Οδηγός αντί-ψήφου

Οδηγός αντί-ψήφου

Όσο το προεκλογικό κλίμα θερμαίνεται, τόσο ο ορθός πολιτικός λόγος φθίνει. Και αυτό δεν είναι κάτι πρωτάκουστο, ούτε αμιγώς ελληνικό. Είναι η φυσιολογική εξέλιξη οποιασδήποτε διανθρώπινης διαμάχης, που μπορεί σε ορισμένες κοινωνίες να περιορίζεται σε ένα πιο πολιτισμένο πλαίσιο, αλλά σε άλλες να φλερτάρει πολύ με τα όρια του πλαισίου.

Προσωπικά, έχω μία συγκεκριμένη άποψη για την εξέλιξη της πολιτικής αντίληψης στην Ελλάδα. Υπάρχει ένα κύριο και πλειοψηφικού ρεύμα συντηρητισμού, τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά, που δεν θέλει να αλλάξει τη βόλεψή του, που επιθυμεί ένα πελατειακό κράτος όπου ο πολίτης-πελάτης μπορεί να παρακάμπτει το νόμο και να λειτουργεί αυθαίρετα σε συνεργασία με το κράτος-εργοδότη, ζημιώνοντας ολόκληρη την υπόλοιπη κοινωνία.

Υπάρχει και ένα μετριοπαθές, μειοψηφικό, που θεωρεί ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη σκανδάλη για να ξεκολλήσουμε από παθογένειες δεκαετιών που αποτέλεσαν αιτία για αυτές τις κρίσεις, διαμορφώνοντας ένα κράτος δικαίου με ισονομία, ελευθερία και σεβασμό στις τρεις εξουσίες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Οι τοπικές εκλογές είναι μία σπουδαία – η σπουδαιότερη ίσως – ευκαιρία, προκειμένου να εκφραστεί αυτή η μειοψηφία και ενδεχομένως να γίνει πλειοψηφική. Είτε γιατί οι αναλογίες διαφέρουν από τόπο σε τόπο, είτε επειδή υπάρχει πιο άμεση σχέση μεταξύ της κοινωνίας και των στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε σχέση με την κεντρική και απόμακρη εξουσία. Και τα αποτελέσματα αυτής της σχέσης είναι πιο άμεσα ορατά˙ στην καθημερινότητα, στις συναλλαγές πολίτη-κράτους, στην οποιαδήποτε οικονομική, τουριστική ή περιβαλλοντική ανάπτυξη που διαφαίνονται σε τοπικό επίπεδο.

Στο δημοφιλές, λοιπόν, ερώτημα «Τί να ψηφίσω;», εγώ προσωπικά απαντάω «Τι να μην ψηφίσεις», αντιλαμβανόμενος πάντα τον κίνδυνο τελικά όλοι οι υποψήφιοι να  βρίσκονται μέσα στη συγκεκριμένη «μαύρη» λίστα.

Μην ψηφίσεις, λοιπόν, αυτόν που παρασύρεται από τον συναισθηματισμό που φθίνει τον ορθό πολιτικό λόγο.

Μην ψηφίσεις αυτόν που γεμίζει τον δρόμο φυλλάδια, αφίσες, πανό, δείχνοντάς σου κατά κάποιον τρόπο ότι μπροστά στο ατομικό του συμφέρον ποσώς ενδιαφέρεται για το μέρος που ζουν οι ψηφοφόροι του.

Μην ψηφίσεις αυτόν που θέτει ψεύτικα διλήμματα, τελείως άσχετα με την τοπική αυτοδιοίκηση. Ένα παράδειγμα, το βλέπουμε στα μεγάλα κόμματα όπου προβάλλονται αυστηρά δίπολα για το μνημόνιο (ΣΥΡΙΖΑ), τη σταθερότητα του ευρώ (ΝΔ), το κοινωνικό χάος (ΠΑΣΟΚ-Ελιά), και ένα σωρό άλλες «πιασάρικες» έννοιες που εδώ και τέσσερα χρόνια χρησιμοποιούνται καθαρά επικοινωνιακά χωρίς έμπρακτες προεκτάσεις.

Μην ψηφίσεις αυτόν που το μεγαλύτερο κομμάτι του προεκλογικού του αγώνα στηρίζεται στην διαβολή των πολιτικών του αντιπάλων και ένα ελάχιστο στις πραγματικές θέσεις, το πρόγραμμα και τις απόψεις του για τον τόπο.

Μην ψηφίζεις αυτόν που μιλάει και τάζει «λαγούς με πετραχήλια» σε προσωπικό επίπεδο, παραγνωρίζοντας το κοινωνικό. Δεν μπορούν να είναι όλοι ταυτόχρονα ευχαριστημένοι 100% από οποιαδήποτε ιδεολογία ή έργο. Αναγκαστικά θα υπάρχουν προσωπικοί συμβιβασμοί υπέρ του κοινωνικού καλού. Αυτός είναι ο κορμός κάθε σύγχρονης έννομης δυτικής δημοκρατίας.

Κυρίως, μην ψηφίζεις αυτόν που κατά βάση θέλει να διαιωνίσει τον συντηρητισμό του κατεστημένου τρόπου λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτόν δηλαδή των αδιαφανών σχέσεων πολίτη-κράτους, της μίζας κάτω από το τραπέζι, των συμφωνιών που ζημιώνουν το δημόσιο ταμείο προς όφελος του ιδιωτικού. Τις «κουμπαριές» που ωφελούν τους λίγους εις βάρος των πολλών.

Ζούμε στα εδάφη που πριν αιώνες γεννήθηκε η Δημοκρατία και σχεδόν από τη σύσταση του ελληνικού Κράτους, αγκομαχούμε κάθε φορά να εδραιώσουμε έστω και ένα μικρό λειτουργικό κομμάτι της. Οι εκλογές, κυρίως οι τοπικές, δίνουν σε όλους τους πολίτες αυτής της χώρας την ευκαιρία, είτε να βάλουν ένα λιθαράκι προς αυτή την κατεύθυνση, είτε να συνεχίζουν να γκρεμίζουν οτιδήποτε μπορεί να χτίστηκε πρόσφατα ή παλαιότερα. Μιλάμε συνέχεια για το μέλλον των παιδιών μας, χρησιμοποιώντας τους ίδιους σαθρούς πολιτικούς όρους που χρησιμοποιούσαν και οι γενιές των δικών μας γονιών. Ας αρχίσουμε να φθίνουμε αυτούς τους όρους προς τις νεώτερες γενιές.