Τι συνέβη στο Κατύν

Ο σταυρός του Κατύν στην Κρακοβία Ο σταυρός του Κατύν στην Κρακοβία

Δεν πρέπει να εκπλήσσει η επιλογή του κ. Μπογιόπουλου να επαναλάβει προσφάτως τη γραμμή του Κ.Κ.Ε. στο θέμα της Σφαγής του Κατύν. Άλλωστε, το εν λόγω κόμμα αποτελεί το φορέα της άποψης, ότι υπαίτιοι για το συγκεκριμένο περιστατικό είναι οι Γερμανοί και κανένας άλλος, αντιμετωπίζοντας ως δυτική προπαγάνδα τη γνώμη, ότι πίσω από αυτό το περιστατικό βρίσκονταν οι Σοβιετικοί.

Η ιστορία της Σφαγής του Κατύν είναι αρκετά γνωστή. Περίπου 22.000 Πολωνοί αξιωματικοί, στατιωτικοί, πολιτικοί υπάλληλοι, επιστήμονες και διανοούμενοι, αιχμάλωτοι των Σοβιετικών, οδηγήθηκαν στο εν λόγω δάσος αλλά και σε κοντινές περιοχές και φυλακές και εκτελέστηκαν. Τα πτώματά τους βρέθηκαν αρκετούς μήνες μετά από το γερμανικό στρατό, ο οποίος είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο στην Ε.Σ.Σ.Δ. και είχε εισβάλει στα εδάφη της.

Για πολλές δεκαετίες, υπήρχε μια έριδα σχετικά με τους υπευθύνους αυτού του ανοσιουργήματος. Σύμφωνα με την αρχική άποψη, οι Γερμανοί είχαν προβεί σε αυτή την αποτρόπαια πράξη, άποψη που προέβαλαν οι Σοβιετικοί και υιοθέτησαν οι Βρεττανοί με τους Αμερικανούς σε όλη τη διάρκεια του Β. Π.Π. και περίπου μέχρι τη Δίκη της Νυρεμβέργης. Στη συνέχεια, η άποψη αυτή άρχισε να κλονίζεται αλλά η απουσία επαρκών στοιχείων, πολλά εκ των οποίων ευρίσκοντο στην κατοχή των Σοβιετικών, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για αποκάλυψη της αλήθειας.

Μέχρι που στα τέλη του ’80 η τότε Ε.Σ.Σ.Δ. παραδέχθηκε, ότι η περιβόητη NKVD είχε προβεί στην εκτέλεση των Πολωνών αιχμαλώτων εν γνώσει του Στάλιν και του υπόλοιπου Πολίτμπιρο της Ε.Σ.Σ.Δ. Ακολούθησε το άνοιγμα του σχετικού αρχείου και η παράδοσή του στην Πολωνία μαζί με ορισμένα άλλα στοιχεία π.χ. το ημερολόγιο του Γκαίμπελς, και η ιστορία άρχισε να ξεκαθαρίζει.

Αξίζει, νομίζω, να δούμε, τι ακριβώς συνέβη εκείνη την εποχή, ώστε να έχουμε μια εικόνα για μια από τις μελανότερες σελίδες του Β’ Π.Π., κατ’ αντιπαράσταση με την άποψη του κ. Μπογιόπουλου.

Έτσι, λοιπόν, ο κ. Μπογιόπουλος υιοθετεί το Πόρισμα Μπουρντένκο, σύμφωνα με το οποίο οι εκτελέσεις στο δάσος του Κατύν έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο του 1941, όταν ευρίσκετο σε εξέλιξη η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, ο γερμανικός στρατός προέλυανε στο σοβιετικό έδαφος και είχε ήδη καταλάβει την Επαρχία του Σμόλενσκ, όπου βρίσκεται το Κατύν, οπότε ήταν αδύνατο οι Σοβιετικοί να έχουν εκτελέσει τους Πολωνούς αιχμαλώτους τους.

Μόνο που η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Τα σωζόμενα έγγραφα της NKVD κάνουν λόγο ήδη από τις αρχές του 1940 για σχέδιο εκτέλεσης των Πολωνών αιχμαλώτων (οι οποίοι κρατούνταν σε διάφορα στρατόπεδα της σοβιετικής επικρατείας) και η NKVD δεν φημιζόταν για την κωλυσιεργεία της σε τέτοια ζητήματα. Οι Πολωνοί αιχμάλωτοι θεωρούνταν επικίνδυνοι για το σταλινικό καθεστώς, η εξόντωσή τους ήταν επιβεβλημένη και πρεπε να γίνει χωρίς χρονοτριβή. Η εκτέλεσή των εν λόγω αιχμαλώτων έλαβε χώρα, πάλι βάσει εγγράφων της NKVD αλλά και Σοβιετικών αυτοπτών μαρτύρων, κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον Απρίλιο και τα τέλη Μαΐου του 1940, όταν Γερμανία και Ε.Σ.Σ.Δ. είχαν αγαστές σχέσεις, λόγω του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ. Το Κατύν βρισκόταν στη σοβιετική επικράτεια και η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα δεν είχε, ακόμα, ξεκινήσει. Ποίος, άραγε, θα μπορούσε να να εκτελέσει αιχμαλώτους των Σοβιετικών σε σοβιετικό έδαφος πλην των ίδιων των Σοβιετικών ;

Ας πάρουμε, όμως, και την εκδοχή, ότι οι εκτελέσεις έλαβαν χώρα από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1941. Κατ’ αρχάς, η Πολωνία είχε ήδη παραδοθεί από το 1939, αφού η αντίστασή της σε Γερμανούς και Σοβιετικούς ήταν επιεικώς αναιμική (θυμηθείτε τη φωτογραφία με το ....... πολωνικό ιππικό, που συμμετείχε στην υπεράσπιση της χώρας). Η Γερμανία δεν είχε κανένα λόγο να προβεί σε μια τέτοια θηριωδία σε βάρος αιχμαλώτων (οι οποίοι δεν ήταν καν αντιστασιακοί) και δεν αντέχει στη λογική η αντίληψη, ότι η Γερμανία μετέφερε Πολωνούς αιχμαλώτους στην Ε.Σ.Σ.Δ., ώστε να εκτελεστούν εκεί.

Ωστόσο, όταν το 1943 ο γερμανικός στρατός ανακάλυψε τους μαζικούς τάφους των εκτελεσθέντων στο Κατύν , οι Σοβιετικοί έσπευσαν να αρνηθούν μετ’ επιτάσεως τη συμμετοχή τους σε αυτή, δηλώνοντας ότι επρόκειτο περί γερμανικής προπαγάνδας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Τσώρτσιλ αλλά και ο πρέσβης των Η.Π.Α. στη Μόσχα. Αυτή η αντίληψη δεν ήταν τυχαία. Εν έτει 1943, μόνο η Μ. Βρεττανία και η Ε.Σ.Σ.Δ. συνέχιζαν να αντιστέκονται στους Γερμανούς και θα συνιστούσε πολιτική αυτοκτονία να προβούν οι Δυτικοί σε μια κατηγορία κατά των Σοβιετικών, τη στιγμή που τους χρειάζονταν περισσότερο από ποτέ, για να νικήσουν το Χίτλερ. Μάλιστα, στα πλαίσια αυτής της στάσης τους, Μ. Βρεττανία και Η.Π.Α. επέβαλαν λογοκρισία σε όσους δημοσιογράφους επιθυμούσαν να μιλήσουν για το Κατύν. Η στάση αυτή συνεχίστηκε μέχρι και τη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου το έγκλημα του Κατύν αποσιωπήθηκε.

Περαιτέρω, στο Πόρισμα Μπουρντένκο αναφέρεται, ότι οι Πολωνοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν με γερμανικές σφαίρες. Η άποψη αυτή αγνοεί, ότι, στα πλαίσια του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, η Γερμανία εξασφάλισε πρώτες ύλες και την πολεμική βιομηχανία της, τις οποίες τις παρέσχε αφειδώς η Ε.Σ.Σ.Δ., λαμβάνοντας με τη σειρά της ως αντάλλαγμα τεχνογνωσία για τη βιομηχανία της, μηχανήματα για τα εργοστάσιά της και πολεμικό οπλισμό. Ήταν απόλυτα φυσιολογικό, δηλαδή, να εξοπλιστεί και η NKVD με γερμανικά όπλα.

Ο κ. Μπογιόπουλος αλλά και άλλοι ερευνητές επικαλούνται τα ημερολόγια του Γκαίμπελς, όπου ο Υπουργός Προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος, κατά τη μνεία του Κατύν, κάνει λόγο για προπαγανδιστικό υλικό, το οποίο η χώρα του πρέπει να εκμεταλλευτεί. Αυτό είναι ίσως το πιο ισχυρό όπλο των θιασωτών της θεωρίας, ότι οι ναζιστές εξετέλεσαν τους Πολωνούς αιχμαλώτους στο Κατύν αλλά έχει ένα πολύ σοβαρό μειονέκτημα.

Τα ημερολόγια του Γκαίμπελς βρέθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό κατά την κατάληψη του Βερολίνου, κατασχέθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου και παρέμειναν απροσπέλαστα μέχρι το 1992, όταν επετράπη στο Γερμανό ιστορικό, Έρικ Φρόελιχ, να τα μελετήσει. Όσο και αν ο Γκαίμπελς ήταν μάστορας στην προπαγάνδα και δεν θα είχε πολλούς ενδοιασμούς να σκηνοθετήσει μια ιστορία, αν αυτή βόλευε τον ίδιο και τη χώρα του, θεωρείται απίθανο τα ημερολόγιά του να έμειναν απείραχτα από ένα καθεστώς, το οποίο επιθυμούσε πάση θυσία να αποκρύψει τη συμμετοχή του στη θλιβερή αυτή ιστορία.

Άλλωστε, και η ίδια η NKVD άφησε εποχή με τις θηριωδίες της και κάθε άλλο παρά θα ξένιζε η συμμετοχή της σε ένα τέτοιο περιστατικό. Επίσης, όταν ο Γκαίμπελς έκανε λόγο για προπαγανδιστικό υλικό, δεν εννοούσε απαραίτητα, ότι η Γερμανία είχε επινοήσει την ευθύνη των Σοβιετικών για το Κατύν αλλά ότι η εν λόγω Σφαγή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, για να καταδειχθεί ο αποτρόπαιος χαρακτήρας των Σοβιετικών και να αποφευχθεί η συμμαχία τους με τη Μ. Βρεττανία και τις Η.Π.Α.

Ακόμα, σύμφωνα με τον κ. Μπογιόπουλο, πριν την έναρξη της Δίκης της Νυρεμβέργης, ο Σοβιετικός Εισαγγελέας, Ρομάν Ρουντένκο, είχε ζητήσει να γίνει αναφορά στο συγκεκριμένο έγκλημα αλλά οι Η.Π.Α. αρνήθηκαν και τούτο, κατά τον κ. Μπογιόπουλο, αποτελεί απόδειξη, ότι οι Δυτικοί φοβόνταν την αλήθεια για το Κατύν. Νομίζω, ότι και αυτή η στάση των Η.Π.Α. δικαιολογείται από το γεγονός, ότι ακόμα δεν είχε ξεκινήσει ο Ψυχρός Πόλεμος και δεν υπήρχε λόγος να δυσαρεστηθούν οι – ακόμα σύμμαχοι – Σοβιετικοί. Άλλωστε, η Ευρώπη είχε ήδη μοιραστεί, μετά τη Συμφωνία της Γιάλτας, οπότε δεν υπήρχε λόγος να ξύνονται παλαιές πληγές, που θα γεννούσαν αχρείαστες, εκείνη τη στιγμή, εντάσεις.

Πέρα, όμως, απ’ όλ’ αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι ίδιοι οι Σοβιετικοί παραδέχθηκαν τη συμμετοχή τους στο έγκλημα του Κατύν και μερικά χρόνια αργότερα άνοιξαν τα σχετικά αρχεία και τα παρέδωσαν στην Πολωνία. Την ίδια στάση τήρησε και η κυβέρνηση Γιέλτσιν, επί των ημερών της οποίας παραδόθηκαν στη δημοσιότητα τα αρχεία της NKVD για το Κατύν και εν έτει 2010 η Δούμα ανεγνώρισε την ευθύνη του σταλινικού καθεστώτος για το έγκλημα του Κατύν.

Η αμφισβήτηση ενός ιστορικού γεγονότος είναι σεβαστή και επιβεβλημένη και εντάσσεται στα πλαίσια της ελευθερίας του λόγου. Αλλά πρέπει να γίνεται με σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία σε συνάρτηση με τα δεδομένα της εποχής, όπου αυτό έλαβε χώρα, και χωρίς να εξαρτάται από ιδεοληψίες. Αλλιώς εκθέτει τους αμφισβητίες.