Πιστοί στις συνήθειες του παρελθόντος

Πιστοί στις συνήθειες του παρελθόντος

Όταν ο Κωνσταντινος Καραμανλής δήλωνε την πρόθεσή του να διαρρήξει η παράταξη της οποίας ηγούνταν, τους δεσμούς με το αμαρτωλό παρελθόν της και να συμφιλιωθεί με την Αριστερά στην Ελλάδα, πολύς κόσμος αμφισβήτησε την ειλικρίνειά του, όταν ανάμεσα στα μέλη της πρώτης κυβερνήσεώς του διέκριναν τον πάλαι ποτέ εκλεκτό του παλατιού αλλά και της χούντας, Δημήτριο Μπίτσιο, αλλά και το Σόλωνα Γκίκα. Και όχι άδικα!

Ο πρώτος, Υφυπουργός Εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή αλλά και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βασιλιά και αντιπρόσωπος της Ελλάδος, αρχικά επί προδικτατορικών κυβερνήσεων και μεταγενέστερα επί χούντας, στον Ο.Η.Ε. είχε δηλώσει στα τέλη του '60 ανερυθρίαστα, ότι «ουδείς πολιτικός κρατούμενος υπάρχει εν Ελλάδι», σε μια εποχή που στο Συμβούλιο της Ευρώπης είχαν ήδη φτάσει οι πρώτες καταγγελίες για την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων στη χώρα μας, οι οποίες οδήγησαν αργότερα την Ελλάδα στην αποχώρησή της από αυτό.

Ο δεύτερος, Υπουργός Δημόσιας Τάξης την περίοδο 1974-1976 και τακτικός αρθρογράφος του χαλαρά φιλοχουντικού «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» επί επταετίας, δήλωνε, ότι «η επανάστασις (sic) ήτο προϊόν αδηρίτου εθνικής ανάγκης» και προέτρεπε τον κόσμο να ψηφίσει υπέρ του Συντάγματος του 1968, ενώ είχε και ενεργό ρόλο στη δημιουργία του προδικτατορικού παρακράτους αλλά και μεταπολιτευτικά στην απαλλαγή ή καταδίκη με αστείες ποινές πολλών δικασθέντων αστυνομικών με συμμετοχή σε βασανιστήρια επί χούντας.

Δεν ξεχνώ, φυσικά, τα μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας και τους πάσης φύσεως συνεργάτες της χούντας, που παρέμειναν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στις υπηρεσίες τους παρά την αποδεδειγμένη σχέση τους με τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 ή τιμωρήθηκαν με ποινές-χάδια. Η ρήξη με ό,τι θύμιζε παλαιότερα τη Δεξιά είχε μείνει κενό γράμμα και ο αρχικός ενθουσιασμός είχε παραχωρήσει τη θέση του στη δυσπιστία.

Αργότερα και, συγκεκριμένα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 άρχισε η απορρόφηση των στελεχών της Εθνικής Παράταξης, ενός εθνικιστικού, φιλοβασιλικού και έντονα αντικομμουνιστικού κόμματος, τμήμα του οποίου διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους έγκλειστους απριλιανούς και είχε εκλέξει πέντε βουλευτές στις εκλογές του 1977. Μετά την ψηφοφορία για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας, το 1980, τέσσερις από τους πέντες βουλευτές της Ε.Π. μεταγράφτηκαν στη Ν.Δ. Πλέον ήταν ηλίου φαεινότερον, ότι η κεφαλή του κυριότερου εκπροσώπου της Δεξιάς στην Ελλάδα δεν είχε κανένα ενδοιασμό να στεγάζονται στο κόμμα πρόσωπα, που δεν έτρεφαν ακριβώς άριστες σχέσεις με τις κατακτήσεις της σύγχρονης δημοκρατίας.

Ακολούθησε η περίοδος της προεδρίας του Ευαγγέλου Αβέρωφ, στη διάρκεια της οποίας ιδρύθηκαν οι περιβόητοι «Κένταυροι» και οι «Ρέιντζερς», ομάδες που θύμιζαν έντονα την αλήστου μνήμης προδικτατορική ΕΚΟΦ. Η ηγεσία της Ν.Δ. ελάχιστα ενοχλήθηκε από την παρουσία και το «έργο» των συγκεκριμένων ομάδων και απόδειξη αποτελεί το γεγονός, ότι αρκετά στελέχη τους έγιναν αργότερα υπουργοί. Αποκορύφωμα της δράσης των ομάδων αυτών ήταν η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα στις αρχές του 1991 από το γνωστό στέλεχος της ΟΝΝΕΔ Πατρών, κ. Ιωάννη Καλαμπόκα, πράξη για την οποία ακόμα και σήμερα αρκετά στελέχη της Ν.Δ. δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους.

Επίσης, κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει τους βουλευτές της Ν.Δ., που, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, περιχαρείς έκαναν δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες λίγο πριν την αναχώρησή τους για το Λονδίνο, όπου θα τελούνταν ο γάμος του πρίγκηπα Παύλου μετά της κας. Μαρί Σαντάλ-Μίλλερ. Αβασίλευτη δημοκρατία είπατε ;

Φυσικά, τιμητική θέση στο παρόν κείμενο έχει ο σημερινός πρωθυπουργός. Αρχικά, ως βουλευτής Μεσσηνίας συμμετείχε, με ομάδα "Κενταύρων" σε επεισόδια στην Καλαμάτα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ μεταγενέστερα, τόσο ως υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη όσο και ως πρόεδρος της ΠΟΛ.ΑΝ. είχε δώσει ρεσιτάλ εθνικισμού (δεν ήταν ο μόνος, βέβαια), την εποχή της έξαρσης του Μακεδονικού.

Αργότερα και ενώ η εκλογική δύναμη της ΠΟΛ.ΑΝ. είχε σβήσει, στήριξε το πασίγνωστο «ΔΙΚΤΥΟ 21», την ίδρυση του οποίου είχε χαρακτηρίσει ως «πολυσήμαντο γεγονός». Από τα πεπραγμένα της συγκεκριμένης ομάδος αξίζει να περιοριστούμε στο ρόλο της στην υπόθεση Οτσαλάν, τις δηλώσεις της περί αποκατάστασης του κύρους των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας αλλά και την προτροπή προς την τότε κυβέρνηση να παρέμβει στο Χόλλυγουντ, για να μην παραχαράσσεται η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πρωτοκλασάτα στελέχη της, όπως οι κ.κ. Λαζαρίδης και Κρανιδιώτης, βρίσκονται σήμερα στο πλευρό του κ. Πρωθυπουργού.

Όπως, λοιπόν, προκύπτει, ο κυριότερος εκπρόσωπος της ελληνικής Δεξιάς ουδέποτε έπαυσε να αποτελεί είτε φυτώριο είτε καταφύγιο ακροδεξιών και ποτέ δεν είδε με σοβαρότητα την προοπτική να αποβάλει όλα εκείνα τα ακραία στοιχεία, που συνέδεσαν το όνομα του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου με απόψεις και πρακτικές ελάχιστα συμβατές με τη μοντέρνα δημοκρατία. Όσο σκληρό και αν ακούγεται, η σύμπλευση κεντρώων και κεντροδεξιών με ακροδεξιούς ουδέποτε θεωρήθηκε παράδοξο στη Ν.Δ., με αποτέλεσμα στελέχη με απέχθεια στον ολοκληρωτισμό και αρκετά φιλελεύθερες απόψεις να συνυπάρχουν επί μακρόν με πρόσωπα, τα οποία δεν έκρυβαν τις προτιμήσεις τους σε λιγότερο δημοκρατικές μορφές πολιτεύματος. Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς δεξιοί πρόεδροί της απέφυγαν επιμελώς να εκκαθαρίσουν το κόμμα από τα παραπάνω στοιχεία.

Ήταν επόμενο, λοιπόν, να ανθίσουν, μέσα σε ένα τόσο ευνοϊκό κλίμα αρκετά «λουλούδια» με απέχθεια σε βασικές αρχές της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας και συμπεριφορές, που θύμιζαν την προδικτατορική ΕΡΕ, ήτοι συχνά αρρωστημένος αντιαριστερισμός, βίαιες συμπεριφορές εναντίον όσων θεωρούνταν εχθροί της παράταξης (οι Κένταυροι και Ρέιντζερς, που λέγαμε παραπάνω), αναγωγή του έθνους και της πατρίδος σε υπέρτατα αγαθά μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης, νοσταλγία για το παρελθόν και δη την εποχή εκείνη που η Δεξιά τρομοκρατούσε όσους θεωρούσε ασυμβίβαστους με την κοσμοθεωρία της ή, ακόμα χειρότερα, εποχές, που η χώρα βρίσκόταν στο γύψο κ.λπ.. Ήταν, επίσης, επόμενο να βρουν καταφύγιο πολιτικά πρόσωπα προερχόμενα από την ακροδεξιά, καθόσον εγνώριζαν, ότι οι πολιτικές απόψεις τους θα ήταν ευπρόσδεκτες και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα συγκέντρωναν ιδιαίτερη εχθρότητα. Οι πρώην βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ., κ.κ. Γεωργιάδης, Βορίδης και Πλεύρης ήταν ενδεικτικές περιπτώσεις της φιλοξενίας, που προσέφερε τη Ν.Δ. σε ανθρώπους, οι οποίοι κάποτε είτε κυνηγούσαν με αυτοσχέδια τσεκούρια αντιφρονούντες, είτε πρότειναν στη Βουλή τη στείρωση όσων καταδικάζονταν για παιδεραστία.

Ας μη μας προκαλούν εντύπωση οι κορώνες του κ. Κρανιδιώτη ή οι δηλώσεις των κ.κ. Πολύδωρα και Μπαλτάκου περί ενδεχομένου συμμαχίας της Ν.Δ. με τη Χρυσή Αυγή! Ούτε υπάρχει λόγος να τις θεωρούμε ασύμβατες με ό,τι, δήθεν, είχε στο μυαλό του είτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είτε ο σημερινός νέστορας της πολιτικής, κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ή οποιοσδήποτε άλλος μετριοπαθής πρόεδρός της. Ουδέποτε τόσο ο ιδρυτής της Ν.Δ. όσο και οι διάδοχοί του είχαν την πρόθεση να διαμορφώσουν ένα κεντροδεξιό ή έστω σύγχρονο δεξιό κόμμα χωρίς ακραία στοιχεία, παρά προτίμησαν να παραμείνουν πιστοί στις συνήθειες του παρελθόντος, έστω για ψηφοθηρικούς λόγους. Μια ματιά στην ιστορία του κόμματος αυτού θα σας πείσει.