Ο Μεταξάς και μια υποτιθέμενη διαγραφή χρέους

Ο Μεταξάς και μια υποτιθέμενη διαγραφή χρέους

Μια και πλησιάζει η επέτειος του "ΟΧΙ" και, ως είθισται τα τελευταία χρόνια, θα ακουστούν οι γνωστοί έπαινοι για τον Ιωάννη Μεταξά και την πατριωτική πολιτική του, αξίζει να θυμηθούμε μια παλιά ιστορία, που θέλει το συγκεκριμένο πρόσωπο να προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και να επιτυγχάνει τη διαγραφή τού τότε ελληνικού χρέους. Η ιστορία αυτή διεδόθη ιδιαίτερα προ διετίας, όταν στις συγκεντρώσεις στις πλατείες δεν έλειψαν τα πανό με επαινετικά σχόλια για τον πατριώτη Μεταξά.

Προσοχή! Δεν λέω, ότι όλοι οι αγανακτισμένοι διακατέχονταν από φιλομεταξικά αισθήματα ούτε ασχολούμαι με τον ακριβή αριθμό των σχετικών πανό. Απλά αναφέρω, ότι αυτά τα πανό υπήρχαν και ελάχιστοι έδειξαν να ενοχλούνται. Κλείνει η παρένθεση.

Το παραμύθι έχει ως εξής : το 1936, η Ελλάδα του Ιωάννη Μεταξά, αρνήθηκε να συνεχίσει την εξυπηρέτηση του δανείου που είχε συνάψει με τη βελγική τράπεζα Societe Commerciale de Belgique. Η κυβέρνηση του Βελγίου προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο του Διεθνούς δικαίου, που είχε ιδρύσει η Κοινωνία των Εθνών, κατηγορώντας την Ελλάδα ότι αθετεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Η Ελλάδα απάντησε ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, διότι δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την κατάσταση του Λαού και της χώρας! Το Διεθνές Δικαστήριο αποδέχτηκε το σκεπτικό αυτό και δικαίωσε την Ελλάδα, δημιουργώντας νομικό προηγούμενο που χρησιμοποίησαν πολλές χώρες τα κατοπινά χρόνια.

Είναι άγνωστο, πότε ακριβώς επινοήθηκε αυτή η ιστορία. Διαδίδεται, όμως, εδώ και μια διετία, περίπου, υπάρχει σε ιστότοπους πάσης φύσεως, προβάλλεται ως η λύση, που αρνούνται να ακολουθήσουν οι τωρινοί κυβερνώντες, και συνοδεύεται με συγκρίσεις του Μεταξά με τους σημερινούς, οι οποίες φτάνουν μέχρι του σημείου να θεωρείται υπέρτερη η πολιτική του από αυτή των σημερινών «προδοτών» πολιτικών.

Η πλειονότητα των προσώπων, που αναπαράγουν τη συγκεκριμένη είδηση, λειτουργούν όπως η πλειοψηφία των χρηστών του Διαδικτύου στην Ελλάδα, (οράτε εδώ, εδώ και εδώ), ήτοι την αναγιγνώσκουν από κάποιο ιστότοπο και την αναπαράγουν αβίαστα, χωρίς προηγουμένως να έχουν ερευνήσει την αξιοπιστία της. Κάποιες από τις ιστοσελίδες, που αναπαράγουν την εν λόγω είδηση, περιέχουν μια σελίδα του υπομνήματος, το οποίο (λέγεται ότι) υπέβαλε η νομική υπηρεσία της ελληνικής κυβέρνησης και καταλήγουν, ότι αυτός ο ισχυρισμός, όπως και οι υπόλοιποι, έγιναν δεκτοί από το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Αλλού έχει απαλειφθεί ο όρος «Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης», καθόσον το συγκεκριμένο όργανο ιδρύθηκε αρκετά χρόνια μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (απλά ετύγχανε, όπως θα δούμε παρακάτω, και το τότε διεθνές Δικαστήριο να εδρεύει στη Χάγη), σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ως περισσότερο αληθοφανής η είδηση αυτή. Σε κανένα από τους παραπάνω ιστότοπους δεν περιέχεται το σώμα της εκδοθείσης αποφάσεως.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, οι αποφάσεις του Διαρκούς Δικαστηρίου του Διεθνούς Δικαίου (Permanent Court of International Justice), το οποίο λειτουργούσε προπολεμικά στα πλαίσια της λειτουργίας της Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου του Ο.Η.Ε., περιλαμβάνονται στο Διαδίκτυο και οποιοσδήποτε χρήστης του με στοιχειώδεις γνώσεις της αγγλικής γλώσσας μπορεί να τις ανεύρει. Μάλιστα, η πληκτρολόγηση των αναγκαίων όρων στην αγγλική γλώσσα είναι απαραίτητη, προκειμένου η σχετική μηχανή αναζήτησης να ανεύρει την επίμαχη απόφαση, καθ' ότι η αναζήτηση αποκλειστικά στα ελληνικά οδηγεί, μεταξύ άλλων στις παραπάνω, υπόπτου βασιμότητος, ιστοσελίδες.

Η πραγματική ιστορία έχει ως εξής : τον Αύγουστο του 1925, η τότε ελληνική κυβέρνηση ήλθε σε συμφωνία με τη βελγική τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique», προκειμένου η τελευταία να χρηματοδοτήσει την κατασκευή τμήματος του σιδηροδρομικού δικτύου της Ελλάδος. Για την εξόφληση της σχετικής υποχρεώσεώς της προς την εταιρεία αυτή, η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε δανειακή σύμβαση με την τράπεζα αυτή. Μεταξύ των όρων της σύμβασης αυτής περιλαμβανόταν και αυτός, σύμφωνα με τον οποίο οι τυχόν, διαφορές, τεχνικές ή οικονομικές, μεταξύ της χώρας μας και της παραπάνω τραπέζης θα επιλύονταν μέσω διαιτησίας από τριμελή επιτροπή διαιτησίας. Κάθε μέρος θα επέλεγε από ένα μέλος της επιτροπής αυτής και το τρίτο θα το επέλεγαν με κοινή συμφωνία τους τα μέρη και σε περίπτωση διαφωνίας τους για το μέλος αυτό, η επιλογή θα γινόταν από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου Διαιτησίας, που είχε τότε την έδρα του στη Χάγη. Οι όποιες αποφάσεις της επιτροπής αυτής θα ήταν τελεσίδικες και δεν θα ήταν δυνατή η άσκηση ενδίκων μέσων κατ' αυτών.

Μέχρι τον Μάιο του 1932, οι ελληνικές κυβερνήσεις εξεπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους έναντι της παραπάνω τράπεζας. Τότε, όμως, η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κήρυξε στάση πληρωμών. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να εξοφλήσει τη δόση του παραπάνω δανείου της την 1η Ιουλίου 1932, η χώρα μας δήλωσε αδυναμία προς τούτο, με αποτέλεσμα η εργολήπτρια εταιρεία να μην μπορέσει να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της προς τους υπεργολάβους του ανωτέρω έργου και οι εργασίες κατασκευής του τμήματος του σιδηροδρομικού δικτύου να σταματήσουν. Προς τούτο συνηγορούσε και το πόρισμα της Οικονομικής Επιτροπής, που είχε αποστείλει στην Ελλάδα η Κοινωνία των Εθνών, για να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση της χώρας.

Προκειμένου να μην απωλέσει τα χρήματά της, η ανωτέρω βελγική τράπεζα προσέφυγε στην παραπάνω επιτροπή διαιτησίας και η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε προς τούτο. Η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αυτής άρχισε στις 29 Νοεμβρίου του 1935 και η πρώτη απόφαση της επιτροπής αυτής εξεδόθη στις 3 Ιανουαρίου του 1936. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ακυρωνόταν η συμφωνία της 27ης Αυγούστου 1925 από τον Ιούλιο του 1932 και οριζόταν ένα σώμα ειδικών, το οποίο θα επεξεργαζόταν κάποια λύση για το ποσό και τον τρόπο πληρωμής τής οφειλής τής Ελλάδος προς την παραπάνω τράπεζα. Στις 25.07.1936, η παραπάνω επιτροπή εξέδωσε δεύτερη απόφαση, με την οποία η συνολική οφειλή τής χώρας μας ορίστηκε στα 6.771.868 χρυσά δολλάρια με επιτόκιο 5% από τις 01.08.1936. Με την ίδια δεύτερη διαιτητική απόφαση καθορίστηκαν και μια σειρά από άλλους όρους.

Παρά τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις, η κυβέρνηση Μεταξά, που λίγο καιρό μετά την έκδοση της δεύτερης παραπάνω διαιτητικής αποφάσεως είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αρνήθηκε να πληρώσει το παραπάνω χρηματικό ποσό και, έτσι τον Δεκέμβριο του 1936 δύο εκπρόσωποι της βελγικής τράπεζας ταξίδεψαν στην Αθήνα και στις 21.12.1936 συνέταξαν υπόμνημα, με το οποίο ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να καταβάλει άμεσα 4.000.000 δολλάρια και το υπόλοιπο σε δόσεις. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε στις 31.12.1936, ότι διαφωνούσε με το χαρακτήρα του χρέους, ήτοι θεωρούσε, ότι αυτό αποτελεί τμήμα του ελληνικού δημοσίου χρέους και συνεπώς, έπρεπε να πληρωθεί υπό τους ίδιους όρους που πληρωνόταν και το υπόλοιπο δημόσιο χρέος. Προσφέρθηκε, μάλιστα, να καταβάλει άμεσα το ποσό των 300.000 δολλαρίων προς την παραπάνω βελγική τράπεζα. Φυσικά, η βελγική τράπεζα αρνήθηκε να αποδεχθεί την παραπάνω πρόταση και στις 05.01.1937 απάντησε ότι η εμμονή της ελληνικής κυβέρνησης στους όρους της ισοδυναμούσε με άρνησή της να αποπληρώσει το παραπάνω χρέος της, το οποίο, σύμφωνα με τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις, ήταν εμπορικό και όχι δημόσιο, και προέβη σε νέα πρόταση προς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία απορρίφθηκε εκ νέου και έτσι στις 21.05.1937, η βελγική τράπεζα απευθύνθηκε στη βελγική κυβέρνηση για προστασία.

Στις 14.06.1937, η βελγική κυβέρνηση ζήτησε από την κυβέρνηση Μεταξά την επανεξέταση του όλου θέματος, προκειμένου να αποφευχθεί η δικαστική διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών. Η κυβέρνηση Μεταξά επανέλαβε, με τρεις μήνες καθυστέρηση, στις 06.09.1937, ό,τι είχε περιλάβει στην από 31.12.1936 απάντησή της, αναγκάζοντας τη βελγική πλευρά να υποστηρίξει, στις 22.12.1937, ότι θα προσέφευγε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου. Η Ελλάδα αντέτεινε, ότι το Δικαστήριο αυτό δεν είχε την αρμοδιότητα να δικάσει μια τέτοια προσφυγή.

Τελικά στις 04.05.1938 το Βέλγιο προσέφυγε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα με την άρνησή της να συμμορφωθεί με τις δύο ανωτέρω διαιτητικές αποφάσεις και να πληρώσει το χρέος της είχε παραβεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της. Η ελληνική πλευρά αντέτεινε, ότι δεν είχε αρνηθεί να πληρώσει το χρέος της προς την ανωτέρω βελγική τράπεζα και είχε προσφερθεί να πληρώσει ό,τι εδύνατο, εξαιτίας της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεώς της. Τολμώ, μάλιστα, να κάνω εδώ μια δεύτερη παρένθεση και να αναρωτηθώ, σε τι ακριβώς συνίστατο το οικονομικό θαύμα, που συντελέστηκε επί εποχής Μεταξά στην Ελλάδα και το οποίο μνημονεύει συνέχεια η ακροδεξιά, όταν υπάρχει αυτή η ομολογία της ελληνικής αντιπροσωπείας στο ανωτέρω δικαστήριο. Κλείνει και αυτή η παρένθεση.

Η βελγική πλευρά ανταπάντησε, ότι η ελληνική πλευρά επιχειρούσε να αλλάξει τον χαρακτήρα της αντιδικίας μεταξύ των δύο μερών και ζήτησε από την ελληνική πλευρά να αναγνωρίσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των παραπάνω διαιτητικών αποφάσεων και κατά συνέπεια, να αποδεχθεί ότι οι προϋποθέσεις αποπληρωμής του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν σχετίζονταν, σε καμμία περίπτωση, με την υποχρέωση της Ελλάδος να αποπληρώσει το χρέος της προς την «Societe Commerciale de Belgique», βάσει των από 03.01.1936 και 25.07.1936 διαιτητικών αποφάσεων και η Ελλάδα κακώς πρότεινε το διακανονισμό της 31ης Δεκεμβρίου του 1936. Η Ελλάδα με τη σειρά της ισχυρίστηκε, ότι δεν είχε καθοριστεί ο χαρακτήρας της οφειλής της απέναντι στην ανωτέρω βελγική τράπεζα.

Κατά την ακροαματική διαδικασία, η βελγική πλευρά εστίασε στην ουσιαστική άρνηση της Ελλάδος να εξοφλήσει την οφειλή της προς την «Societe Commerciale de Belgique» και στο γεγονός ότι η άρνησή της αυτή συνιστούσε παράβαση των παραπάνω διαιτητικών αποφάσεων και κατ' επέκταση, των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Στην πορεία, ωστόσο, η βελγική πλευρά εστίασε αποκλειστικά στον ισχυρισμό, ότι η ελληνική πλευρά είχε δεχθεί το δεσμευτικό χαρακτήρα των διαιτητικών αποφάσεων, εγκαταλείποντας τους λοιπούς ισχυρισμούς της, όπως π.χ., ότι η Ελλάδα είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο των διαιτητικών αποφάσεων και έτσι είχε παραβιάσει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, πράγμα που αναμφίβολα διευκόλυνε κατά πολύ την ελληνική πλευρά, αφού αυτή με τη σειρά της απεδέχθη το δεδικασμένο των διαιτητικών αυτών αποφάσεων, ακόμα και αν οικονομικοί λόγοι την εμπόδιζαν να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό τους. Έτσι, η βελγική πλευρά ζήτησε από το Δικαστήριο να καταχωριστεί στο τηρούμενο για την υπόθεση αυτή αρχείο η δήλωση της ελληνικής πλευράς, ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει τον οριστικό και υποχρεωτικό χαρακτήρα των διαιτητικών αποφάσεων υπέρ της «Societe Commerciale de Belgique» και ότι αυτές οι αποφάσεις έχουν ισχύ δεδικασμένου.

Περαιτέρω, οι τελικοί ισχυρισμοί της βελγικής πλευράς είχαν ως εξής :

.- Η ελληνική κυβέρνηση ήταν νόμω υπόχρεη να συμμορφωθεί με τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις.

.- Οι όροι, υπό τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση είχε αναλάβει να εξοφλήσει το δημόσιο χρέος της μετά την πτώχευση του 1932, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν για την περίπτωση της οφειλής της προς την «Societe Commerciale de Belgique» και

.- Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κανένα δικαίωμα να ορίσει στη βελγική κυβέρνηση τους όρους αποπληρωμής της οφειλής της προς την παραπάνω τράπεζα σύμφωνα με τους όρους εξόφλησης του δημοσίου χρέους της και σε κάθε περίπτωση, κατά τρόπο ξένο προς τα οριζόμενα από τις ανωτέρω διαιτητικές αποφάσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι εφόσον η Ελλάδα ανεγνώριζε την ισχύ των ανωτέρω διαιτητικών αποφάσεων, οι τελικοί αυτοί ισχυρισμοί ήταν άνευ αντικειμένου.

Οι τελικοί ισχυρισμοί της Ελλάδος ήταν οι κάτωθι :

.- Ήταν αδύνατο η ελληνική κυβέρνηση, λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας, να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο των διαιτητικών αποφάσεων.

.- Ήταν απαραίτητο οι δύο πλευρές να έλθουν σε συνεννόηση, προκειμένου να εξευρεθεί ένας τρόπος εξόφλησης του χρέους προς τη βελγική τράπεζα, ο οποίος να λαμβάνει υπόψη του την οικονομική κατάσταση της χώρας.

.- Μια τέτοια λύση για να είναι δίκαιη, θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη συνεννόηση της ελληνικής κυβέρνησης με τους κατόχους ομολόγων του ελληνικού χρέους.

Άπαντες οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ελληνικής πλευράς απερρίφθησαν και έτσι, με ψήφους 13 υπέρ και 2 κατά, το ανωτέρω Δικαστήριο έκρινε, ότι οι διαιτητικές αποφάσεις, που αφορούσαν τη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» ήταν οριστικές και δεσμευτικές. Η απόφαση αυτή εξεδόθη στις 15.06.1939.

Συμπεράσματα;

.- Η παραπάνω απόφαση όχι μόνο δεν δικαίωσε την Ελλάδα αλλά ανεγνώρισε, ότι οι από 03.01.1936 και 25.07.1936 διαιτητικές αποφάσεις ήταν δεσμευτικές γι' αυτή. Και ναι μεν το παραπάνω Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι είναι δυνατή μια νέα συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, την οποία η Ελλάδα θα δύναται να τηρήσει, λαμβανομένων υπόψη της κακής οικονομικής καταστάσεώς της, πλην, όμως, μέχρι να ληφθεί μια τέτοια συμφωνία (που, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε ελήφθη), οι παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις δέσμευαν την Ελλάδα. Κατά τα κοινώς λεγόμενα, η Ελλάδα ηττήθηκε κατά κράτος και το χρέος της προς τη βελγική τράπεζα παρέμεινε.

.- Ουσιαστικά η διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» αφορούσε τον χαρακτηρισμό του χρέους είτε ως μέρους του δημοσίου χρέους της χώρας και εντεύθεν, υπαγόμενο στις ειδικότερες ρυθμίσεις περί του τρόπου αποπληρωμής του είτε ως ρυθμιζόμενου από τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις. Η Ελλάδα προφανώς λόγω της δυσχερούς οικονομικής της κατάστασης είχε συμφωνήσει να εξοφλεί το δημόσιο χρέος της κατά τρόπο, που δεν θα οδηγούσε στην ολοκληρωτική εξαθλίωσή της. Επεδίωξε, λοιπόν, να υπαγάγει και το χρέος της προς την ανωτέρω βελγική τράπεζα στους ίδιους όρους, πλην όμως, η απόφαση του Διαρκούς Δικαστηρίου του Διεθνούς Δικαίου δεν έκανε δεκτό αυτό τον ισχυρισμό της.

.- Προκύπτει αβίαστα, ότι η Ελλάδα ενήργησε κατά τρόπο εκβιαστικό απέναντι στη βελγική τράπεζα, αξιώνοντας ουσιαστικά την ανατροπή των οριζομένων από τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις προϋποθέσεων εξόφλησης της οφειλής της Ελλάδος προς την τράπεζα αυτή. Η απόφαση που παραπάνω αναφέραμε, αποτελεί την πιο απτή απόδειξη της τύχης των πολιτικών λεονταρισμών χωρών οι οποίες ξαφνικά προφασίζονται διάφορους τρόπους, προκειμένου να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς τρίτους (και δεν αναφέρομαι σε ό,τι θεωρείται ως επαχθές χρέος, σύμφωνα με τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων).

Αν θέλει κανείς να έχει μια ξεκάθαρη εικόνα, τι είδους απόφαση εξέδωσε στις 15.06.1939 το Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου και κατά πόσο δικαίωσε τελικά την Ελλάδα, μπορεί να διαβάσει το κείμενο της απόφασης απευθείας εδώ στα αγγλικά. Αν, πάλι, αρέσκεται να ονειρεύεται διαγραφές χρεών και δικαίωση της κακώς εννοούμενης μαγκιάς, υπάρχουν μπόλικα σχετικά κείμενα στο Διαδίκτυο, δόξα να 'χει ο Γιαραμπής.