Φευγιό

Φευγιό

Ήρθαν να μου πουν πως έπρεπε να φύγω. Πως δεν είχα χρόνο για χάσιμο. Πως δεν είχα ούτε χρόνο ούτε χώρο για να πάρω μαζί μου τίποτα. Πως μια σκιά με παραμόνευε, που μπορεί να ήταν ο ίδιος ο θάνατος.

Είπαν ότι έπρεπε να πάμε πολύ μακριά. Μ’ έβαλαν να ντυθώ βιαστικά, να μη χάσω πολύτιμα λεπτά δένοντας τα παπούτσια μου.

Βγαίνοντας, μπόρεσα να ρίξω μια ματιά στον τόπο μου, σχεδόν χωρίς να βλέπω τίποτα, χωρίς να κρατήσω το βλέμμα πάνω σ’ αυτά που εγκατέλειπα.

Μόνο αργότερα, όταν η πολιορκία έμοιαζε πια μακρινή, βρήκα το χρόνο να ξεδιαλύνω εκείνη την τελευταία εικόνα.

Είδα τις φωτογραφίες στο κομοδίνο, ας ελπίσουμε ότι η μνήμη δε θα σβήσει τη μορφή των αγαπημένων μου.

Είδα το ρολόι μου, με το λεπτοδείκτη του χαλασμένο. Το τασάκι που μου είχε χαρίσει η θεία Καρόλα. Τα κάδρα στον τοίχο, με τα χοντροκομμένα τους κάδρα.

Τα τετράδια. Τα μολύβια μου. Την καράφα με το νερό. Τη θαλπωρή εκείνου του τόπου, του σπιτιού μου.

Κι αισθάνθηκα θλίψη και κενό, σ’ αυτόν το δρόμο που μου είναι άγνωστος και που τραβάω τώρα, ληστεμένος από ‘κείνους που είπαν πως θα με γλίτωναν από τους ληστές.

Κι αναρωτήθηκα μήπως, στη βιασύνη μου να φύγω, άφησα εκεί πίσω κι εμένα τον ίδιο.

***

Του Κολομβιανού Gustavo Arango

Ο πίνακας, “Boat of Remembrances”, είναι του Dmitri Plavinsky.