
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Στη μάνα μου
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.
Κυριακή. Θε μου σ’ ευχαριστούμε
Δέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλότα
Πολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμε
Σαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μας
Ήπιες απόψε λόγια και φωνές
μοιάζαν με ουίσκι. Το σώμα
της παλιάς αηδόνας σού τραγούδησε
το πόσο πόνεσε και τώρα
άλλο δε γίνεται να τραγουδήσει.
Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω.
Πήρε να χειμωνιάζει. Πλήθυναν οι άδειες καρέκλες γύρω μου.
Έχω πιάσει γωνιά και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας αντίκρυ στο πέλαγος.
Θα μπορούσα να περάσω έτσι μια ζωή ολόκληρη, αν δεν την έχω κιόλας περάσει.
Τρομάζεις, όταν ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλάβεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου.
Τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πως υπάρχει η δύναμη αυτή, δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες πράξεις σου, για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους∙ ξέρεις πια πως εσύ, όχι η τύχη, όχι η μοίρα, μήτε οι ανθρώποι γύρα σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι κι αν κάμεις, ό,τι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη.
Κατά τον Αριστοτέλη, στο παιχνίδι της ζωής υπάρχουν πάντα οι παίκτες, υπάρχουν και οι θεατές. Όμως ανάμεσα σ' αυτούς που, γενικά κι αόριστα, αποκαλούμε «θεατές» κυκλοφορεί και το τεράστιο ρεύμα εκείνων που, επιθυμώντας να «παίξουν», στήνουν μια μίμηση ζωής με τεχνητούς αλλά σαφείς κανόνες.
Κανόνες που οι ίδιοι επινόησαν κι όχι κανόνες που η ζωντανή ζωή ξέβρασε μέσα από τις τρομερές και μεγαλειώδεις τρικυμίες της. Επειδή ντρέπονται να θεωρούνται απλοί θεατές και επειδή φοβούνται να δράσουν ως παίκτες, κατασκευάζουν ένα είδος ζωής από τις αντανακλάσεις της, στα μέτρα του και στις αντοχές τους, για να αφεθούν κατόπιν να πιστεύουν πως τούτη η σκηνοθεσία είναι ζωή αληθινή, επιβλητική και επίσημη.
Τη νύχτα έρχονται οι μεγάλες αποφάσεις
Τη νύχτα πλάι στην αγαπημένη
Στους γλυκούς όρκους πριν από τη συνουσία
Τη νύχτα οδηγούν τα λεωφορεία στην αποθήκη
Τέχνη
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα.