
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Καθώς διάσχιζε τον κεντρικό διάδρομο με τους καθρέφτες
-στο τέρμα, λέγαν, είταν το γραφείο του διευθυντή-
βρέθηκε μονομιάς στα πρόθυρα των γερατειών.
Δεν είσαι η ηλικία σου,
ούτε το νούμερο των ρούχων σου.
Δεν είσαι ένα νούμερο στη ζυγαριά,
ή το χρώμα των μαλλιών σου.
Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες
Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται
κι η θάλασσα είν’ ατέλειωτη
Να σε συγκρίνω με τη μέρα τη καλοκαιριάτικη;
Πιο αγαπημένη έχεις μορφή και πιο τραβηχτική.
Άγριοι αέρηδες φυσούν
Και τα μικρά του Μάη μπουμπούκια τρέμουν,
Αλλάζει πρόσωπα η θλίψη,
ένα κορίτσι με κοιτάει,
χορεύει, κι ύστερα πετάει
πάνω απ’ τα μπαρ και τα ηχεία.
Δεν έχει τίποτα να κρύψει,
καμιά φορά αντί να κλαίει
χορεύει, κι είναι σαν να λέει
σπάστε την πόρτα αν δεν ανοίξει.
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
[...]
— Εσύ δεν θα πεθάνεις.
— Μάζεψε τη φωτιά.
— Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
— Όχι. Κοίταξε μην καείς.
Επτά κάτοικοι της Ατλαντίδας ξεκινούν για ένα περίπατο.
Ένας ποιητής. Ένας ζωγράφος. Ένας ιερέας. Ένας ληστής. Ένας τοκογλύφος. Ένας ερωτευμένος. Ένας στοχαστής.
Φτάνουν στην είσοδο μιας σπηλιάς.