Νίκος Καζαντζάκης - Η Τίγρη η συνταξιδιώτισσα

Νίκος Καζαντζάκης - Η Τίγρη η συνταξιδιώτισσα

Ο δημιουργός παλεύει με ουσία σκληρή, αόρατη, ανώτερη του. Κι ο πιο μεγάλος νικητής βγαίνει νικημένος- γιατί πάντα το πιο βαθύ μας μυστικό-το μόνο που άξιζε να ειπωθεί- μένει ανείπωτο. Δεν υποτάζεται αυτό ποτέ στο υλικό περίγραμμα της τέχνης. Πλαντούμε στην κάθε λέξη.

Βλέπουμε ένα δέντρο ανθισμένο, έναν ήρωα, μια γυναίκα, το άστρο της αυγής και φωνάζουμε: «Αχ!» και τίποτα άλλο δεν μπορεί να χωρέσει η καρδιά μας. Όταν το «Αχ!» αυτό θελήσουμε, αναλύοντάς το, να το κάμουμε στοχασμό και τέχνη, να το μεταδώσουμε στους ανθρώπους, να το σώσουμε από την ίδια μας τη φθορά, πώς ξευτελίζεσαι σε λόγια αδιάντροπα, βαμμένα, γεμάτα αγέρα και φαντασία!

Μια νύχτα είδα ένα όνειρο: Ήμουν σκυμμένος απάνω σ’ ένα σωρό χαρτιά κι έγραφα, έγραφα, έγραφα... Αγκομαχούσα σα ν’ ανέβαινα βουνό- μαχόμουνα να σώσω, να σωθώ, πάλευα με τις λέξες, πολεμούσα να τις δαμάσω, τις ένιωθα ν’ αντιπηδούν γύρα μου άγριες, ν’ αντιστέκουνται σα φοράδες. Ξάφνου, σκυμμένος ως ήμουν, ένιωσα, στο κλειδί του κεφαλιού μου, μια ματιά να με διαπερνάει. Σήκωσα τρομαγμένος τα μάτια κι είδα: Μπροστά μου ένας νάνος, με μαύρα γένια ίσαμε τη γης, στεκόταν, κουνούσε αργά, με περιφρόνηση, το βαρύ κεφάλι και με κοίταζε.

Τρομαγμένος έσκυψα πάλε το σβέρκο στο ζυγό και ξακολούθησα να γράφω. Μα η ματιά διατρυπούσε πάντα, ανήλεη, το κορφοκέφαλό μου. Ξανασήκωσα τα μάτια σιγά, με τρόμο, κι είδα το νάνο να κουνάει πάντα το κεφάλι με θλίψη και περιφρόνηση. Κι άξαφνα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αηδία ανέβηκε στο σπλάχνο μου, αγανάχτηση για τα χαρτιά τούτα, τα βιβλία και τα μελάνια όπου χάνουμουν, για τον αγώνα μου τον ανόσιο να κλείσω μέσα σε καλούπια ωραιότητας την ψυχή μου.

Έτσι, με την αναγούλα τούτη στα σωθικά, ξύπνησα. Μια φωνή μέσα μου σηκώθηκε αυστηρή. Σα να ’ταν ακόμα ο νάνος μπροστά μου και μιλούσε:

-  Η ζωή σου πήγε χαμένη σε δοκιμές. Στην άκρα του κάθε δρόμου κάθεται η Νίκη και περιμένει. Μα εσύ πάντα σου βιάζεσαι, λιγοψυχάς και γυρίζεις πίσω. Το πλήθος δε βλέπει Σειρήνες, δεν ακούει τραγούδια στον αγέρα τυφλό κουφό, λάμνει σκυμμένο στ’ αμπάρια της γης. Μα οι πιο διαλεχτοί, οι καπετάνιοι, γρικούν εντός τους μια Σειρήνα -την ψυχή τους- και σπαταλούν βασιλικά τη ζωή μαζί της. Τι άλλη αξία έχει, θαρρείς, η ζωή; Μα οι μισεροί γρικούν τις Σειρήνες και δεν πιστεύουν, είναι γιομάτοι φρόνηση και δειλία, ζυγιάζουν το Ναι και τ’ Όχι με φλωροζυγαριά σε όλη τους τη ζωή. Και πεθαίνουν. Κι ο Θεός, μην ξέροντας πού να τους ρίξει -να μη στολίσουν τον Άδη, να μη μολέψουν την Παράδεισο- προστάζει να τους κρεμάσουν ανάμεσα φθοράς και αφθαρσίας, ανάποδα στον αγέρα.

-  Είσαι μισερός, και ντρέπουμαι να σε κουβαλώ μαζί μου!

Κι εγώ τίναξα το κεφάλι κι αποκρίθηκα:

-  Έφτασα ως την άκρα· και στην άκρα του κάθε δρόμου βρήκα την άβυσσο.

- Βρήκες την αναξιότητά σου να προχωρήσεις! Άβυσσο λέμε ό,τι δεν μπορούμε να γιοφυρώσουμε. Δεν υπάρχει άβυσσο, δεν υπάρχει άκρα· υπάρχει μονάχα η ψυχή του ανθρώπου, κι αυτή ονομάζει τα πάντα σύμφωνα με την αντρεία ή την αναντρία της Χριστός, ο Βούδας, ο Μουχαμέτης βρήκαν άβυσσο μα ρίξαν γιοφύρι και πέρασαν. Και μαζί τους περνούν τ’ ανθρώπινα κοπάδια. Αυτοί ’ναι οι τσοπάνηδες. Αυτοί ’ναι οι ήρωες.

-  Άλλος γίνεται ήρωας από Θεού άλλος με τον εδικό του αγώνα. Μάχουμαι!

- Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ ’σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό. Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο λόγο. Και δικαιολογιέσαι κλαψουρίζοντας: «Δε με χωρούν οι φόρμες οι παλιές!» Μα προχωρώντας στην τέχνη θα μπορούσες να φτάσεις τα σύνορα τα ηρωικά, όπου άνετα να χωρούν, να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν τη δίκη σου! Ζητώντας την αλήθεια, ας είναι και μισερή κι ανθρώπινη, μπορούσες να υποτάξεις φυσικές δυνάμες, να βρεις και να διατυπώσεις  νόμους που να πλατύνουν απάνω στη γης τον κύκλο της λευτεριάς μας. Κι από τα ξεπνεμένα ακόμα σύμβολα της θρησκείας, να ορμή-σεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του ανθρώπου.

- Είσαι άδικος. Η καρδιά σου δε γνωρίζει έλεος. Σε ξανάκουσα, ω μισητή, ανελεήμονη φωνή, σε κάθε σταυροδρόμι όπου στέκουμουν για να διαλέξω.

- Θα με ακούε πάντα σε κάθε σου φυγή.

- Ποτέ δεν έφυγα. Πάντα προχωρώ, παρατώντας ό,τι αγάπησα, ξεσκίζοντας την καρδιά μου.

- Ως πότε;

- Δεν ξέρω. Ωσότου να φτάσω την κορφή μου. Εκεί θ’ αναπαυτώ.

- Κορφή δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει. Μισώ το κορμί σου, την ψυχή σου, το μυαλό σου. Δεν μπορώ πια, δε θέλω πια να οδοιπορώ μαζί σου.

Τούτη η ανελεήμονη φωνή -η Τίγρη η συνταξιδιώτισσα- με συντρόφευε, κι ας με μισούσε, σε όλα μου τα ταξίδια. Όλα τα είδαμε μαζί. Φάγαμε κι ήπιαμε οι δυο μας στα τραπέζια της ξενιτιάς, πονέσαμε μαζί, χαρήκαμε μαζί βουνά, γυναίκες, ιδέες.

Κι όταν φορτωμένοι λάφυρα, γιομάτοι πληγές, γυρίζουμε πια στο δροσερό, το ήσυχο κελί μας, γαντζώνεται η τίγρη τούτη αμίλητη στην κορφή του κεφαλιού μου. Εκεί είναι η κούρνια της. Απλώνεται σοφιλιαστά γύρα στο κρανίο μου, χώνει τα νύχια της στο μυαλό μου και συλλογιούμαστε τα όσα είδαμε και τα όσα έχουμε ακόμα να δούμε.

Χαιρόμαστε κι οι δυο μας που όλος ο κόσμος τούτος, ορατός κι αόρατος, είναι ένα αξεδιάλυτο μυστικό· βαθύ, ακατανόητο, πέρα από το νου, από την πεθυμιά, από τη βεβαιότητα. Κουβεντιάζουμε οι δυο μας -η Τίγρη η συνταξιδιώτισσα κι εγώ- και γελούμε που είμαστε τόσο σκληροί, τρυφεροί κι αχόρταγοι και που ένα βράδυ σίγουρα θα δειπνήσουμε μια φούχτα χώμα να χορτάσουμε. Κι όταν έχουμε κέφι πολύ ή πίκρα αβάσταχτη, παίζουμε και βάνουμε το Θεό να ψέλνει, τρέμοντας, ύμνους παθητικούς στον κακομοίρη τον άνθρωπο.

Τι χαρά είναι τούτη, Θε μου, να ζεις και να βλέπεις και να παίζεις με τη μεγάλη Τίγρη και να μη φοβάσαι!

Κι ένα πρωί να σηκώνεσαι να λες: «Οι λέξες! Οι λέξες! Άλλη σωτηρία δεν υπάρχει! Δεν έχω στην εξουσία μου παρά 24 μολυβένια στρατιωτάκια, θα κηρύξω επιστράτεψη, θα σηκώσω στρατό, θα νικήσω το θάνατο!»

Και ξέρεις καλά πως ο θάνατος δε νικιέται· μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρεις ακόμα τούτο, το δυσκολότερο: Δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη. Η αξία του ανθρώπου είναι μια μονάχα, τούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια, χωρίς να καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα τούτο, το τρίτο, το ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα πως δεν υπάρχει αμοιβή να σε γιομώνει με χαρά, υπερηφάνεια κι αντρεία. 

***

Ν. Καζαντζάκη. "Ταξιδεύοντας:Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος"