
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ένας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ένας χρόνος λιγότερο απ’ το χρόνο του. Απ’ το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Ποιος μου χτυπά το τζάμι...
Μη μου χτυπάτε. Δεν είμαι εδώ ...
Εδώ κατοικεί η μοναξιά με μόνιμη νοικάρισσα τη πλήξη
Πόσα χρόνια να γυρίσει…
Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού
Ξεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας!
ΚΔ´
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Σαν τον τυφλό που ζητάει επίμονα την μπλε γραβάτα και το γκρίζο κοστούμι του
Σαν τον τυφλό που χαμογελά μπροστά στη φωτογραφική μηχανή
Μια νύχτα θα κάνουμε μια μεγάλη σκέψη, αλλά δεν πρέπει να την πούμε πουθενά (είναι η μόνη δικαιοσύνη),
ύστερα θα βγούμε στους δρόμους,
θα βρέχει κι η βροχή έχει κι εκείνη την ιδιωτική της ζωή,
Καινούργιος χρόνος!... τι χαρά!... τι εὐτυχία πάλι!
ὅλοι βαστοῦνε κἄτι τὶ καὶ εἰς τὰ δυο των χέρια,
ὅλοι χαρούμενοι κτυποῦν στὸν τοῖχο τὸ κεφάλι
καὶ βλέπουν τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ παλῃὰ τεφτέρια.
Βλέπω κι’ ὁ δύστυχος ἐγὼ σ’ ἕνα μικρὸ τεφτέρι,
κανεὶς σ’ ἐμένα δὲν χρωστᾷ, σ’ ἄλλους ἐγὼ χρωστῶ,
βλέπω δυὸ ἐπιτύμβια εἰς ἕνα καροτσέρη
καὶ δώδεκα ἑξάστιχα στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀνοίγω ἄλλο δεύτερο καὶ βλέπω παρ’ ἐλπίδα
εἰς πράξεις δεκατέσσαρας ἕνα φρικτὸ μου δρᾶμα,
σὲ μιὰ κουτσὴ γειτόνισσα θερμὴ ἀκροστιχίδα,
κι’ ἕνα πρὸ χρόνων ἔμμετρον ἐρωτικόν μου γράμμα.
Όταν τελειώνουν τα αστεία χαμηλώνεις το βλέμμα,
κλείνω τα μάτια και γίνεται Αύγουστος
Αδειανή παραλία, το φεγγάρι σαν κέρμα
με κρατάς απ’ το χέρι κι ανοίγει η άβυσσος
Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους
Πρωτοχρονιές με τους μεγάλους
μικρός εσύ μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως