Κατήχηση να είναι και όλα τ' άλλα .....

Κατήχηση να είναι και όλα τ' άλλα .....

Όσοι περάσαμε από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, θυμόμαστε πολύ καλά, ότι το μάθημα των Θρησκευτικών ήταν επί της ουσίας μιας διαρκής κατήχηση στο χριστιανικό ορθόδοξο δόγμα, ενώ κάπου στη Β' Τάξη του Λυκείου πληροφορούμαστε και για τα λοιπά δόγματα του χριστιανισμού, τις άλλες θρησκείες και τον αθεϊσμό και αυτά, αν στο μεταξύ δεν είχε τελειώσει το σχολικό έτος, αφού κάποιος ευφάνταστος και θρήσκος μανδαρίνος του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων είχε τη φαεινή ιδέα να ενταχθεί η μη σχετική με το ορθόδοξο δόγμα ύλη μετά τη μέση του πολυσέλιδου βιβλίου.

Μετά το σχολείο, οι γνώσεις μας για ό,τι δεν αφορούσε την ορθοδοξία, ήταν από περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Αν, μάλιστα, ο θεολόγος ήταν φανατικός ορθόδοξος, τότε οι γνώσεις μας π.χ. για τον καθολικισμό ή το χιλιασμό ήταν συχνά επιεικώς διαστρεβλωμένες. Για να μη μιλήσουμε για τους "σταυρωτές του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού", που ορισμένοι θεολόγοι (και όχι μόνο αυτοί) αντιμετώπιζαν με όρους ελάχιστα διαφορετικούς από αυτούς, που χρησιμοποιεί η ακροδεξιά!

Η παραπάνω εικόνα, ελάχιστα διαφορετική στις μέρες μας από αυτή των μαθητικών μας χρόνων, ουδόλως ενόχλησε την Εκκλησία, πλην ελαχίστων φωτισμένων αλλά με ελάχιστη επιρροή εξαιρέσεων. Απεναντίας, όποτε γινόταν έστω απλή αναφορά στο ενδεχόμενο αλλαγής του τρόπου διδασκαλίας των Θρησκευτικών, τότε η Εκκλησίας ξυπνούσε από τη μακαριότητά της και έσπευδε να ξιφουλκήσει κατά του κράτους και του αναιδούς υπουργού, που είχε εκστομίσει οποιαδήποτε κουβέντα για τα Θρησκευτικά, επικαλούμενη ανυπάρκτους κινδύνους, προαιώνιες - στη φαντασία του εκάστοτε προκαθημένου της και όσων συμμερίζονται τις απόψεις του- παραδόσεις του έθνους και λοιπές φαιδρότητες και απειλές, που ατιμάζουν την ορθοδοξία.

Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, το ξέσπασμα του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, μετά την εξαγγελία της Αναπληρώτριας Υπουργού Παιδείας, κας. Αναγνωστοπούλου, ότι προτίθεται να απλουστεύσει τη διαδικασία απαλλαγής από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών. Επικαλέστηκε το Σύνταγμα, το οποίο προβλέπει την ελληνοχριστιανική παιδεία των Ελλήνων, και είπε, ότι οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να περάσει από τις καρδιές των Ελλήνων. Με άλλα λόγια, ο σεβασμιώτατος έκρινε, για πολλοστή φορά, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος πρέπει να έχει λόγο σε ένα θέμα, που δεν αφορά ούτε το πνευματικό ούτε το φιλανθρωπικό της έργο.

Ίσως κάποιος πρέπει να υπενθυμίσει στο σεβασμιώτατο, ότι, όταν το Σύνταγμά μας μιλάει για ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, δεν υπαινίσσεται τίποτα περί ελληνοχριστιανικής παιδείας (παρεμπιπτόντως ο όρος "ελληνοχριστιανισμός έχει συνδεθεί με εποχές ελάχιστα δημοκρατικές στη χώρα μας), η οποία πρέπει να επιβληθεί με το στανιό σε αλλοδόξους, αλλοθρήσκους και αθέους, επειδή, δήθεν, "έτσι λένε οι καρδιές (sic) των Ελλήνων", ως, επίσης, ότι καμμία πλειοψηφία δεν δικαιούται να επιβάλει στην εκάστοτε μειοψηφία τις απόψεις της περί διδασκαλίας σε ένα μάθημα, που αφορά την ανάπτυξη ενός θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος. Η ανάδειξη του χριστιανικού ορθοδόξου δόγματος ως κυρίαρχης θρησκείας στη χώρα μας δεν συνεπάγεται, ότι αυτό θα διδάσκεται σε όλους ανεξαιρέτως του μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων ή απουσίας αυτών, επειδή "το επιβάλλουν οι καρδιές των Ελλήνων και έτσι είναι η παράδοσή μας".

Επίσης, ίσως κάποιος πρέπει να θυμίσει στον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ότι, όταν αξιώνει από το κράτος να συμμορφωθεί με την κραυγαλέα άδικη και αντισυνταγματική άποψή του για τον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα σχολεία, αυτό σημαίνει, ότι προδίδει την αδυναμία της Εκκλησίας να αρκεστεί στις δικές της δυνάμεις για τη διδασκαλία της ορθοδοξίας και να κατανοήσει, ότι κανένας άνθρωπος δεν θα έλθει πιο κοντά της, όταν του διδάξουν με το ζόρι ένα δόγμα, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις και τις ανάγκες του και, ακόμα χειρότερα, διδάσκεται με τόσο κακό τρόπο στο σχολείο, που απογοητεύει ακόμα και όσους θέλουν να μάθουν, τι πρεσβεύει τελικά η κυρίαρχη θρησκεία του ελληνικού κράτους. Αλήθεια, πότε νοιάστηκε η Εκκλησία να μάθει, αν οι μαθητές μας γνωρίζουν π.χ. την Επί του Όρους Ομιλία ή το έργο του Αγίου Αυγουστίνου, πέρα από κάποιους φιλοπερίεργους και ελάχιστους μαθητές; Πότε σκέφτηκε, αν τα Θρησκευτικά, όπως διδάσκονται σήμερα, βοηθούν πραγματικά στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών ή απλά διαμορφώνουν άβουλα όντα, που καλούνται να πιστεύουν για ιδεολογικούς λόγους;

Αλλά τί συζητάμε; Η εκάστοτε κυβέρνηση περιμένει τη στήριξη της Εκκλησίας, με αντάλλαγμα τη διατήρηση κάποιων καταστάσεων ξένων προς ό,τι θυμίζει σύγχρονο κράτος αλλά υπέρ της Εκκλησίας, και η τελευαία προτιμά να μεταχειρίζεται το κράτος ως νομοθέτη-φόβητρο, ο οποίος θα επιβάλει τις δικές της απόψεις στους πολίτες. Κάπως έτσι, και το κράτος βολεύεται και δεν νοιάζεται, εν προκειμένω, αν οι μαθητές υφίστανται αντιπαιδαγωγικές μεθόδους διδασκαλίας, και η Εκκλησία εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με απειλές και νομικές ακροβασίες σε βάρος της ποιότητας του έργου της.