Ντέιβιντ Μπρούερ - Ο μύθος κι η αλήθεια για το παιδομάζωμα

Ντέιβιντ Μπρούερ - Ο μύθος κι η αλήθεια για το παιδομάζωμα

Οι Έλληνες Της Υπαίθρου

Μια άλλη πιθανή διέξοδος για να ξεφύγει κανείς από την αγροτική ζωή ήταν, παραδόξως, το παιδομάζωμα (devshirme)

Για τους Τούρκους ηγεμόνες το ντεβσιρμέ είχε δυο σκοπούς· ο πρώτος ήταν να στελεχώσει την αυλή του Σουλτάνου με αξιωματούχους, μέχρι την υψηλότερη βαθμίδα. Ένα ελληνόπουλο από παιδομάζωμα, ο Ιμπραήμ πασάς, ήταν μεγάλος βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς από το 1523 μέχρι το 1536. Οι ξένοι αυτοί θα χρωστούσαν τη θέση τους αλλά και την παραμονή τους σε αυτήν αποκλειστικά στον Σουλτάνο, κι έτσι θα ήταν πιο αφοσιωμένοι σε αυτόν από τους Τούρκους, οι οποίοι ήταν ευάλωτοι στις φατρίες του παλατιού. Πιστεύεται ότι ο Μωάμεθ ο Πορθητής ξεκίνησε ή τουλάχιστον ανέπτυξε το ντεβσιρμέ όταν άρχισε να αμφιβάλλει όλο και περισσότερο για την αφοσίωση του Τούρκου μεγάλου βεζίρη Χαλίλ, αμφιβολίες οι οποίες οδήγησαν τελικά στην εκτέλεση του Χαλίλ. Από τότε και μέχρι το τέλος της βασιλείας του Σουλεϊμάν, το ντεβσιρμέ έδωσε αρκετούς μεγάλους βεζίρηδες.

Ο δεύτερος σκοπός του ντεβσιρμέ ήταν να στρατολογήσει προσωπικό για τους γενίτσαρους. Αρχικά το σώμα αυτό το αποτελούσαν αιχμάλωτοι από τους οθωμανικούς επεκτατικούς πολέμους, στην ουσία σκλάβοι. Αλλά καθώς η επέκταση επιβραδυνόταν, χρειαζόταν μια νέα πηγή ανθρώπινου δυναμικού. Ο μουσουλμανικός νόμος απαγόρευε να σκλαβώνονται όσοι βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία, και το παιδομάζωμα με τις προοπτικές προόδου που πρόσφερε δεν θεωρούνταν υποδούλωση.

Δε στρατολογούνταν όλα τα παιδιά διά της βίας. Μερικές φορές οι πατεράδες πρόσφεραν το παιδί τους για στρατολόγηση και κάποιες φορές ένα δεύτερο παιδί προτεινόταν να πάει μαζί με το πρώτο, ίσως για συντροφιά. Ήταν πράγματι σύνηθες, υποστηρίζει ένας ειδικός, οι γονείς να μηχανεύονται τρόπους προκειμένου να επιτύχουν την επιλογή των παιδιών τους. Σύμφωνα με τον Μαρτίνο Κρούσιο, τον ιστορικό του Πατριαρχείου, πολλοί Έλληνες παρέδιδαν τα παιδιά τους με την ελπίδα πως. αν η πορεία τους ήταν επιτυχημένη, θα βοηθούσαν την αληθινή οικογένεια και κοινότητά τους. Το ντεβσιρμέ ήταν τουλάχιστον ένας τρόπος να ξεφύγουν από τον μόχθο της αγροτικής δουλειάς, και στην καλύτερη περίπτωση ίσως ανοιγόταν «ο δρόμος προς τη δόξα».

Ο πρώτος προορισμός των παιδιών ήταν η Κωνσταντινούπολη. όπου ξεκινούσε η εκπαίδευσή τους: στρατιωτική αν προορίζονταν για τους γενίτσαρους και διάφορες άλλες ανάλογα με τις ικανότητές τους. Όσα δε γνώριζαν την τουρκική γλώσσα -πιθανώς η πλειοψηφία- έπρεπε να τη διδαχτούν, και τα περισσότερα προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ - αν και, λόγω της μουσουλμανικής ανεκτικότητας προς τους χριστιανούς δεν ήταν αναγκασμένα να το κάνουν. Τα πιο προικισμένα παιδιά εκπαιδεύονταν για να καταλάβουν θέσεις στην αυλή του Σουλτάνου, ακολουθώντας μια εντατική εκπαίδευση που διαρκούσε μέχρι δεκατέσσερα χρόνια σε ειδικές σχολές στην Κωνσταντινούπολη και στον γειτονικό Γαλατά, στην Προύσα και στην Αδριανούπολη. Επρόκειτο για μεγάλες σχολές· μια αναφορά από τις αρχές του 1500 μιλάει για τριακόσιους με τετρακόσιους μαθητές στη σχολή του Γαλατά και άλλους τόσους στην Αδριανούπολη. Από αυτό και άλλα στοιχεία υπολογίζεται πως, τους δύο αιώνες που ακολούθησαν την άλωση της Κωνσταντινούπολης, στη διάρκεια των οποίων το παιδομάζωμα ήταν τακτικό, περίπου διακόσιες χιλιάδες χριστιανόπουλα από όλα τα οθωμανικά Βαλκάνια πιάστηκαν στο δίχτυ.

Μετά τους δύο αυτούς αιώνες, το παιδομάζωμα άρχισε να ατονεί. Ο Μουράτ A (1623-40) ανέστειλε την εφαρμογή του- στο εξής γινόταν σπανίως και έληξε, όπως είδαμε, το 1705 ή λίγο αργότερα. Υπήρχαν μια σειρά αιτίες για την εγκατάλειψη του παιδομαζώματος. Οι Τούρκοι αντιδρούσαν όλο και περισσότερο στην παραχώρηση προνομιούχων θέσεων σε υποτελείς: οι αξιωματούχοι ήθελαν τις υψηλότερες θέσεις για τον εαυτό τους και τη φατρία τους, ενώ οι γενίτσαροι απαίτησαν και εξασφάλισαν, την αυτόματη είσοδο των παιδιών τους στο σώμα. Επιπλέον, το παιδομάζωμα συναντούσε αντίσταση, όχι μόνο από τους υποτελείς του Σουλτάνου όπως στο επεισόδιο του 1705, αλλά και από τοπικούς Τούρκους αξιωματούχους και γαιοκτήμονες, οι οποίοι δεν ήθελαν να χάσουν το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό τους. Το διάταγμα για το παιδομάζωμα του 1666 προειδοποιεί συγκεκριμένα τους τσιφλικάδες «να μην κρύβουν τους νέους που βρίσκονται στην υπηρεσία τους» απειλώντας τους με αποπομπή και τιμωρία.

Τέλος, το παιδομάζωμα είχε καταστεί ακριβό, ειδικά αν συναντούσε αντίσταση. Το κόστος για το παιδομάζωμα του 1705 περιλάμβανε τα έξοδα για τους δύο αξιωματούχους, εφόδια και αμοιβή για τη δύναμη των οχτακοσίων στρατιωτών που κατέστειλαν την εξέγερση, και το κόστος της μεταφοράς των αιχμαλώτων καθώς και των κομμένων κεφαλιών των εκτελεσμένων στη Θεσσαλονίκη. Το συνολικό ποσό ανερχόταν σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες πιάστρα, το οποίο αντιστοιχούσε στους ετήσιους φόρους μιας κοινότητας τριών χιλιάδων περίπου ατόμων. Αυτό ήταν το κόστος απλώς για να μεταφερθούν τα παιδιά στη Θεσσαλονίκη· έπρεπε ακόμα να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη, να εξοπλιστούν και να εκπαιδευτούν. Όλα αυτά τα έξοδα για πενήντα μόνο στρατολογήσεις.

Ενώ το κέρδος από το παιδομάζωμα γινόταν όλο και πιο αμφίβολο για τους Τούρκους ηγέτες, για τους χριστιανούς υποτελείς ήταν ένα μεγάλο ρίσκο. Ένα παιδί του παιδομαζώματος μπορούσε, όπως έχουμε δει, να φτάσει στα υψηλότερα αξιώματα της αυλής, να γίνει κυβερνήτης επαρχίας ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει μια θέση η οποία θα του πρόσφερε δόξα και πλούτο. Αλλά, όπως διευκρινίζει ο Μαρτίνος Κρούσιος, η επιτυχία δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένη. Τελειώνοντας την εκπαίδευσή τους στην ηλικία των είκοσι πέντε ετών ή παραπάνω, οι νέοι ήταν πολύ πιθανό να γίνουν χαμηλόβαθμοι υπηρέτες στο παλάτι, ίσως μάγειροι, κηπουροί ή τεχνίτες.

Οι λιγότερο επιτυχημένοι, λέει ο Κρούσιος, τριγύριζαν άσκοπα στους δρόμους βρίζοντας τους χριστιανούς, ιδιαίτερα τους ταξιδιώτες, και μερικές φορές έκαναν επιθέσεις εναντίον τους, αλλά ούτε καν οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να τα βάλουν μαζί τους. Μεγάλος βεζίρης ή αλήτης στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης· το παιδομάζωμα μπορούσε να οδηγήσει και στα δύο.

Ελλάδα 1453-1821

Ελλάδα 1453-1821. Οι άγνωστοι αιώνες. Brewer David Εκδόσεις Πατάκη - Μετάφραση Νίκος Γάσπαρης