Βασίλης Ραφαηλίδης - Η συμπάθεια

Βασίλης Ραφαηλίδης - Η συμπάθεια

Η συμπάθεια είναι ψυχικό φαινόμενο ανάλογο με το φυσικό φαινόμενο του συντονισμού του πομπού με τον δέκτη. Συμπάσχω όταν είμαι σε θέση να συντονιστώ με τα συναισθήματα του άλλου που πάσχει.

Σε μια πιο ήπια μορφή μορφή συμπάθειας, δεν συμπάσχω με τον άλλο, απλώς τον συμπαθώ. Που σημαίνει πως νοιώθω γι αυτόν μια διαρκέστερη συμπάθεια, άσχετα απ’ το αν πάσχει ή δεν πάσχει ώστε να εκδηλώσω αυθόρμητα τα συναισθήματά μου εξ επιδράσεως.

Το συμπαθώ διαφέρει από το συμπάσχω. Η ενέργεια του ρήματος συμπαθώ είναι ήπια και διαρκής, ενώ η ενέργεια του ρήματος συμπάσχω είναι λιγότερο ή περισσότερο βίαιη και μάλλον περιορισμένου χρόνου. Συμπάσχω με κάποιον που τον δέρνουν, όσο τον δέρνουν. Όμως, αν τον γνωρίσω καλύτερα μετά τον ξυλοδαρμό, που με έκανε να συμπάσχω, ενδέχεται και να τον συμπαθήσω, τώρα που δεν συμπάσχω για κάτι το συγκεκριμένο. Διότι διαπίστωσα πως αξίζει να συμμερίζομαι τα συναισθήματά του και τις ιδέες του με τρόπο διαρκέστερο. Φυσικά, μπορεί κάποτε να πάψω να τον συμπαθώ, με τον ίδιο τρόπο που έπαψα και να συμπάσχω συμμεριζόμενος μόνο ένα συγκεκριμένο πάθημά του.

Πάντως και στις δύο περιπτώσεις, και όταν συμπάσχω και όταν συμπαθώ, δεν κάνω τίποτα άλλο απ’ το να προβάλλω τον ψυχισμό μου πάνω στον ψυχισμό του άλλου και, κατά κάποιον τρόπο, να νοιώθω πως μπήκα μέσα του, πως συντονίστηκα περισσότερο ή λιγότερο καλά στο μήκος κύματος στο οποίο εκείνος εκπέμπει.

Για να συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να εκπληρώνονται δύο προϋποθέσεις, όπως σε κάθε σύστημα επικοινωνίας: Ο πομπός να εκπέμπει και ο δέκτης να είναι σε θέση να συλλάβει το σήμα που ο πομπός εκπέμπει. Για κείνον που δεν έχει τηλεοπτικό δέκτη, δεν έχει νόημα η ύπαρξη του τηλεοπτικού πομπού. Ομοίως δεν έχει νόημα η ύπαρξη του τηλεοπτικού πομπού και όταν το σήμα που εκπέμπει φτάνει ασθενές στον δέκτη μου, ή όταν ο δέκτης είναι χαλασμένος.

Η τέχνη είναι ένα σύστημα επικοινωνίας, στο οποίο όχι μόνο πρέπει να λειτουργεί και ο πομπός (το έργο τέχνης) και ο δέκτης (ο θεατής, ο ακροατής, ο αναγνώστης), αλλά ο δέκτης πρέπει απαραιτήτως να είναι σε θέση να συντονιστεί με τον πομπό. Κακός συντονισμός σημαίνει κακή λήψη και κακή λήψη σημαίνει κακή επικοινωνία. Σε μια κακή λήψη μπορεί να φταίει, βέβαια, ο πομπός, αλλά είναι πιο συνηθισμένο να φταίει ο δέκτης.

Πριν, λοιπόν, αποφανθούμε για την αξία και την ποιότητα του εκπεμπόμενου σήματος από το έργο τέχνης, πρέπει να κάνουμε ένα τσεκάπ στον δέκτη μας, δηλαδή στον εαυτό μας νοούμενο σαν αποδέκτη του αισθητικού, ή του όποιου άλλου μηνύματος του έργου τέχνης. Είτε φταίει είτε δε φταίει ο καλλιτέχης για το γεγονός πως δεν μπορέσαμε να συντονιστούμε μαζί του, εμείς πάντως φταίμε σίγουρα όταν ο δέκτης μας είναι σκουριασμένος, αραχνιασμένος ή πολύ παλαιός τεχνολογίας ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει και σήματα πιο πολύπλοκα.

Ο Άλλος δε φταίει πάντα. Και εν πάση περιπτώσει, πριν αποφανθούμε, και προκειμένου να αποφανθούμε αν φταίει ο Αλλος, πρέπει πρώτα να δούμε αν φταίμε εμείς. Όπως και νάναι, στην τέχνη ο κάθε δέκτης μπορεί να ψάξει να βρει τον πομπό που εκπέμπει στο μήκος κύματος που έχει προεπιλέξει. Βέβαια, δεν είναι λογικό ο δέκτης να συλλαμβάνει κατ’ επιλογήν το ένα, το προσαρμοσμένο σ’ αυτόν σήμα. Αλλά εν πάση περιπτώσει αν το σήμα δεν είναι κατάλληλο για τον δικό μου δέκτη δε σημαίνει πως φταίει κατ’ ανάγκην το σήμα. Βέβαια, υπάρχει τέχνη για όλα τα γούστα. Αλλά ας μην ξεχνάμε αυτό που είχε πει ο Γκυστάβ Φλωμπέρ:

Τα μεγαλοφυή έργα χρειάζονται μεγαλοφυές κοινό. Για το λιγότερο μεγαλοφυές κοινό, υπάρχει πάντα μια τέχνη προσαρμοσμένη στα μέτρα του. Άλλωστε, είναι τόσοι πολλοί οι κακοί καλλιτέχνες, που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες για τέχνη, ή για ό,τι ο καθένας πιστεύει πως είναι τέχνη, ενός τεράστιου πλήθους ανθρώπων. Το αισθητικό γεγονός είναι απ’ τη φύση του δημοκρατικό. Αλλά το πράγμα αρχίζει να γίνεται αυταρχικό όταν οι χυδαίοι προσπαθούν να επιβάλουν τη χυδαία τέχνη σε ανθρώπους που πασχίζουν να γλυτώσουν απ’ τη χυδαιότητα.

Το αντίθετο είναι απολύτως αδύνατο: Κανείς δεν μπορεί να επιβάλει ένα δύσκολο ή πολύπλοκο έργο τέχνης σε άνθρωπο με ευαισθησίες ακατάλληλες για κάτι τέτοιο. Συνεπώς, η μάζα είναι προφυλαγμένη απ’ τη δικτατορία της ελίτ. Η ελίτ όμως δεν είναι προφυλαγμένη απ’ τη δικτατορία της μάζας, όταν αυτή διεκδικεί, και συνήθως επιβάλλει με τον όγκο της, τα δικαιώματά της επί της τέχνης. Αν η παραγωγή έργων τέχνης καθορίζονταν με δημοψήφισμα, είναι βέβαιο πως η τέχνη θα είχε εξαφανιστεί. Και εν πάση περιπτώσει, θα είχε χαθεί σίγουρα ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας.

Διότι στην παιδαγωγική το ζητούμενο δεν είναι να κατέβει ο δάσκαλος στο επίπεδο του μαθητή και να καθηλωθεί εκεί, αλλά να ανέβει ο μαθητής στο επίπεδο του δασκάλου και να τον ξεπεράσει. Και επειδή ο καλλιτέχνης δεν είναι κυρίως ειπείν δάσκαλος, δεν έχει καμιά απολύτως «δημοκρατική» υποχρέωση να κατεβεί μέχρι ενός επιπέδου, όπως λεν οι καλόβολοι. Ποιος θα μπορούσε να καθορίσει το επίπεδο κάτω του οποίου το κατέβασμα δε γίνεται κατρακύλα στα ερέβη του μη αισθητικού;

Δεν υπάρχει πιο αστείος εγωισμός απ’ αυτόν του αφελούς που περνάει τον εαυτό του για δημοκράτη, όταν παίρνει τις δικές του δυνατότητες για επαφή με το έργο τέχνης σα μέτρο για το κατέβασμα της τέχνης στο επίπεδο του λαού, λέει.

 

Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη: "Στοιχειώδης Αισθητική", Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (1992)