Δεν παλεύεται σύντροφοι

Δεν παλεύεται σύντροφοι

Δεν παλεύεται σύντροφοι.
Διπλές σειρές ψεύτικες πέρλες, ξέκωλα και ψηλοτάκουνα, κουστουμάκια με ή άνευ λαιμοδέτη, σύγχρονα κινητά (τα νέα σύμβολα κοινωνικής καταξίωσης), συμπεριφορά τηλεοπτικού μεσημεριανάδικου σε μαγαζιά με μπορντώ και άσπρα τραπεζομάντηλα και ασορτί χαρτοπετσέτες. Διάκοσμος, ό,τι βρέθηκε στην αποθήκη της θειάς της Μαριγώς σε χρυσαφί κορνίζες με τοπία και οδαλίσκες, βαριές κουρτίνες με χοντρά κορδόνια, τσιγαρίλα, λαδίλα και κολόνια.

Αχταρμάς.

Δεν παλεύεται σύντροφοι.
Κακέκτυπα ενός παρελθόντος που δεν υπάρχει πια, σε ένα παρόν που πονάει και που η πλειοψηφία αρνείται σθεναρά να παραδεχτεί. Προσπάθεια να διατηρηθεί αυτό που ήταν, σαν μια αντίσταση σε αυτό που είναι ή το χειρότερο που καταφθάνει σαν την υπερταχεία που μπαίνει στον σταθμό χωρίς φρένα και μηχανοδηγό. Άσχετο αν αυτό που ήταν βαρύνεται με την ευθύνη του τρομαχτικού μας παρόντος και μέλλοντος, είναι μια από τις σταθερές που κρατά όλους αυτούς δεμένους με τη ζωή. Αν το χάσουν θα πλανώνται μετέωροι ανάμεσα στις γενιές και στις εποχές, ζωντανοί - νεκροί. Όχι ότι τώρα, σε αυτό το κακέκτυπο σκυλάδικου της όποιας πρωτευούσης, οι θαμώνες διαφέρουν από ζωντανούς - νεκρούς. Απλά, τραγουδάνε. Και μιλούν δυνατά.

Σύντροφοι, δεν παλεύεται.
Όλες οι κουβέντες συμπυκνώνονται σε μια κατάρα, σε «αυτούς που μας έφεραν ως εδώ» και είναι πολλοί. Όλοι το ίδιο λένε και όλοι εννοούν κάτι διαφορετικό. Υπάρχουν τόσες αλήθειες ή τόσες εκδοχές της μιας αλήθειας, όσα τα στόματα που φωνάζουν με θυμό. Πάντα με θυμό. Μπλέκονται χρηματιστήρια, βουλευτές, δικά μας παιδιά, λαμογιές, επιδοτήσεις, Κολοκοτρώνηδες, Βελουχιώτηδες, Λεωνίδες και λίγο από Παλαιολόγους. Λιακόπουλος με Παπαρηγόπουλο. Άδωνης με Νικόλαο Πλαστήρα, Όμηρος με Έριχ φον Ντένικεν και Ηρόδοτος με Μιχαλολιάκο. Αχταρμάς. Μια τεράστια εθνική παπάρα σε έναν πελώριο πολιτικο-κοινωνικό χυλό απέραντης ηθικής κατάπτωσης.

Δεν παλεύεται σύντροφοι.
Όλα με υπόκρουση Μάλαμα, και Θανάση Παπακωνσταντίνου (τι αμαρτίες πληρώνεις Νάσιο) σε ρυθμό τσιφτετέλονησιώτικου και Ζερβουδάκη και Νταλάρα, Μητροπάνο, Διονυσίου, Στέλιο και Γρηγόρη. Κι όσο περνά η ώρα και το ουίκσι ρέει στα γυάλινα ποτήρια κι όσο τα παγάκια ηχούν στις τσίγκινες παγοθήκες, οι ήχοι παλιώνουν, το μπουζούκι ακούγεται αλλιώς, η σκαπάνη των χορδών αποκαλύπτει το παρελθόν των ρεμπέτικων κι ύστερα περνά από τους πέντε μάγκες του Περαία πριν πεταχτεί ως την κοντούλα λεμονιά. Κοινό στοιχείο, ο χορός στο χώρο και τον χρόνο. Χέρια και ώμοι πλεγμένα σε μια γραμμή που ξεκινά από την πίστα, περνά στην πλατεία του χωριού, στον πλάτανο της εκκλησίας και φτάνει ως την ορχήστρα του θεάτρου. Από τις πηγές του χρόνου ως τις μέρες μας, αδιάλειπτη, ακατάλυτη, ενώνει, αφομοιώνει, καταπίνει τους πάντες σε ένα αγκάλιασμα από την Κρήτη ως την Κριμαία, από τον Δούναβη ως τον Ευρώτα, βούλγαρους κι αρβανίτες, αρμάνους και ρωμιούς, όπως έλεγε κι εκείνος ο ανεμόπληκτος και ονειροπαρμένος όμορφος τρελός του 18 αιώνα, ο Ρήγας. Μια γραμμή, ένας χορός, ένας χρόνος, ένας χώρος. Μια γραμμή σαν σύρμα όπου ο καθένας κρεμά την προσωπική του ιστορία, ρούχο ή κουρέλι. Άμφιο ή κάπα. Βασιλική πορφύρα ή εμπριμέ τσίτι. Όλα εκεί και όλα στη φόρα.

Δεν παλεύεται σύντροφοι.
Η μια γραμμή, η βάση είναι εκεί. Οι καμπυλώσεις, τα τοπικά ακρότατα, οι εξάρσεις, οι παρεκτροπές είναι προσπάθειες να αλλάξει πορεία ο χορός. Αν δεν τον κατανοείς, αν δεν τον δέχεσαι, αν δεν τον αγαπάς, ο χορός σε απορρίπτει, σε ξεπερνά, σε περιγελά.

Δεν παλεύεται σύντροφοι.
Όχι με τον τρόπο που το κάνουμε. Δεν είναι λάθος το πρόβλημα. Η λύση μας είναι άκαιρη, παράταιρη, ξένη, προκρούστεια.