Ο κόσμος δεν ήθελε να θυμηθεί. Ήθελε να ξεχάσει.

Ο κόσμος δεν ήθελε να θυμηθεί. Ήθελε να ξεχάσει.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα μυθιστορήματα που γνώρισαν επιτυχία μεταπολεμικά ήταν ηθογραφικά και αναφέρονταν είτε στο μεσοπόλεμο είτε στα χρόνια πριν τον πόλεμο.

Ο κόσμος δεν ήθελε να θυμηθεί. Ήθελε να ξεχάσει.

Το μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη Τα ψάθινα καπέλα κυκλοφόρησε το ’46 και τόνιζε τη διάσταση ανάμεσα στις γυναίκες που ήθελαν να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια και σε εκείνες που ήθελαν να μείνουν ανεξάρτητες και να γνωρίσουν τη ζωή. Στη Μεθυσμένη πολιτεία, έργο του ’48, ο Σωτήρης Πατατζής μιλούσε για την αναστάτωση που έφερε σε μια επαρχιακή πόλη ένα θεατρικό μπουλούκι από την Αθήνα και τα ανικανοποίητα πάθη που πυροδότησε στους κατοίκους της μια όμορφη ηθοποιός.

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος της μυθιστορηματικής τριλογίας του Τάσου Αθανασιάδη Οι Πανθέοι, που είχε ως κεντρικό θέμα το ερωτικό τρίγωνο σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, με τον πόλεμο να πλησιάζει αλλά να μην την αγγίζει.

Το έργο που θύμισε σε όλους τι είχε προηγηθεί, ήταν Το πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη. Κυκλοφόρησε το ’46 και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο συγγραφέας υπηρέτησε εθελοντικά στο μέτωπο και κατόρθωσε να δώσει με λιτό τρόπο, χωρίς υπερβολές, μια εικόνα των πολεμικών συμβάντων από την οποία δεν λείπει ο στοχασμός και ο βαθύτερος προβληματισμός. Ο κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου είπε γι’ αυτό:

«Δεν ξέρω πόσα έργα της γενιάς του ’30 θα επιζήσουν, αλλά μου είναι δύσκολο να φανταστώ Το πλατύ ποτάμι του Μπεράτη να είναι μέσα στα χαμένα. Όχι μόνο γιατί η γραφή του είναι σημαντική, αλλά γιατί το θέμα του, ο πόλεμος της Αλβανίας, δίνεται ανάγλυφα. Είναι μια τοιχογραφία προσώπων και πράξεων εποχής».

Στο μυθιστόρημα του Μπεράτη, ο φόβος είναι εκεί, όπως και η αγωνία για τη ζωή του καθενός και η λαχτάρα για τη νίκη. Λείπουν οι μεγαλοστομίες, οι πατριωτικές κορώνες και οι ύμνοι για τις ηρωικές αρετές. Οι καλύτερες στιγμές του έργου δεν είναι άλλες από τις απλές και ανθρώπινες. Όπως εκείνη που δυο Έλληνες οπλίτες έρχονται σε επαφή με τους Ιταλούς. 

«Στην αρχή δε θέλαν (κάναν δηλαδή πως δε θέλουν), μα σαν είδαν καλύτερα το κουτί τον Άσσο, ριχτήκαν όλοι πάνω μας σα λιμασμένοι. Παπαστράτο! Παπαστράτο! φωνάζανε όλοι μαζί, και δώσ’ του βουτιά στο πακέτο. Ε! σε τρία, για να μην πω πέντε λεφτά, κύριε Διοικητά, και τα δέκα πακέτα που μας είχατε δώσει για να τους μοιράσουμε, γενήκανε άφαντα».

«Ώστε τον ξέρουνε τον Παπαστράτο», γελούσε ο Σγουρός κουνώντας βαριά το κεφάλι του, με τη στενή του κάσκα στην κορφή, δεξιά κι αριστερά πάν’ απ’ τις φλόγες.

«Αν τον ξέρουνε λέει! Όλοι σαν κοράκια πέσανε επάνω και σ’ ένα λεφτό δεν είχα πια πακέτο στις τσέπες μου, ούτε στο σακίδιό του ο Δημήτρης. Γλέντι τρικούβερτο κάνανε σου λέω, κύριε Διοικητά – χαρά κι άγιος ο Θεός! ακόμη λίγο και θα χορεύανε». (Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, Ερμής, 2011)

Το 1949 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη Εικοστός αιώνας στη Γαλλία, όπου είχε καταφύγει η συγγραφέας μετά τις διώξεις που υπέστη στην Ελλάδα εξαιτίας των πολιτικών της πεποιθήσεων. Η πρώτη έκδοση είχε γίνει το ’46, μια χρονιά που η Ελλάδα καιγόταν, δίχως ωστόσο να περάσει και τότε απαρατήρητο.

Η Αξιώτη προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Μυκόνου και μεγάλωσε σε αυστηρό περιβάλλον, ολοκληρώνοντας τις σπουδές της ως εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Φτάνοντας στην Αθήνα, έκανε παρέα με τη γενιά του ’30, τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά, τον Εγγονόπουλο, τον Ρίτσο και τον Καββαδία. Το ’38 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα Δύσκολες νύχτες, που έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς. Της απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Στη βράβευση αντέδρασε η ψυχή του Συλλόγου, η Πηνελόπη Δέλτα, με συνέπεια να καταργηθεί το βραβείο.

Πέντε μέρες μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα πήρε δηλητήριο και αυτοκτόνησε. Στο σημείωμα που άφησε στα παιδιά της έλεγε:

«Παιδιά μου, ούτε παπά ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά».  

Η Μέλπω Αξιώτη συνέχισε τη δράση της στην Κατοχή. Οργανώθηκε στην Αντίσταση και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο με τη Διδώ Σωτηρίου, τη Ζωρζ Σαρρή και την Έλλη Αλεξίου. Την περιέγραψε πολύ παραστατικά η μικρή τότε Άλκη Ζέη, έτσι όπως την είδε να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας:  

«Μπροστά μας βρισκόταν ένα σκιάχτρο. Η ασχημότερη ίσως γυναίκα που είχαμε δει. Ψηλή, ξερακιανή, με μια τεράστια μύτη, θαρρείς και την είχε κολλήσει για να μασκαρευτεί. Φορούσε ένα χοντρό αντρικό παλτό και είχε κρεμασμένο στον ώμο της ένα τεράστιο ταγάρι, χιλιοταλαιπωρημένο, που από μέσα περίσσευαν βελόνες του πλεξίματος.

“Τι χαζέψατε;” μας λέει με φωνή βαριά, σχεδόν αντρική. “Φωνάξτε τη μάνα σας, έφερα τ’ αυγά”.

Θα τρώγαμε αυγά!»   

Ισορροπώντας ανάμεσα στον μοντερνισμό και τον ρεαλισμό, η Αξιώτη προσφέρει στον αναγνώστη μια διεισδυτική ματιά στον άνθρωπο και τις ανάγκες του κάτω από αντίξοες συνθήκες, χωρίς ωστόσο να αποφεύγει την παγίδα της πολιτικής στράτευσης. Ο Εικοστός αιώνας μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και γνώρισε πανευρωπαϊκή καταξίωση, η οποία όμως δε στάθηκε ικανή να άρει την απαγόρευση εισόδου της συγγραφέως στην πατρίδα της παρά μετά από πολλά χρόνια.

Ήρθε το μεσημέρι. Η ώρα που μαζεύει κι απομονώνει μπροστά στο ψωμί όλη την οικογένεια. Τότε έγινε μια ταραχή κι όλοι μετατοπίστηκαν κι ανάμεσά τους πέρασε κάποιος.

«Ο πρόεδρος», ψιθύρισαν.

O πρόεδρος σκαρφάλωσε σ’ ένα τραπέζι και στάθηκε ορθός. H μάζα άπλωνε από κάτω. Πόσα ανθρώπινα μάτια πήγαν και κόλλησαν σαν στρείδια πάνω του! Είχε ένα σκληρό πρόσωπο. Όλοι τότε κατάλαβαν πως από τη σκληράδα αυτή εξαρτάται το φαΐ τους. Η μαζεμένη μάζα από κάτω ταράχτηκε. 

«Ας τελειώσει επιτέλους αυτή η ιστορία!» ακούστηκε κάποια φωνή.

«Ας τελειώσει επιτέλους!» είπαν κι άλλες φωνές, κι ο τόπος γύρω αγριεύτηκε.

O πρόεδρος φοβέριζε και κουνούσε τα χέρια.

«Ν’ αρχίσουμε!» φώναζε η μάζα.

«Πεινούμε!» φώναξε ένας.

O πρόεδρος ξεδίπλωσε ένα χαρτί. Μονομιάς έγινε σιωπή σαν του νεκροταφείου. Στα χέρια, οι ντενεκέδες, σαν κομπολόγια κρέμονταν. Σαν να ’βγαινε από στέρνα, μέσα στις γυμνές αίθουσες αντήχησε παράγγελμα:

«Άγγελος Σικελιανός».

Ήτανε το πρώτο όνομα. Μια γυναίκα προχώρησε, ξεσκέπασε τον ντενεκέ, της έριξαν δυο κουταλιές. Ήτανε το φαΐ του. Του Άγγελου Σικελιανού.

Ύστερα από τους ποιητές πήρανε οι πεζογράφοι. Ύστερα οι γλύπτες. Οι ζωγράφοι. Οι μουσικοί. Και οι χήρες τους.

Εβάστηξε τρεις ώρες. Ήρθανε γεροντάκια, που τα είχε λησμονήσει ο κόσμος και ο χάροντας. Ήρθανε νέες περσινές, κουκουλωμένες με μποξά. Ήτανε χτεσινές δόξες, που ακούμπησαν σε μια γωνιά και ρούφηξαν τον ντενεκέ δημόσια, μπροστά σ’ όλους, δεν είχανε υπομονή να τον πάνε σπίτι τους. (Μέλπω Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, Κέδρος, 1981) 

Κώστας Αρκουδέας – Το χαμένο Νόμπελ

Εκδόσεις Καστανιώτη (απόσπασμα από το 4ο μέρος - Αντίπολη )