O Μάο και τα σπουργίτια - Ο πόλεμος ενός κομμουνιστικού κράτους ενάντια στη Φύση

O Μάο και τα σπουργίτια - Ο πόλεμος ενός κομμουνιστικού κράτους ενάντια στη Φύση

Ο στρατηγός κράτησε την αναπνοή του, καθώς το αμφιθέατρο ξέσπασε ξαφνικά σε τρανταχτά γέλια. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που είχαν βρει τόσο αστείο οι συγκεντρωμένοι στην αίθουσα, τη στιγμή που ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει το λόγο του. Για την απρόσμενη ευθυμία ένοχος ήταν ένα τριζόνι που ζούσε σ’ ένα κλουβάκι από ξερή κολοκύθα και βρισκόταν σε μια εσωτερική τσέπη του χοντρού πανωφοριού του στρατηγού. Ποιος να το φανταζόταν ότι σε μια τόσο ακατάλληλη στιγμή θα ξεκινούσε να κελαηδάει κι οι χαρούμενες τρίλιες του, μεγεθυμένες από το μικρόφωνο, θ’ ακουγόταν σ’ όλη την αίθουσα.

Αμήχανος ο στρατηγός ζήτησε συγγνώμη από τη συνέλευση: «Συγχωρήστε με, σύντροφοι, που επέτρεψα στον εαυτό μου τον πειρασμό αυτής της ‘μικρής απόλαυσης’.»

Αυτήν την ιστορία τη διηγείται ο εξέχων Ιταλός δημοσιογράφος Tiziano Terzani, στο βιβλίο του «Behind the Forbidden War». Δε μας λέει ποιος ήταν ο στρατηγός ούτε πότε συνέβη το περιστατικό. Εύκολα μπορεί όμως να μαντέψει κανείς ότι ήταν μετά το θάνατο του Μάο Τσετουνγκ, που μπορούσε και πάλι ν’ ακουστεί το τραγούδι των τριζονιών στο Μέσο Βασίλειο. Στους καιρούς του ζόφου, του τρόμου και της δυστυχίας όπου είχε οδηγήσει ο Μεγάλος Τιμονιέρης τη χώρα του, τα χαρούμενα τερετίσματά τους είχαν πνιγεί στον ορυμαγδό από τα χτυπήματα σε τύμπανα, κατσαρόλες και γκονγκ. Αυτός ήταν ο ήχος του πολέμου που κήρυξε ο Μάο στους σπουργίτες.

Έπεφταν σα μύγες

Ξεκίνησε το 1958, δέκα χρόνια μετά την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας από το Μάο, στην Πλατεία Τιεν-αν Μεν. Ο κινέζικος εμφύλιος είχε ήδη περάσει στην Ιστορία αλλ’ αυτό δε σήμαινε ότι ο εχθρός είχε νικηθεί. Ο Μάο ήθελε να ξεπεράσει όλον τον κόσμο – όχι μόνο τη Δύση αλλά και τη σοβιετική σφαίρα. Πίστευε ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Κίνας έγκειτο στο εργατικό της δυναμικό, που αριθμούσε εκατοντάδες εκατομμύρια. Η κινητοποίηση αυτών των μαζών θα δημιουργούσε το σοσιαλιστικό θαύμα.

«Ήθελε να δείξει στον κόσμο ότι η Κίνα μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από τη Σοβιετική Ένωση, έτσι, η εξόντωση των σπουργιτιών ήταν μια από τις σπουδαίες στρατηγικές του Μάο Τσετουνγ για το χτίσιμο του σοσιαλισμού», λέει ο Peter Li, ο οποίος διεξάγει έρευνα στο θέμα πολιτική και δικαιώματα των ζώων, στο Πανεπιστήμιο Houston-Downtown. «Οι Κινέζοι κομμουνιστές, υπό την καθοδήγηση του Μάο Τσετουνγκ, πίστευαν ακράδαντα ότι ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει τη φύση. Έτσι, η φύση ήταν κάτι προς κατάκτηση. Η Φύση ήταν κάτι που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος του ανθρώπου.»

Ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες του ξεκινήματος της εκστρατείας στο Πεκίνο ήταν ο σοβιετικός επιστήμονας  Mikhail Klochko, του οποίου οι αναμνήσεις περιέχονται στο βιβλίο του Ολλανδού ιστορικού Frank Dikötter,  «Mao’s Great Famine» (Ο μεγάλος λιμός του Μάο). Αρχικά, ο Ρώσος δεν κατάλαβε τι συνέβαινε, όταν ξύπνησε από τον εκκωφαντικό θόρυβο των τυμπάνων και τις τρομερές κραυγές των γυναικών που έτρεχαν πάνω στη σκεπή ενός κτηρίου δίπλα στο ξενοδοχείο. Σύντομα, το προσωπικό του ξενοδοχείου έκανε το ίδιο – από τις καθαρίστριες και τους γκρουμ μέχρι τους επίσημους μεταφραστές. Τα παιδιά πήραν επίσης μέρος, με σφεντόνες και πέτρες. Χτυπούσαν ό,τι μπορούσαν να χτυπήσουν και τα τρομαγμένα σπουργίτια πετούσαν παντού σαν τρελά, μέχρι που ξέμεναν από αναπνοή κι έπεφταν – το ένα μετά το άλλο – νεκρά στο χώμα.

Η εκστρατεία κράτησε τρεις μέρες. Η εξόντωση των σπουργιτιών απαιτούσε συνεργασία, αποφασιστικότητα και συντονισμό. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν, ενεργώντας όλοι μαζί, μετατράπηκαν σ’ ένα φρικτό τέρας: τον όλεθρο των πουλιών.

Τα σπουργίτια στοχοποιήθηκαν γιατί ο Μάο πίστευε πως έτρωγαν τις σοδιές, στερώντας από τους ανθρώπους τους καρπούς της δουλειάς τους. Έτσι, μαζί με τους αρουραίους, τα κουνούπια και τις μύγες, βρέθηκαν κι αυτά στον κατάλογο με τις τέσσερις μάστιγες που ο μεγάλος Τιμονιέρης είχε ορκιστεί να εξαλείψει. Όλοι σκότωναν, ακόμα και παιδιά τριών – τεσσάρων χρονών. Όσο περισσότερα πουλιά δολοφονούσες, τόσο μεγαλύτερος ήρωας και πατριώτης ήσουν. Έχουν μείνει φωτογραφίες ανθρώπων με αρμαθιές από σπουργίτια, οι οποίοι περιμένουν σε μεγάλες ουρές που οδηγούν στο γραφείο ενός δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος κατέγραφε τις υπηρεσίες του πειθήνιου λαού σ’ ένα χοντρό κιτάπι. Άλλες φωτογραφίες δείχνουν ολόκληρα φορτηγά γεμάτα νεκρά πουλιά. Έχει διασωθεί μία ταινία, που δείχνει έναν τεράστιο σωρό από πτώματα πουλιών στην πλατεία Τιεν-αν Μεν. Δεν ξέρουμε πόσα σπουργίτια πέθαναν εκείνες τις μέρες. Αναφορικά με το μέγεθος της εκστρατείας, έχουμε μόνο αποσπασματικά στοιχεία. Ο Dikötter γράφει: «Έτσι, η Σαγκάη ανακοίνωσε θριαμβευτικά ότι είχε εξολοθρεύσει […] 1.367.440 σπουργίτια, σε μια από τις κατά περιόδους εξορμήσεις ενάντια σε όλες τις μάστιγες…» Τα πουλιά εξολοθρεύθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Για χρόνια μετά απ’ αυτό, δεν έβλεπες πουλί σχεδόν πουθενά.

Η μάχη ενάντια στα τριζόνια

«Έχουμε πάλι πόλεμο: πρέπει ν’ ανοίξουμε πυρ ενάντια στη φύση», δήλωνε ο Μάο, όταν ανήγγειλε το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός. Ο εχθρός ήταν η φύση. Η φύση υπήρχε για να την κατακτήσει ο άνθρωπος και να της επιβάλει απόλυτη υποταγή. Ο κόσμος θα αναδιαμορφωνόταν σύμφωνα με τις επιταγές και τη θέληση του Μάο. Η φύση θα υποκλινόταν στο νέο της Δημιουργό, αναγνωρίζοντας την κατωτερότητά της. Η εχθρότητα προς τη φύση βρισκόταν παντού στην πολιτική του Μεγάλου Τιμονιέρη. Βλέπουμε την αντανάκλασή της στην προπαγανδιστική τέχνη της εποχής. «Αν κοιτάξει κανείς την ποίηση και τα τραγούδια εκείνης της περιόδου, θα δει ότι μιλάνε για το πώς θα έκαναν τα ποτάμια να ρέουν προς τα πάνω και τα βουνά να σκύψουν τις κορφές τους. Πώς θα έκαναν πόλεμο κατά της φύσης.» λέει η Judith Shapiro, συγγραφέας του βιβλίου «Mao’s War against Nature».

Οι άνθρωποι της εποχής του Μάο διαχώρισαν απόλυτα τους εαυτούς τους από τη φύση, έπαψαν να είναι κομμάτια της και μετατράπηκαν σε αφέντες της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μεγάλος Τιμονιέρης απομάκρυνε βίαια την κινέζικη ψυχή από την αγκαλιά του βουδιστικού και ντεϊστικού τρόπου σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο άνθρωποι και ζώα ήταν δεμένα αιώνια σε μια κοινή μοίρα, σφραγισμένη από τον κύκλο των αλλεπάλληλων γεννήσεων. Η θεωρία της μετενσάρκωσης ήθελε τους ανθρώπους να ξαναγεννιούνται σε σώματα ζώων και ζώα να ξανάρχονται στη Γη ως άνθρωποι.

«Υπάρχει μια συνήθεια: ν’ αγοράζεις ένα ζώο που πουλιόταν για να φαγωθεί και να το ελευθερώνεις. Αυτή η παράδοση υπήρχε προ Μαο και επανήλθε μετά το Μάο», λέει η Shapiro, κι εξηγεί πως κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο κάρμα για τον εαυτό τους. Ο Terzani αναφέρει έναν λαϊκό, πατροπαράδοτο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ένα αγόρι αυτοκτόνησε με στόχο να ξαναγεννηθεί ως τριζόνι, σώζοντας έτσι τη ζωή του πατέρα του. Ο Ιταλός δημοσιογράφος γράφει επίσης για τα ‘τριζόνια – μονομάχους’, όπως ονομάζονταν τα έντομα που είχαν εκπαιδευτεί να παίρνουν μέρος σε μονομαχίες – ένα σπορ πολύ δημοφιλές στο Μέσο Βασίλειο.

Πολλοί Κινέζοι πίστευαν ότι ήταν μετενσαρκώσεις μεγάλων Ηρώων του παρελθόντος. Μέχρι την έλευση του Μάο, σχεδόν σε κάθε κινέζικο σπίτι υπήρχε ένα καλάθι με μια μπουκάλα ζεστό νερό, γύρω από το οποίο μαζεύονταν τα παγωμένα τριζόνια το χειμώνα καθώς και κλουβάκια από μπαμπού σε διάφορα σχέδια – βωμούς, καράβια, πύργους – μέσα στα οποία κρατούσαν τα έντομα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η συνήθεια αυτή άρχισε δειλά να επιστρέφει στην Κίνα τη δεκαετία του 1980, μετά το θάνατο του Μάο. Αλλά πριν να έρθει αυτό, οι Κινέζοι έπρεπε να ζήσουν τη φρίκη του Μεγάλου Λιμού και τον τρόμο της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Η τιμωρία της αλαζονείας

Ο Μάο ήθελε να υποτάξει τη φύση στον έλεγχό του, γιατί δεν έτρεφε κανένα σεβασμό για τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο της φύσης. «Δεν πίστευε στην επιστήμη», λέει ο Li. Ήταν ‘αντι-διανοούμενος’. Ο Μάο δεν άκουσε, όταν οι επιστήμονες, θορυβημένοι, του εξήγησαν με τι τρέφονταν στην πραγματικότητα τα σπουργίτια. Η αφύπνιση ήρθε πολύ αργά, όταν, όπως περιγράφει ο Dikötter, «σμήνη από ακρίδες σκοτείνιασαν τον ουρανό και κάλυψαν τη γη με μια τραχιά κουβέρτα, καταβροχθίζοντας τα σπαρτά». Μόνο τότε οι Αρχές συνειδητοποίησαν ότι τα πουλιά έτρωγαν ΚΑΙ έντομα. Η σχεδόν ολοκληρωτική εξάλειψη των σπουργιτιών είχε ως αποτέλεσμα τα έντομα να πολλαπλασιάζονται με απίστευτο ρυθμό, καταστρέφοντας τις σοδιές.

Ο Dikötter γράφει ότι στην περιοχή γύρω από το Nanjing, τα έντομα κατέστρεψαν το 60% των χωραφιών, μετά από τον ανηλεή πόλεμο κατά των σπουργιτιών. Στην περιοχή του Jingzhou, οι ακρίδες κατέφαγαν το 15% του ρυζιού και στο Yichang χάθηκε εξαιτίας τους η μισή παραγωγή του βαμβακιού. Πολλά άλλα είδη βλαβερών εντόμων άρχισαν να αναπτύσσονται: ρυγχίτες, τζιτζίκια, ανθονόμοι, τετράνυχοι. Το πρόβλημα έγινε ακόμα μεγαλύτερο από την απουσία εντομοκτόνων, τα οποία είχαν τελειώσει από τα πρώτα σημάδια του λιμού. Απελπισμένοι αγρότες, αναζητώντας τροφή, είχαν ρίξει χημικά σε νερόλακκους και λίμνες, με σκοπό να σκοτώσουν τα άγρια ζώα. Ήταν μια εποχή ακραία, και για τους ανθρώπους και για τη φύση.

Αυτή η πράξη αλαζονείας, τιμωρήθηκε. Η φύση εκδικήθηκε τον Μάο για όλες τις αγριότητες που είχε διαπράξει σε βάρος της. Στο βιασμό της λεπτής ισορροπίας μεταξύ ανθρώπου περιβάλλοντος, η φύση απάντησε με εκατόμβη. Ένας τεράστιος λιμός ξέσπασε, που θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη ανθρωπογενής καταστροφή στην Ιστορία. Δεν έχει καταστεί δυνατό να υπολογιστούν τα θύματα της τραγωδίας. Τα επίσημα στοιχεία μιλούν για 15 εκατομμύρια. Ο Dikötter πιστεύει ότι πέθαναν περί τα 45 εκατομμύρια άνθρωποι.

Οι θάνατοι εκείνοι ήταν βασανιστικοί. Απελπισμένοι άνθρωποι έτρωγαν λάσπη που γινόταν στη συνέχεια τσιμέντο στα έντερά τους, αφηγείται ο Dikötter.  Μέσα σ’ αυτά τα τρία ζοφερά χρόνια, υπήρξαν χιλιάδες περιπτώσεις καννιβαλισμού. Ο Κινέζος ιστορικός Yang Jisheng  περιγράφει πώς οι άνθρωποι, αντί να θάβουν τους αγαπημένους τους, κρατούσαν τα πτώματα στο σπίτι, έτσι ώστε να μπορούν να πάρουν τα τρόφιμα που αντιστοιχούσαν στα δελτία τους. Τα πτώματα γίνονταν βορά των ποντικιών και σε ακραίες περιπτώσεις παρείχαν τροφή στην οικογένεια που λιμοκτονούσε. Ο Yang Jisheng διηγείται επίσης ότι στην επαρχία Gansu, άνθρωποι έστηναν ενέδρες στους δρόμους, έπιαναν ταξιδιώτες, τους σκότωναν και τους έτρωγαν. Υπήρξαν ακόμα και περιπτώσεις που γονείς έτρωγαν τα παιδιά τους. «Απαίσιο. Πολύ απαίσιο.» είπε ο ιστορικός σε μια συνέντευξή του στον Guardian. Το βιβλίο του, «Tombstone: The Untold Story of Mao’s Great Famine», είναι απαγορευμένο στην Κίνα. Δεν προκαλεί έκπληξη: ο Μεγάλος Λιμός είναι ταμπού στην Κίνα, ακόμη και σήμερα. Οι Αρχές περιγράφουν αυτό το τραγικό κεφάλαιο της Ιστορίας ως ‘τρία χρόνια φυσικών καταστροφών’ ή ‘τρία χρόνια κακουχίας΄.

Η σταυροφορία των παιδιών

Η εξόντωση των σπουργιτιών συνεισέφερε στη Μεγάλη Πείνα και πολλαπλασίασε τις ήδη τεράστιες διαστάσεις της απόγνωσης, του θανατικού και της δυστυχίας που έφερε στην κομμουνιστική Κίνα ο ιδρυτής της. Σύμφωνα με τον Li, σακάτεψε επίσης την κινέζικη ψυχή, πράγμα που φάνηκε στα άγρια χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Στον πόλεμο κατά των σπουργιτιών ρίχτηκαν στρατοί από παιδάκια, οπλισμένα με σφεντόνες και πέτρες. Ήταν περιπέτεια, ήταν παιχνίδι. Αγόρια και κορίτσια σκότωναν με πρωτοφανή αγριότητα. Όποιος σκότωνε τα πιο πολλά γινόταν ήρωας. «Όταν χάνεις τη συμπόνοια για ένα ζώο, για ένα πουλί, στο μέλλον γίνεσαι άτομο που μπορεί να απωλέσει οποιαδήποτε συμπόνοια για ανθρώπους που θεωρούνται εχθροί του κράτους», λέει ο Li. «Αυτά τα παιδιά που σκότωναν βάναυσα τα σπουργίτια έγιναν οι Κόκκινοι Φρουροί του Μάο. Ξυλοκόπησαν τους δασκάλους τους, ξυλοκόπησαν τους γονείς τους, ισοπέδωσαν κτήρια, κατέστρεψαν ναούς, ταπείνωσαν μοναχούς και μοναχές. Οι ηθικές συνέπειες ήταν τεράστιες.»

Ο Li θυμάται έναν διανοούμενο, τον οποίο οι Αρχές υποψιάζονταν για ‘μη ορθό τρόπο σκέψης’ την εποχή της Πολιτιστικής Επανάστασης. Κάποια μέρα, οι Κόκκινοι Φρουροί όρμησαν στο σπίτι του. Όταν είδαν τη γάτα του καθηγητή πάνω στον καναπέ, ένας απ’ αυτούς σήκωσε το ζώο ψηλά και, μπροστά στα μάτια του ιδιοκτήτη του – το χτύπησε με όλη τη δύναμή του στο τσιμεντένιο πάτωμα. «Μα γιατί;;» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψιθυρίσει σοκαρισμένος ο καθηγητής. Η απάντηση ήταν απλή: στην κομμουνιστική Κίνα δεν υπήρχε χώρος για αστικές πολυτέλειες, για ‘μικρές απολαύσεις’, για εγωιστική διασκέδαση, για οτιδήποτε δε συνέβαλλε στο χτίσιμο της Μεγάλης Κίνας και του Μεγάλου Κινεζικού Έθνους. Τα ζώα – σκύλοι, γάτες, πουλιά, χρυσόψαρα – ονομάστηκαν ‘παράσιτα’, των οποίων την ύπαρξη δεν θα ανεχόταν η καινούρια ηθική.

Αυτή η εχθρική στάση προς τα ζώα υπήρξε τμήμα μιας στρατηγικής η οποία καταδίκαζε κάθε συμπεριφορά που το κόμμα χαρακτήριζε ‘μη-σοσιαλιστική’, ως μη συμβαδίζουσα με το επαναστατικό πνεύμα. Ο κατάλογος περιλάμβανε τα αρώματα, τα παπούτσια με τακούνια, το μακιγιάζ (ιδιαίτερα το κραγιόν) και το φύτεμα λουλουδιών. Στα θύματα εκείνης της εποχής του φανατικού πυρετού συμπεριλαμβάνονται επίσης τείχη, πύλες, μνημεία, βωμοί, παλάτια, κήποι. «Καθημερινά, κάτω από τα ανελέητα χτυπήματα των κασμάδων και τα τραντάγματα των εκσκαφέων εξαφανιζόταν κι άλλο ένα κομμάτι του αιώνιου Πεκίνου», γράφει ο Terzani.

Ο δημοσιογράφος περιγράφει πώς, κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, κατεδαφίστηκαν τα τελευταία εναπομείναντα τμήματα του αμυντικού τείχους της πόλης. Το έργο της καταστροφής ανατέθηκε σε ομάδες εργασίας αποτελούμενες από διανοούμενους που ήταν κρατούμενοι των Κόκκινων Φρουρών. «Με κάθε χτύπημα της αξίνας, μου φαινόταν ως πολιτισμική αυτοκτονία», είπε στον Terzani χρόνια αργότερα ένας καθηγητής Ιστορίας. «Αλλά εκείνον τον καιρό, αν οι Κόκκινοι Φρουροί με είχαν βάλει να γκρεμίσω την Απαγορευμένη Πόλη, θα το έκανα χωρίς δισταγμό. Τι έννοια είχε να διατηρήσει κανείς ένα – δύο μνημεία, όταν κατεδαφιζόταν ολόκληρη η χώρα;»

Ο Μάο ήθελε να καταστρέψει τον παλιό κόσμο, όπου υπήρχε χώρος ‘για μικρές απολαύσεις’, όπου η ομορφιά διατηρούσε το δικαίωμα να υπάρχει μόνο και μόνο για τη χαρά των ματιών. Ένας κόσμος όπου ο άνθρωπος ήταν κομμάτι της φύσης και αντλούσε από αυτήν σοφία, επιστημονική γνώση και έμπνευση. Κι όπου το τραγούδι των τριζονιών, όπως είχε γράψει ο αριστοκράτης Tun Lichen το 1900 «φαινόταν να ‘ναι φωνή απ’ τον ουρανό, ήχος που φτιάχτηκε για τους ανθρώπους, για να χαίρονται και να ευφραίνονται». Στα ερείπια του παλιού κόσμου θα ορθωνόταν μια καινούρια σοσιαλιστική ουτοπία, χτισμένη από τα εκατοντάδες εκατομμύρια χέρια των στρατευμένων ανθρώπων. Τα κραταιά τείχη της πόλης κατέρρευσαν σε θρύψαλα, ναοί έγιναν εργοστάσια, σπουργίτια που τα είχαν ξεκουφάνει τα χτυπήματα των τυμπάνων έπεφταν από τον ουρανό. Άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Αργότερα, παιδιά έστελναν τους ίδιους τους τους γονείς στο θάνατο. Ιστορία, Παράδοση, Επιστήμη, Φύση, Ομορφιά, όλα έπρεπε να υποκλιθούν πειθήνια μπροστά στο Μεγάλο Τιμονιέρη.

Μια ευαίσθητη γενιά

Ο Μάο πέθανε το 1976. Μια από τις πρώτες στρατηγικές αποφάσεις των καινούριων ηγετών, ήταν να συγκρατήσουν την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, με την εισαγωγή της πολιτικής του ενός παιδιού. Ο Deng Xiaoping πήρε το τιμόνι, ανοίγοντας την Κίνα στον έξω κόσμο και αντικαθιστώντας την ιδεολογία του Μάο με μία και μοναδική εντολή: «Το να πλουτίσεις είναι δόξα.»

Τα κατοικίδια σταμάτησαν να είναι σύμβολα αστικού εκφυλισμού. Η πολυτέλεια δεν ήταν πλέον αμάρτημα. Το πλεόνασμα δεν ήταν πλέον σημάδι ηθικής εξαχρείωσης αλλά επιτυχίας. Τα παιδιά που γεννήθηκαν στην εποχή του Deng Xiaoping, μεγάλωσαν σε μια σχετική ευημερία, αλλά συχνά ως μοναχοπαίδια, εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής του ενός παιδιού, εξηγεί ο Li. Αυτά τα δύο στοιχεία είχαν ως αποτέλεσμα, τα κατοικίδια γατιά και σκυλιά να γίνουν συναισθηματικοί σύντροφοι, λέει. Ακριβώς αυτά τα παιδιά έγιναν η πρώτη γενιά Κινέζων ακτιβιστών που αγωνίζονται για τα δικαιώματα των ζώων - τα νέα παιδιά που σταματούν στην εθνική οδό φορτηγά που μεταφέρουν σκύλους στα σφαγεία.

Η πιο θεαματική απ’ αυτές τις διαμαρτυρίες έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2014, στην εθνική οδό Πεκίνου – Χαρπίν. Μια ομάδα 30 ατόμων σταμάτησε ένα φορτηγό που μετέφερε 400 σκύλους στο Jilin, ένα από τα κέντρα εμπορίου σκυλίσιου κρέατος. Την ώρα που ο οδηγός του φορτηγού σπρωχνόταν με τους ακτιβιστές, έφτασαν κι άλλα φορτηγά με σκύλους που προορίζονταν για σφαγή.  Εκείνη τη μέρα, οι διαδηλωτές κατάφεραν να σώσουν περίπου 2.500 σκύλους. Νεαροί Κινέζοι αγωνίζονται να απαγορεύσουν τη Γιορτή Σκυλίσιου Κρέατος του Yulin, στην οποία θανατώνονται περίπου 10.000 σκύλοι και γάτες κάθε χρόνο.

Όλο και περισσότερες τέτοιου είδους πρωτοβουλίες εμφανίζονται στο Μέσο Βασίλειο και αντιμετωπίζονται με αυξανόμενο σεβασμό από την κοινωνία. «Πρόκειται για μια καινούρια, πολύ πιο ευαισθητοποιημένη γενιά», λέει ο Li. «Δείχνουν συμπόνοια και δεν στέκονται απαθείς μπροστά στο μαρτύριο των ζώων ή των ανθρώπων, ιδιαίτερα εκείνων που υποφέρουν περισσότερο: οι ανάπηροι, οι φτωχοί μετανάστες εργάτες από την επαρχία, οι διωκόμενες θρησκευτικές μειονότητες.» Ο Li αναρωτιέται μήπως αυτή η γενιά είναι η ελπίδα για μια πολιτική αλλαγή στην Κίνα.

Η εβδομηντάχρονη Ιστορία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αποτελεί επίσης ένα δραματικό αφήγημα για το πώς η σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση εμπλέκεται με την πολιτική. Η άρνηση να βλάψεις τα πιο αδύναμα πλάσματα δεν χαίρει εκτίμησης στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Κι αυτό γιατί ο στοχασμός για μια καλύτερη μοίρα για τα ζώα τυχαίνει να προδίδει την ύπαρξη ονείρων για ελεύθερη κοινωνία. Έτσι οφείλουμε να διαβάσουμε τα λόγια του Κινέζου αγίου και καλλιγράφου, που πάλεψε ενάντια στη βάναυση συνήθεια των ανθρώπων να κρατούν πουλιά στα κλουβιά κι έγραψε πριν από 900 χρόνια: «Άνθρωποι, σας ικετεύω, μην κλείνετε πουλιά σε κλουβιά, γιατί τα πουλιά ανήκουν στον ουρανό. Αν πράγματι αγαπάτε τα πουλιά, φυτέψτε δέντρα γύρω από το σπίτι σας κι αυτά θα ‘ρθουν από μόνα τους να ζήσουν μαζί σας.»

***

Πηγή κειμένου: przekroj Μετάφραση: Limao Qian