Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
-Μάντεις κακών και οραματιστές-
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Όσο άδειαζε τον Αυγουστο αυτή η πόλη τόσο ξεχώριζαν άλλες εικόνες της που χάνονταν πιο πριν στην ένταση και στο φορτίο του απρόσωπου πλήθους. Τώρα έγιναν πιο συγκεκριμένες αυτές οι ψηφίδες απ την συνολική φωτογραφία. Και τις πολύ πρωινές ώρες μπορεί κάποιος να διακρίνει τις λεπτομέρειες και να κοιτάξει καλύτερα τα πλάσματα και τις κινήσεις τους, να τα αισθανθεί πιο καλά. Να κατανοήσει, να λυπηθεί, να φοβηθεί, να θυμώσει, να νιώσει …
IX
«Εχθές έχωσα κάτω απ’ την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της.
Όλο το απόγευμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ’ τις αυλές με νόημα.
Ο πατέρας μου φεύγει κάθε πρωί
όταν εγώ ακόμη κοιμάμαι
Πάει στο εργοστάσιο.
Εκεί συναντιέται με πολλούς άντρες
και δουλεύει.
Κάποτε τα δεσμά που μας κρατούνε θα σπάσουνε από την εκκωφαντική λέξη της αλήθειας.
Κάποτε οι ρομαντικοί θα είναι περισσότεροι απ τις νιφάδες της μεγαλύτερης χιονόπτωσης του αιώνα
Κάποτε θα μάθει να απαντάει η ψυχή όταν την ψάχνεις ουρλιάζοντας να την έβρεις στο σκοτάδι
Μπορούμε να πούμε πώς, αν η ζωή μας δεν έχει για άμεσο σκοπό της την οδύνη, δεν έχει κανένα λόγο να υπάρχει. Γιατί είναι παράλογο να παραδεχτούμε πώς ό ατέλειωτος πόνος πού γεννιέται από την σύμφυτη με τη ζωή δυστυχία και πού γεμίζει τον κόσμο, είναι καθαρά τυχαίο γεγονός και όχι σκοπός αυτός καθ’ αυτός. Ειν’ αλήθεια πώς κάθε Ιδιαίτερη δυστυχία φαίνεται σαν εξαίρεση· αλλά, γενικός κανόνας, είναι η δυστυχία.
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
Κάποτε, όπως γνωρίζουμε, το πρωταρχικό μέλημά μας ως άνθρωποι, ήταν να επιβιώσουμε. Η, εν λόγω, ροπή (προς την επιβίωση) υφίσταται μέχρι και σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η αντίδραση μάχης ή φυγής να εξακολουθεί να ενεργοποιείται όταν αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο. Αυτό μας κάνει να φοβόμαστε, και όταν φοβόμαστε τείνουμε να προσπαθούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας και τους άλλους.
Σήμερα το πρωί σηκώθηκα απρόθυμα απ’ το κρεβάτι –δεν ήθελα καθόλου να σηκωθώ. Ήταν η αρχή ενός πολύ δύσκολου διημέρου. Ευχήθηκα να είχα υπερδυνάμεις. Χαζές υπερδυνάμεις.
Να μπορώ να κάνω skip το διάστημα μέχρι αύριο βράδυ. Να γίνουν όσα πρέπει να γίνουν, να κάνω ό,τι πρέπει να κάνω, αλλά να μην το θυμάμαι, να πάω κατευθείαν στο «Τετάρτη- απόγευμα».
Κι αλήθεια ήταν δύσκολη μέρα. Με πήγε τρέχοντας ως τι δέκα το βράδυ.
Σαν τέλειωσε, αυτή η κουραστική μέρα, έκατσα στο μπαλκόνι. Άνοιξα μια Άλφα Weiss, έβαλα για μεζέ γίγαντες, και το youtube να παίζει Rolling Stones.
Και περίμενα να εμφανιστεί το φεγγάρι –που αργεί όλο και περισσότερο να ανατείλει μετά την πανσέληνο.
Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.
Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.
Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.