Σκοτώνοντας τα όνειρα ενός παιδιού.

Σκοτώνοντας τα όνειρα ενός παιδιού.

Ήταν Δεκέμβρης του 2008. Θυμάμαι ότι ήμουν μαθήτρια γυμνασίου. Και ξέρετε πως είναι οι έφηβοι. Τα έχουν όλα μέσα τους στην υπερβολή. Αγαπάνε με όλο τους το είναι και μισούν με ακόμα περισσότερο. Αυθόρμητοι. Έχουν μια επανάσταση μέσα τους πάντα έτοιμη.

Και ενώ εγώ εκείνο το πρωί ξυπνούσα να πάω στο σχολείο μου, να δω τις φίλες μου, να κάνω τα μαθήματα μου, να έρθω σε αντιπαράθεση με τους καθηγητές και τους γονείς μου στην άλλη άκρη της πόλης ένα παιδί δεν πήγε ποτέ ξανά σχολείο.

Θυμάμαι όταν έφτασε στα αυτιά μου η είδηση ανατρίχιασα. Αισθάνθηκα σαν να έχανα έναν συμμαθητή μου. Τόσο κοντά και τόσο μακριά.

Μα πως ήταν δυνατό ένα παιδί να βρεθεί νεκρό από σφαίρα; Γιατί τι έκανε ; Είχε μπλέξει σε “κακές παρέες” ; Και ποια είναι η καλή και ποια η κακή παρέα ; Δηλαδή ποιους πρέπει να κάνουμε παρέα για να μη σκοτώσουν και εμάς ; Μήπως βρισκόταν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή ; Δηλαδή να μας πουν σε ποια μέρη σκοτώνουν να μην πάμε. Μήπως αντιμίλησε ; Ε τότε να μη μιλάμε γιατί μπορεί και να μας σκοτώσουν.

Φόβος. Θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση του. Θα μπορούσε να είναι ο συμμαθητής μου. Πρώτη φορά αισθάνθηκα ότι ο θάνατος ήταν τόσο κοντά μου. Μετά τον φόβο ήρθε η οργή.

Οργή και θυμός για κάθε μορφής βία. Οργή για οποιονδήποτε επιλέγει να γίνει Θεός και να πάρει ζωές. Οργή για όποιον δεν σέβεται τα όνειρα ενός παιδιού. Γιατί τα όνειρα που είχε αυτό το παιδί ήταν και δικά μου όνειρα. Οργή και μόνο οργή. Νόμιζα ότι μέσα μου είχα μόνο εγώ και οι συνομήλικοι μου οργή. Κι όμως την ίδια οργή είχα δει και στο πρόσωπο της μητέρας μου. Η αντίδραση της τότε με είχε αφήσει έκπληκτη. “Κανένας δεν έχει δικαίωμα να στερεί από μια μάνα το παιδί της”. Περίμενα να μου πει “Να προσέχεις.”, και όμως δεν μου το είπε ποτέ. Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε μια ζωή μέσα στον φόβο. Να προσέχουμε και να μη ζούμε με το φόβο ότι ένα βράδυ που θα είμαστε έξω με τους φίλους μας θα μας σκοτώσουν.

Φωτιά. Οι νύχτες και οι μέρες που ακολούθησαν ήταν του Αλέξη. Ενώ είμαι κατά της βίας εκείνο τα βράδια η φωτιά που έβλεπα να βάζουν στο κέντρο της Αθήνας δεν με προβλημάτιζε. Δεν με ενοχλούσε. Δεν με τρόμαζε. Η πόλη ήταν ήδη νεκρή γιατί στους δρόμους της είχαν σκοτώσει ένα παιδί. Το χαμόγελο του Αλέξη πλανιόταν πάνω από την πόλη.

Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως μπορούν να σκοτώνουν παιδιά. Γιατί κάθε φορά που σκοτώνουν ένα παιδί σκοτώνουν και ένα κομμάτι του εαυτού και της κοινωνίας μας. Αφήνουν σημάδια στην ιστορία και στην κοινωνία μας που ποτέ δεν θα φύγουν.

Ανήκω στην γενιά που αυτό το γεγονός την άλλαξε. Προβληματίστηκα. Και αποφάσισα τι θα καταδικάζω μια ζωή. Θα καταδικάζω οποιονδήποτε σκοτώνει. Οποιονδήποτε δολοφονεί παιδιά και τα όνειρα τους.

“Σκότωσαν ένα παιδί” ,  “ένα παιδί έφυγε”… κάθε γράμμα και κάθε λέξη σκοτώνει κάθε ελπίδα για καλύτερο κόσμο μέσα μου.

Ας καούν όλες οι πόλεις του κόσμου αρκεί να μην σκοτώσει ποτέ ξανά κανείς παιδί. Ποτέ. Κάτω τα χέρια σας από τα παιδιά και τα όνειρα τους. Γιατί για κάθε ένα παιδί που σκοτώνετε θα εξοργίζετε χιλιάδες άλλα παιδιά. Και δεν πρέπει να τα βάζετε με τα παιδιά. Γιατί ποτέ δεν θα ξεχάσουν ποιοι τα σκοτώνουν.

Γιατί όλες οι νύχτες και οι μέρες ανήκουν στα παιδιά που φεύγουν πριν προλάβουν να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα. Γιατί δεν θα ξεχάσουμε όσα χρόνια και να περάσουν το γεγονός που στιγμάτισε την εφηβική μας αθωότητα.

Ο Αλέξης δεν έφυγε ένα βράδυ. Τον έδιωξαν. Τον σκότωσαν. Ο Αλέξης δεν έκανε ποτέ τα όνειρα του πραγματικότητα. Ο Αλέξης δεν πρόλαβε να τελειώσει το σχολείο του. Ο Αλέξης ίσως να μην πρόλαβε ποτέ να πει σε αγαπώ σε όσους αγαπούσε. Ο Αλέξης δεν χαιρέτησε ποτέ όσους τον αγαπούσαν. Μέσα σε ένα τέταρτο σταμάτησε να έχει παλμό γιατί κάποιος άλλος αποφάσισε για αυτόν. Ο Αλέξης δεν θα χαμογελάσει ξανά και όσα χρόνια και αν περάσουν αυτό δεν θα αλλάξει.

Αφήστε τα παιδιά επιτέλους να ζήσουν! Αφήστε τα παιδιά να ονειρευτούν!