
Καλλιόπη Παπαμιχαήλ
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στο χωριό Ναγκίρεβ της Ουγγαρίας, ζούσαν κάποιες γυναίκες που ο κόσμος τις αποκαλούσε «Αγγέλους». Ονομασία πέρα για πέρα ειρωνική, καθώς οι συγκεκριμένες γυναίκες δεν είχαν καμία σχέση ούτε με τους Άγγελους του Τσάρλι ούτε πάρε δώσε με τον Παράδεισο. Το αντίθετο. Ήταν ξακουστές σε όλη την Ουγγαρία για τους φόνους που διέπραξαν.
«Πήγαινε λοιπόν στη Μόμο!» Γιατί τάχα; Ήταν τόσο έξυπνη η Μόμο που μπορούσε να δώσει μια καλή συμβουλή στον καθένα ή έβρισκε πάντοτε τις κατάλληλες λέξεις όταν κάποιος είχε ανάγκη από παρηγοριά; Ή έβγαζε πάντοτε σοφές και δίκαιες αποφάσεις; Όχι, η Μόμο δεν ήξερε να κάνει τίποτ’ απ’ αυτά, ήταν ίδια όπως κάθε άλλο παιδί.
Απατηλό και όμως βάσιμο
Όταν βαδίζει κανείς στο χείλος μιας αβύσσου η διασχίζει ένα βαθύ ποτάμι πάνω σε μια σανίδα, χρειάζεσαι μια κουπαστή,, όχι για να κρατηθεί απ' αυτήν (γιατί τότε θα κατέρρεε μαζί του), αλλά για να δημιουργήσει για το μάτι την παράσταση της ασφάλειας.
O χρόνος ζωής ενός ανθρώπου του δίνει την ευκαιρία να γνωρίσει ότι είναι ηθικό oν, ταγμένο στην αναζήτηση της αλήθειας· κι όμως, αυτό τό δώρο στόν άνθρωπο είναι ευχάριστο και μαζί πικρό. Ζωή είναι μόνο μιά δεδομένη χρονική περίοδος όπου μπορεί, ή μάλλον πρέπει, να διαμορφώσει το πνεύμα του σύμφωνα με το πως αντιλαμβάνεται το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Χαίρε στους τρελούς
Ο Lee Clow, ο διευθυντής δημιουργικού της Chiat/Day που είχε κάνει την εξαιρετική διαφήμιση «1984» για την παρουσίαση του Macintosh, κατευθυνόταν με το αμάξι του στο Λος Άντζελες στις αρχές Ιουλίου του 1997, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του αυτοκινήτου. Ήταν ο Jobs. «Γεια σου, Lee, εδώ Steve», είπε. «Μάντεψε. Ο Amelio μόλις παραιτήθηκε. Μπορείς να ’ρθεις;»
Ευτυχία
• Θα ήταν ο κόσμος δικαιότερος αν οι ευτυχισμένοι υποχρεώνονταν να πληρώσουν φόρο επί της ευτυχίας τους;
Ο μπαμπάς συνήθιζε να μου λέει:
για να καταλάβεις ποιος είναι καλός φίλος
να οργανώσεις ένα πάρτι
ένα όμορφο πάρτι
να έχεις καλές μπύρες
και κρασιά παλιά ώριμα