Η μεταμόρφωση των αντικειμένων μέσα από τη διαδικασία της εξιστόρησης εκφράζεται από τον Γιώργο Σεφέρη στην «Κίχλη» με την αντίθεση ανάμεσα στα συντρίμμια και στα αγάλματα, στα ερείπια και στα μνημεία.
Η διαδικασία του ιστορείν λειτουργεί ως ο μεταμορφωτής του οικείου ερείπιου σε αποξενωμένο άγαλμα στο Μουσείο. Ως ο θάνατος του νεκρού στην ψυχαναλυτική γλώσσα. Είναι ενδιαφέρουσα η μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης εδώ, με τη χρήση των μυθικών συμβόλων, στην περίπτωση αυτή του ομηρικού Ελπήνορα.
Οι αποθανόντες για να μπουν στον Αδη, δηλαδή για να ενταχτούν στην τάξη των νεκρών και να μην περιφέρονται μεταξύ άνω και κάτω κόσμου, χρειάζεται να ενταφιαστούν. Την έννοια της ταφής, όπως είδαμε, χρησιμοποιεί και ο Παπαδιαμάντης. Το θαμμένον παρελθόν αναφέρει στο κείμενό του. Αυτή, λοιπόν, η πράξη του ενταφιασμού αλλάζει την τάξη των αντικειμένων.
Επομένως, ο ενταφιασμός, ως πράξη που αλλάζει τη συμβολική τάξη των πραγμάτων, είναι μια μεταφορά της πράξης του ιστορείν. Είναι διαφορετικό το παρελθόν εκείνο στο οποίο
«Όπως όταν γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες από εκείνο το παρελθόν στο οποίο Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο. Καληνύχτα. Γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια».
Το άλγος διαδέχεται ο καθησυχασμός
Αλλά το ιστορείν, όπως και το Μουσείο, λειτουργεί ως αμφίδρομη γέφυρα. Όχι μόνο από το οικείο στην αποξένωση, αλλά και από την αποξένωση στην επανοικειοποίηση. Όπως ο αποθανών, ο οποίος παραμένοντας άταφος μένει μετέωρος μεταξύ άνω και κάτω κόσμου, αποξενωμένος από νεκρούς και ζωντανούς, με την ταφή του και τις επιτάφιες τελετές, με τη φροντίδα του μνημείου επανοικειώνεται με τους ζωντανούς ως νεκρός, έτσι και τα συντρίμμια (Αλήθεια, τα συντρίμμια δεν είναι εκείνα, εσύ είσαι το ρημάδι) όταν μετατρέπονται σε αγάλματα μπαίνουν στην αισθητική και στην ιδεολογίαμας: Γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς. Η επιβίωση του παρελθόντος μετασχηματίζεται σε οργανωμένη ανάγνωσή του.
Επομένως, το ιστορείν λειτουργεί ταυτόχρονα ως παράγοντας αποξένωσης και επανοικείωσης του παρελθόντος από το παρόν. Μεταμορφώνει το παρελθόν σε ιστορικό χρόνο αφού το ενταφιάσει έτσι ώστε αυτό να αποκαθαρθεί από την παλαιά εμπειρική οικειότητά του προς εμάς και να ενδυθεί μια νέα οικειότητα, κατασκευσμένη από την ιστορία. Μέσα από την ιστορία βλέπουμε το παρελθόν με άλλα μάτια, διαφορετικά από εκείνα με τα οποία το βλέπαμε ως μέρος της εμπειρίας μας. Η ιστορία ως διαδικασία πολιτισμικής σημείωσης παίζει ενεργό ρόλο στη μεταμόρφωση του βλέμματος, επομένως στην εμπειρία του χρόνου.
Ο Αριστείδης Αντονάς αναφέρεται στη νοηματική πράξη της υπογραφής του λόρδου Βύρωνα στον νότιο πεσό του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Σήμερα θα ήταν αδιανόητη μια τέτοια πράξη χαράγματος σε αρχαίο μάρμαρο γιατί ο ναός είναι χαρακτηρισμένος μνημείο. Τότε, όμως, εθεωρείτο ακόμη ερείπιο.
Αλλά η υπογραφή σημαδεύει ένα βλέμμα το οποίο από τη στιγμή που θεάται μεταμορφώνει το ερείπιο σε μνημείο. Επομένως, η υπογραφή τίθεται στη στιγμή της νοηματικής αστάθειας του αντικειμένου της θέασης, όπου το χτίσμα αιωρείται νοηματικά ανάμεσα στο ερείπιο και στο μνημείο. Αλλά η ίδια η πράξη της υπογραφής αποτελεί μια πράξη που αποδίδει νόημα στη διαδικασία του νοηματικού μετασχηματισμού του μνημείου.
Σημειώνει ο Αντονάς: Ο χαρακτηρισμός κάποιου χαλάσματος ως σημαντικού μνημείου ακολουθεί μια διαδικασία που αξίζει να προσέξουμε εδώ. Κάτι που μέχρι χτες εθεωρείτο κτισμένο απόβλητο, προτείνεται να ενσωματωθεί στο επίσημο σώμα του πολιτισμού. Η στιγμή της υπογραφής του λόρδου Βύρωνα σημαδεύει την ενδιάμεση στιγμή, στην οποία το ερείπιο δεν είναι ακόμη ιερό, δεν έχει ακόμησημαδευτεί ως άξιο επιτεταμένης παρατήρησης, δεν έχει εξειδικευτεί η παρουσία του ως τεκμηρίου μνήμης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Το μνημείο γεννιέται την ίδια στιγμή που εξουδετερώνεται το ερείπιο. Η μετατροπή αυτή δεν είναι απλή. Περιέχει τη βία της γέννησης και του θανάτου. Μερικές φορές ο θάνατος δεν είναι συμβολικός. Είναι βιολογικός.
Στο μεταπτυχιακό σεμινάριο «0 πόλεμος μετά τον πόλεμο. Κατοχή, Αντίσταση και Εμφύλιος στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική περίοδο» που διδάξαμε από κοινού με τον Χάγκεν Φλάισερ και τον Ηλία Νικολακόπουλο το 2004, έγιναν δύο μνείες του θανάτου και της ιστορίας.
Κατ’ αρχάς ο παλαίμαχος αντιστασιακός Τάκης Μπενάς, μιλώντας για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, έκλεισε την ομιλία του λέγοντας ότι «η εθνική αντίσταση θα αναγνωριστεί όταν θα σβήσει και ο τελευταίος της γενιάς της Αντίστασης».
Από την άλλη μεριά, στο ίδιο σεμινάριο, η κοινωνική ανθρωπολόγος Ρίκη βαν Μπούσχοτεν αναφέρθηκε στη συνέντευξη που πήρε από τα παιδιά ενός από τους αρχηγούς των δεξιών συμμοριών που δρούσαν στο Ζιάκα Γρεβενών. Αυτά με τη σειρά τους θεωρούν την ιστορία των δικών τους μη δικαιωμένη. Της είπαν, λοιπόν, ότι η ιστορία θα αποδώσει δικαιοσύνη όταν θα φύγει από τη ζωή η γενιά που ήλθε αντιμέτωπη σε βίαιες συγκρούσεις.
Και οι δυο πλευρές αναγνωρίζουν ότι ο θάνατος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για να αποδοθεί δικαιοσύνη και αναγνώριση και για να γραφεί η ιστορία. Γιατί και οι δυο πλευρές βλέπουν την ιστορία ως δικαίωση ή τουλάχιστον ως μη καταδίκη. Η έννοια της ηθικής αναγνώρισης ή καταδίκης έχει σημαντικό ρόλο στην έννοια της ιστορίας.
Υπάρχει, όμως, μια διαφορά. Ο Μπενάς βλέπει με οδύνη το γεγονός ότι πρέπει να φύγει και ο τελευταίος από τη γενιά του για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και με τη φράση αυτή, με την οποία έκλεισε την ομιλία του, ξέσπασε σε δάκρυα. Από την άλλη μεριά, όμως, τα παιδιά του αρχηγού της δεξιάς συμμορίας, ζώντας σε μια εποχή στην οποία η δράση των δεξιών συμμοριών αντιμετωπίζει μια διάχυτη αποδοκιμασία, προσδοκούν τον θάνατο της γενιάς του πολέμου ως προϋπόθεση της αναγνώρισης.
Και οι δυο περιπτώσεις μάς δείχνουν τη στιγμή της αιώρησης, και τη σχέση θανάτου και ιστορίας. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν είναι απαλλαγμένη από συναισθήματα, προσδοκίες ή άγχη. Το ιστορείν δεν λειτουργεί μόνο διανοητικά, αλλά και σε έναν κόσμο όπου η δικαιοσύνη και η αδικία, η δικαίωση και η καταδίκη εγκαθιδρύουν την ιστορία και τις πρακτικές της στο κέντρο της κοινωνικής ζωής.
***
Αντώνης Λιάκος - Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Εκδ. Πόλις