Σίγουρα θα έχετε δει την ταινία… Όχι; Βάσει αξιολογήσεων θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών! Στο πολύ "αυστηρό" Internet Movie Database [IMDb] συγκεντρώνει την υψηλότερη βαθμολογία με 9,3 στα 10, ξεπερνώντας ακόμη και τον πολύ δημοφιλή Νονό (The Godfather), που συγκεντρώνει 9,2. Αυτή η ταινία, λοιπόν, είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Stephen King (The Shawshank Redemption ο αγγλικός τίτλος), από το οποίο ξεχώρισα κάποια αποσπάσματα. Θα πρότεινα να το διαβάσετε, είτε είδατε την ταινία είτε όχι. Μπορείτε να το βρείτε από τις εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ, σειρά εκδόσεων Επιλογή.
«Είχα αρχίσει να απολαμβάνω τον ήπιο τόνο της κουβέντας μας. Όταν έχεις κάνει δέκα χρόνια φυλακή, όπως εγώ τότε, σε κουράζουν όσο τίποτα οι φωνακλάδες, οι ψευτοπαλικαράδες, οι καυχησιάρηδες.»
[…]«Όπως έχω, νομίζω, ήδη πει, κάθε φυλακισμένος είναι κι ένας αθώος. Ο κάθε κρατούμενος λέει το ποίημά του, όπως οι φλύαροι ιεροκήρυκες στην τηλεόραση που διαβάζουν τη Βίβλο της Αποκαλύψεως. Διαβάζουν τις γραφές αλλά στα πρόσωπά τους βλέπει κανείς να ζωγραφίζεται κάτι άλλο, άσχετο μ’ αυτές.
Υπήρξαν όλοι τους θύματα άκαρδων δικαστών ή ανίκανων δικηγόρων ή αστυνομικής σκευωρίας ή της κακοτυχίας τους. Οι περισσότεροι κατάδικοι προέρχονται από τα κατώτερα στρώματα και είναι άχρηστοι και στον εαυτό τους και σε οποιονδήποτε άλλον, και η μεγαλύτερη κακοτυχία τους ήταν το ότι οι μανάδες τους τούς έφεραν στον κόσμο.»
«Φυσικά, θα πρέπει επίσης να μπορεί να ξεχωρίζεις τους σπόρους της αλήθειας μέσα από τον σωρό των ψεμάτων, των φημολογιών και των ευχολογίων.»
[…]Οι καινούργιοι συνήθως δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στους περιορισμούς της ζωής στη φυλακή. Τους πιάνει τρέλα. Μερικές φορές χρειάζεται να τους σύρουν στο αναρρωτήριο για να ηρεμήσουν κάνα δυο μέρες, πριν ξαναβρούν τα λογικά τους. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο το να ακούς κάποιο από τα καινούργια μέλη της οικογένειάς μας να χτυπά τα κάγκελα του κελιού του και να φωνάζει να τον αφήσουν ελεύθερο... και χωρίς να χρειαστεί να φωνάξει για αρκετή ώρα, η χορωδία αρχίζει: «Φρέσκο ψάρι, έε ψαράκι, φρέσκο ψάρι, έλα κι έχω φρέσκο ψάρι σήμερα!».
Ο Άντυ δε φλιπάρισε έτσι όταν ήρθε στο Σανκ το 1948, αυτό όμως δε σημαίνει κι ότι δεν ένιωσε κάπως έτσι. Ίσως να πλησίασε πολύ κοντά στην τρέλα. Μερικοί πλησιάζουν, και άλλοι ακροβατούν στα όριά της. Η προηγούμενη ζωή διαγράφεται σε χρόνο μηδέν, μπροστά υπάρχει μονάχα ο εφιάλτης μιας ζωής μες στην αβεβαιότητα - μια μακρά θητεία στην κόλαση.
«Κάποια στιγμή είσαι υποχρεωμένος να αντικρίσεις ξανά τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να ζυγίσεις την αξιοπρέπειά σου.»
Λοιπόν, τι έκανε; Έψαξε σχεδόν απελπισμένα να βρει κάτι για να απασχολεί το ακούραστο μυαλό του. Υπάρχουν πολλά πράγματα που βοηθούν να ξεχνιέσαι, ακόμη και μέσα στη φυλακή. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι όταν ο άνθρωπος θέλει να ξεχαστεί, το μυαλό του διαθέτει αμέτρητες δυνατότητες. Σας έχω πει για τον γλύπτη και για τις Τρεις Ηλικίες του Ιησού. Υπήρχαν νομισματοσυλλέκτες, οι οποίοι έχαναν διαρκώς τις συλλογές τους, συλλέκτες γραμματοσήμων, κάποιος τύπος που είχε κάρτες από τριανταπέντε διαφορετικές χώρες και που αν έπιανε κανέναν να του τις πειράζει, θα του άλλαζε τα φώτα.
Τον Άντυ τον ενδιέφεραν οι πέτρες. Και οι τοίχοι του κελιού του. Είχε χρόνο να μελετήσει αυτούς τους τοίχους. Πολύ χρόνο. Όταν η πόρτα του κελιού κλείνει και σβήνουν τα φώτα, δεν υπάρχει και τίποτ’ άλλο.
Νομίζω πως ο αρχικός του σκοπός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το να σκαλίσει τα αρχικά του στον τοίχο, εκεί όπου σύντομα θα κρεμόταν η αφίσα της Ρίτα Χέιγουορθ. Τα αρχικά του ή, το πολύ-πολύ, μερικές αράδες από κάποιο ποίημα. Αντί γι’ αυτό όμως, ανακάλυψε αυτό το ενδιαφέρον, ανίσχυρο μπετόν. Ίσως, ενώ σκάλιζε τα αρχικά του, ξαφνικά να ξέφυγε ένα μεγάλο κομμάτι του τοίχου. Σαν να τον βλέπω…
«Εγώ προσωπικά δε χρειάζεται να πιστεύω στα κουτσομπολιά που γίνονται σε βάρος κάποιου, όταν αυτόν τον κάποιο μπορώ να τον κρίνω και μόνος μου.»
[…]Πόσοι όμως κατάφεραν να ξεφύγουν από το 1938, που ήρθα εδώ, μέχρι εκείνη την ημέρα του Οκτώβρη που ο Άντυ μου ανέφερε για πρώτη φορά το Τσιχουατανέγιο; Θα έλεγα δέκα, συνδυάζοντας τις πληροφορίες μου μ’ εκείνες του Χένλεϋ. Δέκα κατάφεραν να ξεφύγουν. Αν και δε μπορώ να το ξέρω σίγουρα, υποθέτω ότι οι μισοί τουλάχιστον απ’ αυτούς θα βρίσκονται σε κάποιο άλλο ίδρυμα σαν το Σανκ. Επειδή πλέον έχουν «ιδρυματοποιηθεί.»
Όταν στερείς από κάποιον την ελευθερία του και του μαθαίνεις να ζει στο κελί, χάνει την ικανότητα να σκέφτεται πολυδιάστατα. Σαν τον λαγό, που μένει κοκαλωμένος μπροστά στα φώτα του φορτηγού που τρέχει καταπάνω του να τον σκοτώσει. Συχνά συμβαίνει, κατάδικος που μόλις έχει βγει να στήσει μια δουλειά χαμένη από χέρι... κι αυτό, γιατί; Επειδή αυτό θα τον οδηγήσει και πάλι «μέσα». Πίσω. Εκεί που καταλαβαίνει πώς έχουν τα πράγματα.
«Όταν ξέρεις πώς έχουν τα πράγματα, μαθαίνεις να κάνεις και μερικούς συμβιβασμούς, αλλιώς κάποιος θα βρεθεί να σου ανοίξει ένα καινούργιο στόμα ακριβώς πάνω από το μήλο του Αδάμ.»
[…]Αν ανακάλυψε το φρέαρ το 1967, γιατί δεν δραπέτευσε μέχρι το 1975; Δεν είμαι σίγουρος - μπορώ όμως να μαντέψω μερικά πράγματα.
Πρώτον, θα πρέπει να ήταν περισσότερο προσεκτικός απ’ ό,τι πριν. Ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μη βιαστεί, με σκοπό να βγει έξω σε οκτώ μήνες ή ακόμη και σε δεκαοκτώ. Θα πρέπει να συνέχισε το άνοιγμα της στοάς, λίγο-λίγο. Μια τρύπα μικρή σαν το στόμιο ενός φλιτζανιού, τον καιρό που ήπιε το πρωτοχρονιάτικο ποτό του εκείνη τη χρονιά. Μια τρύπα μεγάλη όσο κι ένα πιάτο, τον καιρό που ήπιε το ποτό των γενεθλίων του, το 1968. Μεγάλη σαν δίσκος σερβιρίσματος όταν άρχιζε το πρωτάθλημα μπέιζμπολ, το 1969.
«Ο χρόνος στη φυλακή περνάει αργά, μερικές φορές θα ορκιζόσουν ότι σταματάει, περνάει όμως. Περνάει.»
Για κάποιο χρονικό διάστημα πίστευα ότι όλα θα έπρεπε να γίνουν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι έγιναν. Ότι δε χρειαζόταν να κάνει σκόνη τον τοίχο και να τον μεταφέρει έξω απ’ το κελί του, χωμένο στα γυρισμένα μπατζάκια του, όπως περιέγραψα πιο πάνω, και ότι θα μπορούσε να τον αφήνει να πέφτει στο φρέαρ.
Ο χρόνος που χρειάστηκε με κάνει να πιστεύω ότι δεν τόλμησε κάτι τέτοιο. Ίσως να σκέφτηκε ότι ο θόρυβος θα μπορούσε να κινήσει τις υποψίες κάποιου. Ή, αν ήξερε για τον υπόνομο, όπως πιστεύω ότι ήξερε, θα φοβήθηκε ότι κάποιο κομμάτι μπετόν θα μπορούσε να τον σπάσει, δημιουργώντας προβλήματα στο αποχετευτικό σύστημα της πτέρυγας, και να οδηγήσει σε έρευνες.
Είναι περιττό να αναφέρω ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα των ερευνών. Όλο και περισσότερο, πιστεύω ότι την εποχή που ο Νίξον ανέλαβε για δεύτερη φορά καθήκοντα η τρύπα θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλη για να περάσει από μέσα της... ίσως και νωρίτερα. Ο Άντυ ήταν λεπτοκαμωμένος.
Γιατί δεν πέρασε, λοιπόν;
«Η μνήμη είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα, Ρεντ. Δεν αποκλείεται να τον ρωτούσαν, “είστε σίγουρος πως δεν αγόρασε και τρεις-τέσσερις πετσέτες;”, και να του έβαλαν την ιδέα. Όταν οι άλλοι θέλουν να θυμηθείς κάτι, αυτό από μόνο του σε κάνει να το “θυμηθείς”.»
Εδώ τελειώνουν οι λογικές υποθέσεις μου, μάγκες. Από το σημείο αυτό και μετά, γίνονται όλο και πιο φανταστικές. Μια πιθανότητα είναι να είχε βουλώσει το άνοιγμα με χώμα και να έπρεπε να το καθαρίσει. Αυτό όμως δεν θα ’παίρνε τόσο χρόνο. Τι ήτανε, λοιπόν; Ίσως ο Άντυ να φοβήθηκε.
Σας έχω εξηγήσει όσο καλύτερα μπορούσα, τι σημαίνει να είσαι ιδρυματοποιημένος. Στην αρχή δεν αντέχεις αυτούς τους τέσσερις τοίχους, έπειτα μαθαίνεις να τους ανέχεσαι, έπειτα τους δέχεσαι... και μετά, καθώς το σώμα και το μυαλό σου και το πνεύμα σου προσαρμόζονται στη ζωή της φυλακής, αρχίζεις να τους αγαπάς.
«Υπάρχει μια κραυγαλέα απουσία όμορφων πραγμάτων εδώ μέσα, και είναι να λυπάται κανείς που τόσοι άνθρωποι δείχνουν ότι αυτά δεν τους λείπουν καν.»
Σου λένε πότε να φας, πότε μπορείς να γράφεις γράμματα, πότε να καπνίσεις. Αν δουλεύεις στα πλυντήρια ή στο εργαστήριο, έχεις πέντε λεπτά δικαίωμα, ανά μία ώρα, να πας στην τουαλέτα. Για τριάντα πέντε χρόνια, η ώρα μου ήταν «και εικοσιπέντε», και μετά από τριανταπέντε χρόνια, αυτή είναι η μόνη ώρα που νιώθω την ανάγκη να πάω για κατούρημα ή για χέσιμο. Και εικοσιπέντε. Και αν για κάποιον λόγο δεν μπορούσα να πάω, η ανάγκη μου έφευγε στις και μισή και ξαναρχόταν πενηνταπέντε λεπτά αργότερα.
Νομίζω, ο Άντυ θα πρέπει να πάλευε μ’ αυτήν την τίγρη -αυτό το σύνδρομο της ιδρυματοποίησης- καθώς επίσης και με τον όγκο των φόβων ότι όλα αυτά γίνονταν για το τίποτα.
Πόσα βράδια ξενύχτησε κάτω από την αφίσα του, βασανίζοντας το μυαλό του, ξέροντας πως μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μπει στον υπόνομο; Οι κατόψεις μπορεί να του δείχνανε πόσο φαρδύς ήταν ο σωλήνας, δεν μπορούσαν να του δείξουν όμως και τι υπήρχε μέσα στον σωλήνα -αν θα μπορούσε ν’ αναπνεύσει χωρίς να πνιγεί, αν τα ποντίκια ήταν αρκετά μεγάλα και άγρια, έτοιμα να πολεμήσουν αντί να οπισθοχωρήσουν- και τα σχέδια δεν του έδειχναν τι θα έβρισκε στο τέλος του σωλήνα, όταν και αν έφτανε εκεί…
***
Αποσπάσματα από το βιβλίο του:
Stephen King – Τελευταία Έξοδος / Ρίτα Χέιγουορθ
Εκδόσεις: ΘΥΡΑΘΕΝ/Επιλογή