Στη νεολιθική Κίνα, στις ηπειρωτικές περιοχές βόρεια του Γιανγκτσέ, χρησιμοποιήθηκε ως νόμισμα ένα είδος κοχυλιού – το κέλυφος ενός γαστερόποδου της οικογένειας Cypraeidae, ονόματι Ovatipsa chinensis, κοινώς Chinese cowrie.
Επεξεργασμένα ή ανεπεξέργαστα, περασμένα σε σχοινί, αυτά τα κοχύλια (τα ίδια ή ομοιώματά τους) έπαιξαν ρόλο χρήματος μέχρι που – κάπου από τα μέσα της Εποχής της Άνοιξης και του Φθινοπώρου (771-476 π.Χ.) – άρχισαν να εκτοπίζονται από τα χάλκινα νομίσματα.
Τόσο σπάνια και πολύτιμα ήταν αυτά τα κοχύλια;; Πρώτον, ήταν σπάνια – άρα και πολύτιμα – στα ηπειρωτικά, σε μια εποχή που οι μετακινήσεις ήταν απαγορευτικά δύσκολες. Δεύτερο, δεν ήταν πολύτιμα με την έννοια που ήταν πολύτιμος ο χρυσός. Ήταν ‘αντ’ αυτού’. Ήταν κάτι σαν ‘εγγυήσεις’, ‘υποσχετικές’. Λειτουργούσαν, δηλαδή, παρόμοια με το σημερινό χρήμα. Εκτός αυτού, χρησιμοποιούνταν επίσης και ως κοσμήματα.
Η κινέζικη λέξη γι’ αυτό το κοχύλι είναι ‘’bèi’ (σήμερα γράφεται 贝), και όπου συμμετέχει, συνεισφέρει την έννοια ‘χρήμα’, ‘πολύτιμος’, ‘ακριβός’ κ.λπ.
Παρόμοια κοχύλια χρησιμοποιήθηκαν με παρόμοιο τρόπο σε διάφορα μέρη του κόσμου: Βόρεια Αμερική, Αφρική, Ινδία, Αυστραλία. Συγκεκριμένα ο αιγυπτιολόγος Φλίντερς Πέτρι θεωρεί ότι μια συγκεκριμένη νομισματική μονάδα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και έγραφαν με ένα σύμβολο που θύμιζε το σχήμα ‘ŏ’ προερχόταν από την Περσία και απέδιδε την ελληνική λέξη ‘χοιρίνη’ – όστρακο ενός γαστερόποδου της ίδιας οικογένειας με το κινέζικο, στο οποίο δόθηκε το χαρακτηριστικό όνομα Monetaria moneta, κατά τον Κοραή: ‘εἶδος μικρᾶς θαλασσίας κόγχης, ἣν οἱ Ἀθηναῖοι δικασταί μετεχειρίζοντο ὡς ψῆφον’. Η σημερινή ελληνική λέξη γι’ αυτού του είδους τα κοχύλια είναι ‘κυπραία’ ή ‘γουρουνάκι’.
(Στην πρώτη φωτογραφία η Ovatipsa chinensis, στη δεύτερη η Monetaria moneta)