Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
«Έδώ πάντα καθόμουνα και άναβα το ‘να τσιγάρο μετά το άλλο. Από αμηχανία. Πολλές φορές νόμιζα ότι όλα ήταν καπνός. Ήταν σαν να έφτανα σε μια σάλα όπου οι χορευτές δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους, κάνοντας το πιο δύσκολο, και σταματούσαν από αμηχανία γιατί ήξεραν πως ήθελα να καπνίσω.
»Όμως εγώ ποτέ δεν έφτασα σε καμιά σάλα χορού. Παλιά, στη Θεσσαλονίκη, όταν ξεκίναγα το ταξίδι, βρέθηκα σε σπίτια ποιητών.
Νέος, ζητούσα από τους ανθρώπους περισσότερα απ’όσα μπορούσαν να μου δώσουν: μια διαρκή φιλία, μια μόνιμη συγκίνηση.
Ξέρω τώρα να τους ζητώ λιγότερα απ’ όσα μπορούν να μου δώσουν: μιαν απλή συντροφιά.
Και οι συγκινήσεις τους, η φιλία τους, οι ευγενικές χειρονομίες τους διατηρούν, στα μάτια μου, ολόκληρη την αξία του θαύματος: μια τέλεια εντύπωση χάριτος.
Ποίημα που του λείπει η χαρά αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης
αφού το θέλεις
γυναίκα αρμονική κι ωραία
έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού ετοποθέτησες απλά κι ευγενικά μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό –ιταλικό μού φαίνεται– βάζο με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Ο χαρταετός
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μού άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Θαρρούσα ως τώρα, φίλοι μου καλοί,
Θαρρούσα –ως τώρα–
πως όλα βάδιζαν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η Γ. και η μικρή της αδερφή Π. βρίσκονται στο δωμάτιό τους και παίζουν.
Κάποια στιγμή ακούγονται φωνές.
Οι φωνές γίνονται τσιρίδες και οι τσιρίδες κλάματα.
Πηγαίνω προς το δωμάτιό τους. Η μικρή Π. έχει στεναχωρηθεί επειδή η Γ. δεν της δίνει να παίξει με εκείνο το πορτοκαλί το μπουκαλάκι που βγάζει σαπουνόφουσκες, ενώ το δικαιούται αφού το δικό της έχει χαλάσει.