
Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Σαν παράδειγμα για τον σωστό τρόπο να βοηθάς τους φίλους ο κ. Κ. αφηγήθηκε τούτη την ιστορία:
Πήγαν κάποια παλικάρια σ’ έναν γέρο Άραβα και του είπαν:
«Ο πατέρας μας πέθανε. Μας άφησε κληρονομιά δεκαεφτά γκαμήλες και στη διαθήκη του ορίζει να πάρει ο μεγαλύτερος τις μισές, ο δεύτερος το ένα τρίτο και ο μικρότερος το ένα ένατο. Τώρα δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε στη μοιρασιά, βγάλε λοιπόν εσύ την απόφαση».
Ωρέ τι θα μπόραγα να κάνω αν δεν ήτανε το καθημερινό χαμαλίκι.
Θα μπορούσα νάχα πράξει αλλοιώς και να μην υπήρχε το χαμαλίκι.
Αλλά το ξέρω τότε δε θα μποροΰσα τίποτα να κάνω.
Γιατί δε θάμουνα εγώ.
Συζητώντας με τους ανθρώπους, όταν ρωτάω τι έχουν κάνει ως τώρα για να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα, ακούω πολύ συχνά την απάντηση “υπομονή“. Και εξηγούν “νόμιζα ότι θα άντεχα”, “περίμενα ότι ο άλλος θα το καταλάβει από μόνος του”, “πίστευα ότι μετά δεν θα με πειράζει τόσο”.
Σεπτή μου Υποκρισία, Δέσποινά μου,
με συντριβή μου σου φιλώ το χέρι,
και σου προσφέρω τα σεβάσματά μου.
Ποι᾿ άλλη αρετή καλύτερά σου ξέρει
Νά ῾ξερες πῶς λαχτάριζα τὸν ἐρχομό σου, Ἀγάπη
ποὺ ἴσαμε τὰ σήμερα δὲ σ᾿ ἔχω νιώσει ἀκόμα,
μὰ ποὺ ἔνστικτα τὸ εἶναι μου σ᾿ ἀναζητοῦσεν, ὅπως
τὴ γόνιμη ἄξαφνη βροχὴ τὸ στεγνωμένο χῶμα!
Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Κι ο άντρας είπε: πεινώ. Κι η γυναίκα του βαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε. Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δε σε τρομάζω.
Η νύχτα που διαρκεί με βασανίζει
Σφίγγει την καρδιά μου μ’ ολόμαυρες κορδέλες
Κι αυτή που δε θυμάται που ανήκει
Μόλις που προλαβαίνει να λευτερωθεί
αν θυμηθεί