Αλ. Παπαδιαμάντης - Οι Χαλασοχώρηδες

Αλ. Παπαδιαμάντης - Οι Χαλασοχώρηδες

Από το εκτενές διήγημά του «Οι Χαλασοχώρηδες» (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 12-22 Αυγούστου 1892). Σ' αυτό καταγράφει τα εκλογικά ήθη της εποχής, την υφαρπαγή ψήφων με υποσχέσεις, ρουσφέτια, εκβιασμούς, περιγράφοντας παράλληλα κομματάρχες και υποψήφιους βουλευτές.

Είναι ένας πειρασμός αυτοί οι «Χαλασοχώρηδες», που δίνουν την Ελλάδα σέ προεκλογική περίοδο, την Ελλάδα τού 1880, του 1890, του 1900. Λίγες διασκεδαστικές και διδακτικές γραμμές

Διηγείται o Παπαδιαμάντης :

Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου έπιον όχι ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφους κατήντησαν και εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράσει.

Αλλ’ ο κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο επιμόνως να κεράσει, λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν να το κάμει φόρα προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανεί φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά. Διότι ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, του έταξαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτώ ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά απέναντι, καθώς του είπαν, και παρακινήσαντες αυτόν να εξοδεύσει κι απ’ τη σακκούλα του όσα θέλει άφοβα, διότι θα πληρωθεί μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελε παρουσιάσει.

Τότε αυτός πιστεύσας «εξανοίχθηκε» κι εξώδεψε ιδικά του λεπτά, παραπάνω από ένα εκατοστάρικο· αλλά μετά τας εκλογάς, ο Λάμπρος ο Βατούλας (τον οποίον αυτός ηρέσκετο να ονομάζει σήμερον «ο Λάμπρος ο Φαταούλας») έκαμε πως δεν τον εγνώριζε και του εγύριζε τις πλάτες. Πού επερίσσευε τραμπούκος απ’ αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κι οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο Λάμπρος ο Βατούλας κι ο Μανόλης ο Πολύχρονος κι άλλοι μερικοί πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι… κι ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο. Έχουν βλέπεις αυτοί οι διάβολοι τον τρόπον να τα κάμουν πλακάκια. Αν ερωτάς κι από κοντραπούντους κι από μπουλούκια… κανείς δεν μπορεί να βγάλει πλώρη μαζί τους. Είναι εις όλα πρώτο νούμερο.

Αλλ’ όταν μίαν φοράν καεί η γούνα ενός ταβερνιάρη, ενός καφετζή ή ενός μικρομπακάλη (δεν σου λέγω, είναι άλλοι που καίονται στα πολιτικά κι έχουν κρεμασμένο δια τας εκλογάς το ζουνάρι τους… κι είναι πάλιν άλλοι που ξέρουν με τρόπο και τα καταφέρνουν, παίρνοντας λεπτά κι από τα δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε το έν, πότε το άλλο κι εβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολύ βλαξ θα είναι, αν τους επιτρέψει να τον κοροϊδέψουν και δευτέραν φοράν.

Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να κεράσει τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει εις το καπηλείον του. Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι. Ήτο εσπέρα ήδη και από της δείλης είχον περιέλθει το ήμισυ της πολίχνης, παντού κερνώμενοι και πίνοντες. Ο Κωνσταντής ο Καλόβολος ήρχισε να παραδίδει μάθημα εκλογικής ορθοφροσύνης εις τον κάπηλον, λέγων ότι αυτός οπού τού θέλει το καλόν του λυπείται να τον βλέπει να πηγαίνει πάντοτε ωσάν τον κάβουρα, και τούτο ένεκα αδικαιολογήτου παραξενιάς. Το να μη θέλει «να το κάμει φόρα» νομίζει ότι είναι δι’ αυτόν το συμφερώτερον;

Κάθε άλλο, εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστίαν και εις τα δύο κόμματα, και ένεκα τούτου δεν αποφασίζουν να δώσουν χρήματα εις ένα άνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», όστις θέλει να κάμει τον ανεξάρτητον, χωρίς να ξεύρει καλά καλά τι πράγμα είναι ανεξαρτησία. Ενώ, αν αποφασίσει να κυρηχθεί θερμός ή και χλιαρός υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ του κόμματος τούτου θα εφελκύσει ασφαλώς την εμπιστοσύνην, δεν είναι παράξενον να προκαλέσει κολακείας και φιλοφρονήσεις και από το άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να τα γυρίσει, ή θα πασχίσουν τουλάχιστον να τον μετριάσωσιν. Εάν θέλει μάλιστα να πάρει λεπτά και από τα δύο κόμματα, ο ασφαλέστερος τρόπος είναι να κυρηχθεί φανερά υπέρ του ενός.

Δεν παίρνει παράδειγμα απ’ αυτόν κι από τον φίλον του, τον Γιάννην της Κ’σάφους; Ενώ άλλοι φανατίζονται και «χαλνούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι δύο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής φιλοσοφίας εις όλον το χωρίον, ανήκοντες εις δύο αντίπαλα και μέχρι καταστροφής πολεμούντα άλληλα κόμματα, περνούν με γέλια και με χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι εις υγείαν όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες την φιλίαν των υπεράνω κομμάτων. Και με τοιούτον τρόπον «το έχουν δίπορτο». Με όποιον κόμμα νικήσει θα είναι φίλοι και οι δύο, αφού θα είναι ο είς. «Όποιος γάιδαρος, κι αυτοί σαμάρι».

Κι ο Παπαδιαμάντης, αφού περιγράψει κι άλλα προεκλογικά τερτίπια, μας πληροφορεί:

Κατά την πρώτην σύνοδον ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίσει εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους, ως και δύο κουμπάρους και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρετρίας του και άλλους. Κατά την δευτέραν σύνοδον ο Γεροντιάδης κατώρθωσε ν’ ακυρώσει δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων και να ενοικιάσει μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οικίας του το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον.

Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχώς δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν. Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κι έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ’ ο ανομοίου κλίσεως και προορισμού.

Όσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολείο της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη  ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγει. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέρες απ’ το Θεό» διά να ζήσει. Δυστυχώς και παρ΄ ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της  Γ΄ συνόδου άγουσα.