Ο "πατριωτισμός" του Ιωάννη Μεταξά

Ο  "πατριωτισμός" του Ιωάννη Μεταξά

Η ατέρμονη συζήτηση για την πολιτεία του Ιωάννη Μεταξά αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων ετών. Αν και οι θετικές αναφορές στο πρόσωπό του ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του, η εποχή της κρίσης, μαζί με τη διαχρονική αλλεργία των περισσοτέρων συμπολιτών μας σε ό,τι θυμίζει διάβασμα, συνετέλεσε, ώστε αυτές να εμφανιστούν και εκτός των περιθωριακών εντύπων και εκπομπών και να αποκτήσουν πιστούς σε ομάδες πολιτών χωρίς ιδεολογική συγγένεια με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Έτσι, λοιπόν, ο Ιωάννης Μεταξάς προβάλλεται ως ο γνήσιος πατριώτης, που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία, επειδή διέβλεψε το καταστροφικό τέλος της, οδήγησε την Ελλάδα σε μέρες δόξας, όταν την κυβέρνησε, και αρνήθηκε να υποταχθεί στην πρόταση του Ιταλού πρέσβη, Γκράτσι. Η ίδια ιστορία διανθίζεται με αμέτρητα σχόλια γύρω από την ευημερία, που απόλαυσαν οι Έλληνες της εποχής εκείνης, χάρη στις ευεργετικές πολιτικές του εν λόγω προσώπου, αλλά και στο σθένος του να πει το ιστορικό «ΟΧΙ, «όταν οι σημερινοί πολιτικοί είπαν το «ΝΑΙ» στις καταστροφικές επιταγές των δανειστών μας». Ας μη θυμηθούμε καλύτερα, πόσο πρόσφατα αυτό το «ΟΧΙ» είχε προβληθεί ως παράδειγμα προς μίμηση και έξοχο δείγμα πατριωτισμού και πόσο εύκολα είχαν παραμεριστεί οι λοιπές «αρετές» του εν λόγω πολιτικού!

Διότι, στην πραγματικότητα, η ταύτιση της έννοιας του πατριωτισμού με τo υποτιθέμενo όραμα ενός πολιτικού, όταν ο τελευταίος κατέλυσε το πολίτευμα της χώρας, έστω με την υποστήριξη του Γεωργίου του Β’, έσυρε στην εξορία χιλιάδες Έλληνες πολίτες με απόψεις μη συμβατές με τις δικές του, κατέστειλε κάθε αντίθετη φωνή, απαγόρευσε εκλογές και ίδρυση και λειτουργία κομμάτων, απέσυρε από την κυκλοφορία και έκαψε ουκ ολίγα βιβλία με περιεχόμενο, που αυτός έκρινε επικίνδυνο, καλλιέργησε αδιάντροπα την προσωπολατρεία και την καταστολή της ανάπτυξης κάθε ελευθέρου πνεύματος μέσα από τη λειτουργία της Ε.Ο.Ν. και τους κρατικούς μηχανισμούς της εποχής, κυνήγησε απηνώς τους σλαβόφωνους της ΒΔ Μακεδονίας και γενικά κυβέρνησε δικτατορικά, δεν συνιστά μόνο κακοποίηση της λογικής αλλά και ένα, ακόμα, τέχνασμα όσων δήθεν «ψαγμένων» συμπολιτών μας επιθυμούν να προσθέσουν μια ακόμα ερμηνεία της ιστορίας, για να καταλήξουν σε συμπεράσματα τόσο συμβατά με τη λογική και τα ιστορικά στοιχεία όσο και ο φάντης με το άκρως ταιριαστό με το Μεταξά ρετσινόλαδο. Πρόκειται για μια ιστορική θεώρηση, η οποία ξεπερνά την άποψη περί υποβάθμισης της αξίας του κοινοβουλευτισμού στη μεσοπολεμική Ευρώπη, ειδικά την περίοδο μετά το Κραχ του 1929, αντιλήψεις και γεγονότα που άγγιξαν και τη χώρα μας – αν και οι απαρχές του μεταξικού καθεστώτος πρέπει να αναζητηθούν πριν το Κραχ – και αποτελεί εργαλείο εξύμνησης άλλως εξωραϊσμού της πολιτείας του εν λόγω ιστορικού προσώπου, με το σκεπτικό ότι αυτό ενήργησε εντός του πλαισίου της εποχής του, δεν έκανε τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι άλλοι ομόλογοί του, τύπου Χόρτυ και Ντόλφους και γι’ αυτό δεν πρέπει να επικρίνεται. Το γεγονός ότι ο κανόνας και το παράδειγμα προς μίμηση την εποχή εκείνη δεν ήταν τα δικτατορικά καθεστώτα αλλά οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο, μάλλον περνά σε δεύτερη μοίρα για τους θιασώτες αυτής της λογικής.

Επιπλέον, αυτή η θεώρηση αγνοεί μια βασική αρχή κάθε σύγχρονου πολιτεύματος, ότι, δηλαδή, ο πατριωτισμός δεν μπορεί, σε καμμία περίπτωση, να υπερβαίνει τα όρια των θεμελιωδών αρχών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και να μετατρέπεται σε ένα μέσο, που επιτρέπει στο χρήστη του να ενεργεί κατά το δοκούν, αδιαφορώντας για ό,τι βρίσκεται έξω από την κοσμοθεωρία του, αν το κρίνει σκόπιμο «για το καλό της χώρας». Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Χάρη σε αυτή, ο Μεταξάς μετατρέπεται σε ένα πολιτικό, ελάχιστα διαφορετικό από τους ελέω Θεού μονάρχες, αποκομμένος από τις υποχρεώσεις του κοινοβουλευτισμού. Έτσι, η κρίση για το πρόσωπό του γίνεται επιεικέστερη, αφού η επίκληση της ανιδιοτελούς αγάπης του για την πατρίδα μετατρέπεται σε μέσο άμβλυνσης των εντυπώσεων από την πολιτεία του.

Για την αντιμετώπιση τέτοιων απόψεων, θα άξιζε να εντρυφήσει κανείς σε σωρεία κειμένων, που γράφτηκαν επ’ αφορμή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά και τα οποία τον αντιμετωπίζουν, όπως ακριβώς αυτός ήταν, ήτοι ως ένα δικτάτορα που περιφρονούσε το πολίτευμα της χώρας και πιστώνεται με ουκ ολίγες ελεεινότητες σε βάρος χιλιάδων συμπολιτών μας. Αρκεί, όμως, και η γνωστή ρήση του Σάμιουελ Τζόνσον, ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο του κάθε αχρείου», καθότι ταιριάζει γάντι τόσο για το Μεταξά αλλά και για αρκετά άλλα ιστορικά πρόσωπα με παρόμοια με αυτόν λατρεία προς τον κοινοβουλευτισμό, που, όμως, ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας επιμένει να αντιμετωπίζει ως αληθινούς πατριώτες αδιαφορώντας ή υποβαθμίζοντας τις λοιπές πτυχές της ζωής τους.