Τουρκικό θαύμα; Είστε σίγουροι;

Τουρκικό θαύμα; Είστε σίγουροι;

Ο απόηχος από την τραγωδία στο ανθρακωρυχείο της Σομά, στην Τουρκία, δεν έχει κοπάσει. Οι νεκροί πλησιάζουν τους 300 και οι περιγραφές διασωθέντων για τις συνθήκες εργασίας φέρνουν στο νου εικόνες από την Αγγλία της εποχής της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο δε πρωθυπουργός της χώρας, ερωτηθείς για το συμβάν, απάντησε κυνικά, ότι «αυτά συμβαίνουν», πυροδοτώντας κύμα δυσαρέσκειας σε μια χώρα, σημαντικό κομμάτι της οποίας ζητεί εδώ και καιρό την παραίτησή του και ακόμα χειρότερη αστυνομική βία για την καταστολή του.

Φυσικά, το βασικό ερώτημα, που γεννάται σε πολύ κόσμο, ο οποίος εδώ και δέκα, τουλάχιστον, χρόνια βομβαρδίζεται με ειδήσεις περί «αναδυόμενης δύναμης στα ανατολικά της Ελλάδος», «παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης προς μίμηση, που οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θέλουν να ακολουθήσουν» και άλλα συναφή είναι, τι ακριβώς συμβαίνει στη γείτονα χώρα και πώς γίνεται αυτό το οικονομικό θαύμα να συμβαδίζει με όσα συνέβησαν στην παραπάνω τουρκική πόλη.

Προτού γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για τη Σομά, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στη γείτονα χώρα, τα αίτια που οδήγησαν το ΑΚΡ στην εξουσία και αν η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας επί των ημερών διακυβέρνησης του ΑΚΡ συνοδεύτηκε από κάποιες κατακτήσεις σε άλλους τομείς.

Κατ’ αρχάς, η Τουρκία είναι μια χώρα με άκρως προβληματική δημοκρατία. Προτού αρχίσουν οι καγχασμοί όσων κάνουν ανόητες ταυτίσεις του πολιτεύματος της Ελλάδος με αυτό της γείτονος χώρας, καλό είναι να ληφθεί υπόψη ότι για πολλές δεκαετίες ο στρατός διεδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Τουρκίας και αποτέλεσμα αυτής της ιδιαιτερότητος ήταν μια σειρά από πραξικοπήματα, το τελευταίο εκ των οποίων έλαβε χώρα το 1997 και οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης Ερμπακάν. Οι πολιτικές διώξεις δεν έπαυσαν ακόμα και σε περιόδους διακυβέρνησης από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, η λογοκρισία στα Μ.Μ.Ε. συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, μετατρέποντας στην Τουρκία την ελευθερία του λόγου σε ένα ακόμα σύντομο ανέκδοτο, η διαφθορά είχε φτάσει στα ύψη και οι ατομικές, συλλογικές και πολιτικές ελευθερίες εξαρτώνταν από τα κέφια των κεμαλιστών και, κυρίως, του στρατού.

Όταν το ΑΚΡ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Τουρκίας το 2002, η χώρα βρισκόταν σε σοβαρή οικονομική κρίση, η οποία είχε εκμηδενίσει τα εισοδήματα των πολιτών, το ΔΝΤ είχε αναλάβει δράση και το κεμαλικό κατεστημένο βρισκόταν στο στόχαστρο μιας τσακισμένης από τον υψηλό πληθωρισμό και την τρομακτική διαφθορά κοινωνίας. Μεγάλο τμήμα των μαζών είχε κουραστεί από τα παραδοσιακά τουρκικά κόμματα και οι μετριοπαθείς ισλαμιστές του ΑΚΡ δεν φαίνονταν, πλέον, τόσο σοβαρή απειλή για τη χώρα σε σχέση με τους πολυδοκιμασμένους, αποτυχημένους και ελάχιστα αλλεργικούς στις παρεμβάσεις του στρατού κεμαλικούς. Το ΔΝΤ είχε αναλάβει δράση και πολύς κόσμος στην Τουρκία, ακόμα και κεμαλιστές, προσδοκούσαν ότι με τη νέα κυβέρνηση ίσως κάτι θα άλλαζε προς το καλύτερο.

Πράγματι, η Τουρκία μπήκε σε τροχιά ανάκαμψης, παρουσιάζοντας πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τα οικονομικά προβλήματα, που την είχαν ταλανίσει έως τις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Η κυβέρνηση Ερντογάν εκμεταλλεύθηκε το φθηνό εργατικό δυναμικό της, την εισροή ξένων κεφαλαίων, το δανεισμό με ευνοϊκότατους όρους και αξιοποίησε μια σειρά ευνοϊκών οικονομικών μέτρων, πολλά από τα οποία είχαν θεσπιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, επί θητείας του κ. Κεμάλ Ντερβίς στο Υπουργείο Οικονομικών και ακολούθησε μια σώφρονα οικονομική πολιτική, η οποία οδήγησε σε κατακόρυφη μείωση του δημοσίου χρέους και στη σημαντική οικονομική άνοδο της χώρας, σε βαθμό ώστε να γίνεται λόγος για «τουρκικό θαύμα» και παράδειγμα προς μίμηση, που η Ελλάδα άξιζε να ακολουθήσει.

Μόνο που πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα της γείτονος χώρας η εικόνα παρέμενε ελάχιστα ελκυστική για τα δεδομένα της Δύσης. Η άνοδος της τουρκικής οικονομίας δεν είχε κανένα αντίκτυπο για την πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν οδήγησαν ούτε στη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας, ούτε στη δημιουργία ενός σοβαρού κοινωνικού κράτος. Η δημοκρατία εξακολούθησε να παραμένει εύθραυστη σε μια χώρα ιδιαίτερα δοκιμασμένη από πραξικοπήματα. Οι παρεμβάσεις του τουρκικού στρατού, που τόσο είχαν ταλαιπωρήσει την Τουρκία, αντικαταστάθηκαν από τις παρεμβάσεις των ισλαμιστών σε διάφορα θέματα, που ξεκινούσαν από τη θέσπιση μέτρων για την προστασία, δήθεν, της ηθικής του κόσμου και έφταναν μέχρι τις απειλές στα Μ.Μ.Ε., που οδήγησαν σε απολύσεις και διώξεις δημοσιογράφων που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση Ερντογάν, ειδικά μετά τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί, την αλόγιστη λογοκρισία (154η η χώρα στον πίνακα της RSF), τη σκληρή καταστολή διαδηλώσεων καθώς και τις αμφιλεγόμενες υποθέσεις «Βαριοπούλα» και «Εργκενεκόν», που οδήγησαν αρκετούς μη αρεστούς στρατιωτικούς, δημοσιογράφους και βουλευτές στη φυλακή με ισόβιες και πολυετείς ποινές καθείρξεως. Οι κοινωνικές ανισότητες ανάμεσα στους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως και των μεγάλων αστικών κέντρων στα παράλια της Μικρασίας και τους κατοίκους της ενδοχώρας παρέμειναν, η διαφθορά εξακολούθησε να ταλαιπωρεί τους πολίτες και η καταπάτηση των ατομικών, πολιτικών και συλλογικών ελευθεριών συνεχίστηκε με την ίδια ένταση όπως παλιά.

Ουσιαστικά, οι μετριοπαθείς αλλά όχι ιδιαίτερα φιλικοί προς τις κατακτήσεις της Δύσης ισλαμιστές του ΑΚΡ αντικατέστησαν τους κεμαλιστές στη διαχείριση της εξουσίας, χωρίς να σεβαστούν περισσότερο το πολύπαθο πολίτευμα της χώρας τους, αποφεύγοντας να λάβουν κάποια μέτρα για τη δημιουργία και θωράκιση ενός κράτους δικαίου και αφήνοντας ανεξέλεγκτες τις μεγάλες επιχειρήσεις. Προτίμησαν να διαφημίσουν την επιτυχημένη εφαρμογή, εκ μέρους τους, μιας σειράς οικονομικών μέτρων, που τους επέτρεψε να έλθουν σε σύγκρουση, το 2008, με το ΔΝΤ και να λάβουν νέα μέτρα, τα οποία δεν συμβάδιζαν με τις οδηγίες του εν λόγω ταμείου (και να οδηγήσουν πολλούς συμπολίτες μας να κάνουν νέες, άστοχες και πάλι, συγκρίσεις με την Ελλάδα), παρά να φροντίσουν να θωρακίσουν το πολύπαθο πολίτευμα της χώρας και να θεσπίσουν μια σειρά μέτρων για τη θεραπεία άλλων, χρονίων παθογενειών της.

Οι πρόσφατες διαδηλώσεις στην Πλατεία Ταξίμ ήταν η πικρή απόδειξη, ότι για ένα σημαντικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας οι οικονομικοί δείκτες δεν αποτελούσαν ικανή συνθήκη, ώστε να αγνοηθούν οι κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλα χρόνια προβλήματα της Τουρκίας καθώς και τα σκάνδαλα της κυβέρνησης Ερντογάν. Η ακόμα πιο πρόσφατη τραγωδία στη Σομά αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισης των πορειών διαμαρτυρίας, που την ακολούθησαν, επιβεβαίωσαν την ύπαρξη αυτών των προβλημάτων και την απροθυμία της κυβέρνησης Ερντογάν να τα αντιμετωπίσει επαρκώς. Κυρίως όμως, κατέδειξαν τη σαθρότητα των θεμελίων του «τουρκικού θαύματος» και δικαίωσαν όσους επεσήμαιναν ότι η ανάπτυξη μόνο με οικονομικούς όρους και χωρίς παράλληλη ανάπτυξη σε άλλα επίπεδα είναι κενό γράμμα.