Νίκος Τσιφόρος – Θαλασσινό

Νίκος Τσιφόρος – Θαλασσινό

Eίχε τα πρώτα γνωρίσματα της παρακμής. Κοιλιά και φαλάκρα.

Είχε κι ένα μαγιώ. Έκρυψε λοιπόν την κοιλίτσα του στο μαγιώ και άφησε τη φαλάκρα του να τη γυαλίζει ο ήλιος.

Μακριά, φούσκωναν τ’ άσπρα πανιά των «θαλασσίων ξύλων». Ένας ποιητής θα τα παρομοίαζε με νοσταλγικά θαλασσοπούλια. Κοντά, μαύριζαν τα μπρούντζινα κορμιά των κοριτσιών. Ένας ποιητής δε θα ’βρίσκε παρομοίωση. Για τους ποιητές, τα κορίτσια είναι άυλες Μούσες.

Αισθάνθηκε, εκατό χιλιόμετρα μακριά από την παραθερίζουσαν νομιμότητά του, να του ζωντανεύει το θέαμα όλες τις κατακτητικές του ικανότητες φυλακισμένες ώς τώρα μέσα σ’ ένα κουτί με κιτρινισμένα στέφανα. Εκήρυξε και γενική επιστράτευση των δυνατοτήτων του. Έσφιξε τα νερουλιασμένα ποντίκια των μπράτσων του, νόμισε ότι τέντωσε και το στήθος ταρζάνεια, γέμισε και το Τόμιγκαν της γοητείας του με φυσίγγια από μειδιάματα.

-Επιτρέπετε, δεσποινίς;

Η δεσποινίς επέτρεπε. Γιατί να μην επιτρέψει; Κάτω από το μπικίνι, δεν υπήρχε χώρος να κρυφτεί κανενός είδους δισταγμός. Η φαλάκρα έλαμψεν από πνεύμα τρίτης κατηγορίας. Έκανε και ακροβολισμούς επιδεικτικούς. Βίλα. Αυτοκίνητο. Ο βαρώνος Φον Μυγχάουζεν θα ζήλευε τον πλούτο της φαντασίας του.

Η δεσποινίς, μισοζαλισμένη από τον ήλιο, άρχισε να σχηματίζει τις αγαθότερες εντυπώσεις για τις φαλάκρες. Ώς τώρα, θεωρούσε υποτιμητικές αυτές τις στίλβουσες επιφάνειες.

-Έχετε πολύ πνεύμα, εμειδίασε.

θέλησε να το επιβεβαιώσει.

-Τόσο, ώστε εξετόπισε ακόμη και τα μαλλιά μου.

Άρχισε να γίνεται πρακτικός.

-Αν σας προσέφερα κάτι; Μια μπύρα;

Δέχτηκε την μπύρα, που ήρθε με μια ολόκληρη συντροφιά από καλαμαράκια, από σαλάτες, από ένα σωρό αγαθά. 'Οταν η κοιλιά του άρχισε να γεμίζει, έστειλε τη μακαριότητα να εγκατασταθεί στη φαλάκρα. Εκεί μέσα δεν είχε πια χώρο.

Μίλησε με ενθουσιασμούς δεκατεσσάρων βαθμών, αλειμμένους με βύνη. Πρότεινε και κάποιο βραδινό περίπατο. Η δεσποινίς ήταν τολμηρή σε ό,τι αφορούσε το μαγιώ, αλλά διατακτική στις νυκτερινές εκστρατείες. Της αρκούσε να φορέσει το φουστάνι της, για να μεταβληθεί σε Νιτούς του Μοναστηριού. Αυτό του άρεσε περισσότερο.

-Δε θα βρείτε ούτε μια τόση δα ευκαιρία;

Αν ήταν εδώ η παραθερίζουσα νομιμότης του, δε θα ηύρισκε ευκαιρία ούτε αυτός ο ίδιος. Η δεσποινίς άφησε την αμφιβολία της σιωπής να περάσει με τη μάσκα τού «ίσως».

Ύστερα... ήρθεν ο μαντράχαλος. Ο νέος μαντράχαλος, ο αθλητικός μαντράχαλος, ο ηλιοψημένος μαντράχαλος. Τους είδεν από μακριά και ήρθεν γεμάτος νερά και θράσος.

-Εδώ είσαι, Νέλλη;

Την πήρε από το μπράτσο. «Πάμε.» Κι ευχαρίστησε τη φαλάκρα: «Μερσί για την μπύρα, μπάρμπα.»

Μπάρμπα!... Και δεν είχε και μαλλιά για να τα τραβήξει.

***

Νίκος Τσιφόρος – Ο πρώτος Τσιφόρος των εκδόσεων Ερμής