Στο έλεος των γλωσσικών εμμονών

Στο έλεος των γλωσσικών εμμονών

Πού την τραβάτε, ω γραμματισμένοι,
την νέα γλώσσα την Ελληνική;
Εμπρός εκείνη μόνη της πηγαίνει·
αφήτε την να ιδούμε πού θα βγει.
Την σέρνετε οπίσω την καϋμένη,
ενώ αυτή εμπρός εμπρός γερά πατεί.
Θα σπάσει το σχοινί που την τραβάτε,
και όλοι σας τ’ ανάσκελα θα πάτε!
Δημ. Βικέλας, Επίγραμμα

Και, όμως, ο κ. ΥΠΕΠΘ δεν χαρακτήρισε «παρά φύσει» τα αρχαία ελληνικά στα σχολεία ούτε μίλησε για την κατάργηση της διδασκαλίας τους αλλά αναφέρθηκε στην ανάγκη να διδάσκονται περισσότερες ώρες τα νέα ελληνικά απ’ ό,τι τα αρχαία και να περιοριστεί η διδασκαλία των αρχαίων στο Λύκειο. Η συγκεκριμένη άποψή του δεν αποτελεί δική του επινόηση αλλά προέρχεται από σχετική επιστολή 56 πανεπιστημιακών. Όλα αυτά, όμως, χάθηκαν στο συνηθισμένο κλίμα άναρθρων κραυγών. 

Επί της ουσίας, εν προκειμένω ο κ. ΥΠΕΠΘ έχει απόλυτο δίκιο. Είναι παράδοξο, σε μια χώρα με συγκεκριμένη ζώσα, γλώσσα να διδάσκεται στα σχολεία της, για περισσότερες ώρες απ’ ό,τι η ίδια, μια αρχαία εκδοχή αυτής. Γλωσσολογικά η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι νεκρή, διότι δεν υπάρχουν ζώντες ομιλητές αυτής. Προτού βιαστείτε να πείτε, ότι σήμερα χρησιμοποιούμε πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις και εκφράσεις, αξίζει να γνωρίζουμε, ότι οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες της αρχαιοελληνικής γλώσσας διαφέρουν ουσιωδώς από αυτούς της νεοελληνικής, ως, επίσης, πολλές λέξεις της σύγχρονης ελληνικής έχουν διαφορετική έννοια από αυτή, που είχαν στην αρχαιότητα. Ακόμα, ο τρόπος εκφοράς της γλώσσας στην αρχαιότητα διέφερε από το σημερινό. Σήμερα, οι κάτοικοι της χώρας μας μαθαίνουν να ομιλούν τη νέα ελληνική γλώσσα στην οικογένειά τους και αυτή χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους. Η χρήση λέξεων ή φράσεων της αρχαίας ή αρχαΐζουσας ελληνικής στην καθημερινότητά μας – συχνά με εντελώς εσφαλμένο νόημα – δεν αναιρεί αυτή την πραγματικότητα.

Υποστηρίζεται, ότι η γνώση των αρχαίων ελληνικών βοηθάει στην ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων των μαθητών και διευρύνει τους πνευματικούς τους ορίζοντες. Καμμία σοβαρή γλωσσολογική μελέτη δεν υποστηρίζει το πρώτο. Ως προς το δεύτερο, η πραγματική διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων των μαθητών προκύπτει από τη γνώση της ίδιας της σκέψης των αρχαίων Ελλήνων και όχι από την εκμάθηση της χρονικής αντικατάστασης του β’ ενικού προσώπου του «όμνυμι» ή των λέξεων, που γράφονται με δασεία. Μια τέτοια διεύρυνση μπορεί να επιτευχθεί και μέσα από την ανάγνωση του μεταφρασμένου στη νεοελληνική κειμένου. Είναι τουλάχιστον αβάσιμη η άποψη, ότι η μετάφραση είναι οπωσδήποτε ελλιπής, ειδικά σε μια εποχή που υπάρχουν αρκετές καλές ή και εξαιρετικές μεταφράσεις π.χ. αυτή της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη από τον κ. Σκουτερόπουλο, με τις οποίες μπορεί ευχερώς κάποιος να μυηθεί στην αρχαιοελληνική σκέψη και ιστορία. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά το νόημα λέξεων με διαφορετική κατά περίπτωση σημασία. Αυτή μπορεί να προκύψει από τα συμφραζόμενα και χωρίς τη γνώση της αρχαίας ελληνικής ή του πολυτονικού.

Σε μια εποχή που ένα σημαντικό ποσοστό αποφοίτων των ελληνικών σχολείων αγνοεί στοιχειώδεις κανόνες της νεοελληνικής γλώσσας, λόγω των ελαχίστων ωρών διδασκαλίας της, η εμμονή στο σημερινό τρόπο διδασκαλίας της αρχαιοελληνικής γλώσσας, με επιχειρήματα συχνά προερχόμενα είτε από πρόσωπα, που, όμως, δεν ήταν γλωσσολόγοι π.χ. Καστοριάδης και Ελύτης, και ελέγχονται σφόδρα για τη βασιμότητα των απόψεών τους στο συγκεκριμένο θέμα είτε από σάιτς γεμάτα μύθους για την ελληνική γλώσσα και χωρίς την παραμικρή αξιοπιστία, όχι μόνο δεν βοηθάει το μαθητή να κατανοήσει το αρχαιοελληνικό κείμενο αλλά, απεναντίας, καθιστά το κείμενο αυτό στα μάτια του απωθητικό. Φυσικά, επιτείνει τη σύγχυση του μαθητή, ο οποίος καλείται να ανεύρει, ποιοι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες ισχύουν για την αρχαιοελληνική και ποιοι για τη νεοελληνική. Αλήθεια, πόσο τιμητικό είναι κάτι τέτοιο για τους πιστούς της αύξησης των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στα σχολεία; Πόσοι παλιοί τριτοδεσμίτες μπορούν σήμερα να διαβάσουν ευχερώς Θουκυδίδη – που δεν είναι ο πιο δυσνόητος των αρχαίων – από το πρωτότυπο ή έστω τον καθαρευουσιάνο Ροΐδη;​

Αντί, λοιπόν, να λυσσομανούμε για τη διατήρηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, όπως αυτή έχει σήμερα, και τον πολλαπλασιασμό των ωρών διδασκαλίας τους και να αποδίδουμε σε αυτά μαγικές ιδιότητες, θα ήταν χρήσιμο να δούμε με ψυχραιμία τα αποτελέσματα του υφισταμένου τρόπου διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, νέας και αρχαίας, στα σχολεία μας. Σχεδόν κανείς δεν θα δηλώσει ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι μαθητές, όπως και παλιότερα, αποφοιτούν από το Λύκειο χωρίς να γνωρίζουν επαρκώς είτε τη μια είτε την άλλη, εκτός αν πέσουν σε κάποιο ικανό φιλόλογο ή στρωθούν και διαβάσουν μόνοι τους. Καμμία σοβαρή μελέτη δεν επικροτεί το υφιστάμενο σύστημα και καμμία τέτοια μελέτη δεν συμφωνεί με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών πολλώ δε μάλλον με την επέκτασή τους σε Δημοτικό, που οραματίζονται κάποιοι συμπολίτες μας, και στο Γυμνάσιο, που ισχύει από το 1992.

Αλλά, δυστυχώς, προκρίθηκαν πάλι τα γνωστά ουρλιαχτά και οι κινδυνολογίες και το ενδεχόμενο να γίνει, επιτέλους, μια σοβαρή συζήτηση για ένα θέμα, που αφορά την ίδια τη γλώσσα μας, παραπέμφθηκε στις καλένδες. Όλη η φασαρία έγινε, «επειδή ο Φίλης χαρακτήρισε παρά φύσει τα αρχαία ελληνικά», έβρεξε ο ουρανός καντήλια και μετά εκτονωμένοι οι γλωσσαμύντορες επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους, χωρίς να γνωρίζουν καλύτερα αρχαία ή νέα ελληνικά.

 

Facebook: Panagiotis Perivolaris