×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 103

Αναζητώντας τη γενετική βάση της ομοφυλοφιλίας

Αναζητώντας τη γενετική βάση της ομοφυλοφιλίας The science of homosexuality from Edward Clint

Όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο άρθρο (Ομοφυλοφιλία: Φυσικό φαινόμενο, διαστροφή της φύσης, ασθένεια ή κοινωνική επιλογή;), η ομοφυλοφιλία είναι ένα αρκετά συνηθισμένο φυσικό φαινόμενο, που απαντάται σε πληθώρα οργανισμών. Παρά το γεγονός αυτό, μπορεί κάποιος να πει ότι η ομοφυλοφιλία ναι μεν αποτελεί συχνό φυσικό φαινόμενο για πολλά είδη, ο άνθρωπος όμως είναι εξαίρεση. Ειδικά λοιπόν για τον άνθρωπο, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η ομοφυλοφιλία έχει κάποια γενετική βάση ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι καθαρά θέμα επιλογής (lifestyle choice). Αν είναι θέμα προσωπικής επιλογής, που καθορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες καθώς αναπτυσσόμαστε, όσοι υποστηρίζουν ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια επιλογή διαστροφής, θα οδηγήσουν τους ομοφυλόφιλους σταδιακά σε κοινωνική περιθωριοποίηση.

Αν υπάρχει όμως γενετική βάση, τότε προκύπτει το εξής συμπέρασμα: Είτε πρόκειται για γενετική ασθένεια, είτε πρόκειται για μια φυσιολογική γενετική παρέκκλιση που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει και δεν χρήζει θεραπείας (αφού δεν είναι ασθένεια). Στην πρώτη περίπτωση, αν η σεξουαλικότητα καθορίζεται από μια επιστημονικά τεκμηριωμένη χημική διεργασία που επιδέχεται θεραπευτικής αγωγής, το αποτέλεσμα θα είναι να συμπεριφερόμαστε στον ομοφυλόφιλο ως ασθενή και η περιθωριοποίησή του θα εξαρτάται από το αν η κοινωνία είναι φιλελεύθερη ή όχι (οπότε θα έχουν παρόμοια αντιμετώπιση π.χ. με τα άτομα με ειδικές ανάγκες, σωματικές αναπηρίες κτλ.). Στη δεύτερη περίπτωση, θα πρέπει να ερευνηθεί η «εξελικτική» της χρησιμότητα (αν υπάρχει) και σε τι ποσοστό επηρεάζει το κοινωνικό περιβάλλον την εκδήλωση αυτής της παρέκκλισης.

Σε άρθρο τους λοιπόν, οι Zhang και Odenwald αναφέρουν ότι μελετώντας τις αρσενικές Drosophila (μικρές μύγες) βρήκαν πώς οι «ομοφυλοφιλικές πράξεις» μεταξύ τους, μπορούσαν να προκληθούν με τεχνικές που ενεργοποιούσαν ένα γονίδιο w (εκ του white=λευκό γιατί σχετίζεται και με το χρώμα των οφθαλμών). Μαζική ενεργοποίηση και έκφραση του γονιδίου αυτού είχε ως συνέπεια να διεξάγονται τελετουργικά μεταξύ αρσενικών σε αλυσίδες ή κύκλους των πέντε και περισσότερων ατόμων. Μάλιστα, αν πλησίαζε μια θηλυκή Drosophila, σπάνια έδειχνε ενδιαφέρον κάποια αρσενική. Αυτό το εύρημα, το οποίο επανέλαβαν και άλλοι εργαστηριακά είχε σαν αποτέλεσμα να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η λανθασμένη έκφραση του γονιδίου w επηρεάζει σημαντικά τη σεξουαλική συμπεριφορά των αρσενικών ατόμων Drosophila.

Στη συνέχεια όμως, οι Zhang και Odenwald μπαίνουν στη διαδικασία να συμπεράνουν αυθαίρετα και με βάση τα ανθρώπινα κριτήρια, ότι η σεξουαλική συμπεριφορά της Drosophila είναι ομοφυλοφιλική και κυρίως προεκτείνουν τα αποτελέσματά τους και στο ανθρώπινο είδος, χωρίς καμία άλλη πειραματική προσέγγιση. Το άρθρο τους παρόλα αυτά, καταφέρνει να ανοίξει μια ολόκληρη κουβέντα γύρω από τα «gay γονίδια» (περιοδικό Time – Search for a Gay Gene). Νωρίτερα, ο LeVay στο περιοδικό Science είχε δημοσιεύσει τα αποτελέσματα μιας έρευνας, από τα οποία συμπέρανε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχει βιολογικό υπόβαθρο, εκθέτοντας τις διαφορές στο μέγεθος του υποθαλάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων ανδρών.

Ακολουθεί μια σειρά ερευνών, όπως αυτή του Hamer, στην οποία ισχυρίζεται πώς η ομοφυλοφιλία περνάει από γενιά σε γενιά μέσω των γυναικών με ένα γενετικά καθορισμένο τρόπο, οι οποίες όμως, όπως και αυτές των Shang-Odenwald και LeVay, έχουν πολλά τρωτά σημεία και μερικές φορές εξάγουν και αυθαίρετα συμπεράσματα. Τόσο οι παραπάνω μελέτες όσο και όσες ακολούθησαν έδωσαν αρκετές ενδείξεις για να οδηγηθεί στη συνέχεια η επιστήμη στο συμπέρασμα, ότι η ομοφυλοφιλία φαίνεται να σχετίζεται με ένα σύνολο γονιδίων κι όχι μόνο με ένα ή δύο.

Η McCarthy, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Maryland, θεωρεί όμως πιο πιθανή την «επιγενετική» εξήγηση της ομοφυλοφιλίας, όπως αυτή υποστηρίζεται από κάποια πιο σύγχρονα άρθρα, όπως αυτό του William Rice. Η επιγενετική (epigenetics) γενικά, μελετά τις επίκτητες μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων, οι οποίες ούτε απορρέουν ούτε συνεπάγονται αλλαγές στο επίπεδο της αλληλουχίας του DNA. Συγκεκριμένα λοιπόν για την ομοφυλοφιλία, ο Rice και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν το 2012 μια μελέτη, η οποία δείχνει ότι κάποια συνδεόμενα με το φύλο γονίδια «ανοιγοκλείνουν» τη λειτουργία τους ανταποκρινόμενα σε ορμονικά ερεθίσματα μέσα στη μήτρα και τα οποία παράγονται τόσο από τη μάνα, όσο και από το παιδί. Αυτή η «μάχη» δεν καθορίζει το φύλο του εμβρύου άμεσα μιας και αυτό έχει καθοριστεί γενετικά εξαρχής. Όμως, αν τα ερεθίσματα επιμείνουν όταν το παιδί γεννηθεί και αυτό αποκτήσει στη συνέχεια δικά του παιδιά, αυξάνονται οι πιθανότητες κάποια από αυτά να είναι ομοφυλόφιλα.

Σε επόμενη δημοσίευση (2013), ο Rice προτείνει μάλιστα και ένα επιγενετικό μοντέλο για την ομοφυλοφιλία, έχοντας στη διάθεσή του μερικά δεδομένα παραπάνω και σίγουρα ανοίγει έναν νέο δρόμο ερμηνείας της ομοφυλοφιλίας μέσω της θεωρίας των επιγενετικών αλλαγών. Όλες όμως οι παραπάνω έρευνες, αν και έχουν συμβάλλει στο να μαζευτεί ένας μεγάλος όγκος ενδείξεων για τη βιολογική βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν έχουν καθορίσει ή αποδείξει αμετάκλητα τους ακριβείς (επι)γενετικούς μηχανισμούς του σεξουαλικού προσανατολισμού. Το γεγονός ότι δεν έχει επιστημονικά καθοριστεί με ακρίβεια η βιολογική βάση της ομοφυλοφιλίας δεν εξηγεί σε καμία περίπτωση όμως,  τη γενικότερη κοινωνική αντίληψη που την αποκλείει και θεωρεί δεδομένο ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί αποκλειστικά επιλογή του ατόμου χωρίς (ή ελάχιστη) γενετική προδιάθεση, ενώ υπάρχουν περισσότερες επιστημονικές ενδείξεις για το αντίθετο.

Για να μπορέσει όμως, να απαντηθεί ολοκληρωμένα το ερώτημα αν γεννιέσαι ή γίνεσαι ομοφυλόφιλος καθώς και αν η ομοφυλοφιλία είναι ασθένεια, κρίνεται απαραίτητο να δούμε την ομοφυλοφιλία από εξελικτική σκοπιά. Στο επόμενο άρθρο λοιπόν, θα αναδείξουμε τις θεωρίες που υπάρχουν σχετικά με την πιθανή εξελικτική σημασία της ομοφυλοφιλίας.