικογενειών τους - και όχι των πολιτικών ή των δημοσίων υπαλλήλων.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι το σουηδικό σύστημα εστιάζει στα αποτελέσματα και την απόδοση και όχι στο αν το νομικό πρόσωπο είναι κερδοσκοπικό ή μη. Η χρηματοδότηση των ανεξάρτητων σχολείων βασίζεται, όπως αναφέραμε παραπάνω, στο μέσο κόστος για έναν μαθητή στα τοπικά κρατικά σχολεία υπολογισμένο στη βάση των τρεχουσών μαθητικών εγγραφών. Όταν  ένα ανεξάρτητο σχολείο επιτυγχάνει υψηλότερο βαθμό κάλυψης των θέσεών του απ’ τον μέσο όρο των εγγραφών σε κρατικά σχολεία, τότε έχει κέρδος. Και μόνο ένας υψηλότερος βαθμός διαπιστωμένης ποιότητας μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες εγγραφές. Τα ανεξάρτητα σχολεία γίνονται βιώσιμα και κερδοφόρα μόνο αν προσφέρουν καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών απ’ ότι τα υπάρχοντα κρατικά.

Η πιο συνετή διαχείριση των πόρων, η αποτελεσματικότερη διοίκηση, η αριθμητική αναλογία δασκάλων-μαθητών και άλλοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το κόστος, αλλά δεν μπορούν να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα ένα κερδοφόρο σχολείο αν δεν προσφέρουν μια ελκυστική υπηρεσία υψηλής ποιότητας. Χωρίς τη δυνατότητα κέρδους για τους ιδιοκτήτες και τους επενδυτές που αναλαμβάνουν το ρίσκο, τα ανεξάρτητα σχολεία δεν θα υπερτερούσαν έναντι του παλαιού κρατικού μονοπωλίου και δεν θα έθεταν μακροπρόθεσμους στόχους για βελτιωμένη εκπαίδευση.

Η ίδρυση ενός σχολείου απαιτεί κεφάλαιο και ταλέντο. Χρειάζεται να αποκτηθούν κτήρια και να προσληφθεί προσωπικό πριν την εγγραφή του πρώτου μαθητή. Ακόμα και όταν τα κτήρια στα οποία λειτουργούν τα σχολεία δεν είναι ιδιόκτητα, πρέπει να διαμορφωθούν σύμφωνα με εξειδικευμένες αρχιτεκτονικές απαιτήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες πρέπει είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σημαντικά ποσά για να τα ανακαινίσουν και να υπογράψουν πολυετή συμβόλαια ενοικίασης χωρίς να γνωρίζουν αν θα έχουν επαρκή αριθμό μαθητών ακόμα και για τα πάγια έξοδά τους. Είναι ένα μεγάλο οικονομικό ρίσκο για το σχολείο και τους ιδιοκτήτες του.

Είμαι σίγουρος ότι πολλοί ήδη σκέφτεστε ότι δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, ιδίως όταν η χρηματοδότηση προέρχεται απ’ τα χρήματα των φορολογουμένων. Αλλά τα χρήματα των φορολογουμένων χρησιμοποιούνται ήδη ευρέως από τον δημόσιο τομέα για την προμήθεια προϊόντων και υπηρεσιών από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τα λεωφορεία και τα τρένα για τις δημόσιες μεταφορές και τα φάρμακα για την περίθαλψη, για να αναφερθούμε σε δύο παραδείγματα, παράγονται από ιδιωτικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και πληρώνονται απ’ τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντιστοίχως, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη χρησιμοποίηση των χρημάτων των φορολογουμένων για να πληρωθούν οι εταιρείες που χτίζουν σχολικά κτήρια ή εκτυπώνουν σχολικά βιβλία από τη μία και, από την άλλη, στη χρησιμοποίηση των χρημάτων των φορολογουμένων του ίδιου κρατικού προϋπολογισμού για να πληρώνονται εκείνοι που προσφέρουν δημόσια εκπαίδευση;

Ένα νέο εκπαιδευτικό μοντέλο

Εκτός από επιχειρηματίας, είμαι επίσης γονέας, πολίτης και φορολογούμενος. Ως γονέας, θέλω να μπορώ να αποφασίζω ποιο είδος εκπαίδευσης καλύπτει καλύτερα τις ανάγκες των παιδιών μου αφού εγώ τα γνωρίζω καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο. Για να το πετύχω, χρειάζομαι επιλογές. Ως πολίτης, θέλω όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τις οικονομικές δυνατότητες των γονιών τους, να έχουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση που ταιριάζει στις ανάγκες τους. Θέλω ο τρόπος λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος να οδηγεί στην καινοτομία και τη συνεχή βελτίωση. Και ως φορολογούμενος, θέλω τα χρήματα που πληρώνω να πιάνουν τόπο. Στην εκπαίδευση, η αξία των χρημάτων αποτυπώνεται στις γνώσεις και τις δεξιότητες που αποκτούν οι μαθητές προκειμένου να ζήσουν καλύτερα και να συμβάλλουν στη βελτίωση της κοινωνίας. Αν ορισμένα σχολεία μπορούν να έχουν κέρδη προσφέροντας καλύτερες υπηρεσίες απ’ ότι τα μη κερδοσκοπικά, θέλω τα χρήματα των φόρων μου να καταλήγουν σ’ αυτά ακριβώς τα σχολεία που ωφελούν τόσο τους μαθητές όσο και την κοινωνία.

Η Ελλάδα έχει δύο δυνατότητες. Να συνεχίσει να προσπαθεί μάταια να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα από τα πάνω, όπως κάνει συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες, ή να αλλάξει τη διάρθρωσή του, όπως έκαναν οι Σουηδοί, αφήνοντας τους γονείς και τα παιδιά να επιλέξουν σχολείο, επιτρέποντας στο σύστημα να αλλάξει από τα κάτω χάρη στην αύξηση του πλουραλισμού και του ανταγωνισμού. Ελπίζω ότι, έστω και με καθυστέρηση, εμείς οι Έλληνες, θα ακολουθήσουμε το παράδειγμά των Σουηδών που τόσο θαυμάζουμε.

 


Το άρθρο βασίζεται στο δοκίμιο “The profit motive in Swedish education” του Peje Emilsson, ιδρυτή του εκπαιδευτικού οργανισμού Kunskapsskolan Education, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο The Profit Motive in Education: Continuing the Revolution (ΙΕΑ, 2012), το οποίο θα εκδώσει το ΚεΦιΜ-Μάκρος Δραγούμης σε μετάφραση Δημήτρη Σταύρου.

 

Facebook: Nicos Rompapas