Σαν τον άσπρο τυφλό που μισεί τους μαύρους
Σαν τον τυφλό που λατρεύει τις ξανθές γυναίκες
Σαν τον τυφλό που χαϊδεύει τις λέξεις
Που αγγίζει τη λέξη φλόγα και καίγεται
Που αγγίζει τη λέξη μαχαίρι και κόβεται
Που αγγίζει τη λέξη ρώγα και γλυκαίνονται οι ρώγες των δαχτύλων του
Που αγγίζει τη λέξη μαστός και γεμίζουν οι χούφτες του γάλα
Που αγγίζει τη λέξη θάνατος και μουδιάζει το χέρι του
Σαν τον τυφλό που αγκαλιάζει το φονιά του, θαρρώντας τον φίλο του, και νιώθει το λάθος του μαζί με το μαχαίρι στην καρδιά
Σαν τον τυφλό που ποτέ του δεν έτρεξε, ακόμα κι όταν άνοιγαν όλοι οι κρουνοί του ουρανού, ακόμα κι όταν στίφη οχημάτων χυμούσαν καταπάνω του
Σαν τον τυφλό που κρεμάει ζωγραφιές στους τοίχους του και γεμίζει λουλούδια το σπίτι του και τις νύχτες όλες τις λάμπες
Σαν τον τυφλό που επιμένει να τραγουδά το φάος ἡελίοιο, αυτό το φως που ποτέ του δεν γνώρισε και ποτέ του δεν έπαψε να υπερασπίζεται σαν μονάκριβο κτήμα του
Τέτοιος εγώ
Λεκτικά τοπία, 1986