Επιβάτες σε απόγνωση

Επιβάτες σε απόγνωση

Οι περισσότεροι Αθηναίοι θα ήθελαν να ζουν στη ... Θεσσαλονίκη. Για τον πιο χαλαρό τρόπο ζωής, το άραγμα με τον φραπέ στα μπαλκόνια, τις μποέμικες βόλτες στην παραλία, τη ζεστή μπουγάτσα, το κουλούρι στην πλατεία Αριστοτέλους. Όμως υπάρχει σίγουρα ένας λόγος που και οι Θεσσαλονικείς ζηλεύουν τους Αθηναίους.

Το Μετρό. Στάση Ευαγγελισμού, Δουκίσης Πλακεντίας, Μεταξουργείο, Κεραμεικός, Σύνταγμα. Τα γρήγορα τραίνα στον υπόγειο τρέχουν μανιασμένα εξυπηρετώντας καθημερινά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες επιβατών που ανεβοκατεβαίνουν με τις κυλιόμενες σκάλες. Γιαπωνέζοι τουρίστες φορτωμένοι με βαλίτσες και φωτογραφική μηχανή, δημοσιογράφοι που τρέχουν για το ρεπορτάζ της μέρας, χρηματιστές, εργάτες, Φιλιππινέζες οικιακοί βοηθοί και  μητέρες με τα καροτσάκια. Στη συμπρωτεύουσα ωστόσο η μετακίνηση με τις μαζικές συγκοινωνίες είναι αλλιώτικη.

Ας παρακολουθήσουμε παραδείγματος χάρη το εικοσιτετράωρο μιας 52χρονης Θεσσαλονικιάς εργαζόμενης: της Φωτεινής Γ. Μετακινείται με τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ από τότε που είχαν ακόμη εισπράκτορα. Τα τελευταία χρόνια μένει κάπου στην Τούμπα και δουλεύει σε μια εξαγωγική βιοτεχνία στο Ωραιόκαστρο.

Πρέπει να ξυπνήσει πολύ νωρίς το πρωί, να περπατήσει τουλάχιστον ένα τέταρτο για να φτάσει στην πιο κοντινή στάση του λεωφορείου.  Ακόμη δεν έχει ξημερώσει καλά καλά. Ο κεντρικός δρόμος είναι πνιγμένος από ψηλές λεύκες και όταν φυσάει βγαίνει ένας θόρυβος από τα δέντρα που θυμίζει τη μουσική υπόκρουση στο γνωστό θρίλερ “Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες”  και λείπει λες μόνο ο Φρέντι Κρούγκερ. 

Αφού τελικά έρθει το λεωφορείο της γραμμής επιβιβάζεται κρατώντας σφιχτά την τσάντα της. Από τα μεγάφωνα μία γυναικεία φωνή που σε τρομάζει προειδοποιεί κάθε τόσο: “Προστατέψτε τα προσωπικά σας αντικείμενα, προστατέψτε τα προσωπικά σας αντικείμενα”.

Στριμωγμένη σαν σαρδέλα σε κονσερβοκούτι, κρεμασμένη από μία χειρολαβή και αναπνέοντας τις μασχάλες ενός μεσήλικα που μιλάει με σπασμένα ελληνικά στο κινητό μεταβαίνει εν τέλει στον σιδηροδομικό σταθμό. Εκεί να περιμένει τουλάχιστον είκοσι λεπτά μέχρι να έρθει το λεωφορείο του Ωραιοκάστρου.

Θα χρειαστεί να πιει ακόμη έναν καφέ για να “ανοίξει” το μάτι, να φάει βρε αδελφέ και μία τυρόπιτα. Αφού της έμεινε η τελευταία μπουκιά από την τυρόπιτα ανέβηκε πάλι στο άλλο λεωφορείο. Έκανε το σταυρό της κρυφά να βρει θέση να καθίσει. Αφού για να πας καθιστός σε μια διαδρομή του ΟΑΣΘ χρειάζεται να γίνει ένα θαύμα.

Η πόρτα της βιοτεχνίας ήταν ήδη ανοιχτή. Οι γυναίκες γαζώνανε κάτι μπλουζάκια με στάμπες στον κοπτοράπτη. Πάλι έχει αργήσει με την κίνηση. Το αφεντικό της έκανε παρατήρηση. Αυτό της έλειπε τώρα, να ψάχνει πάλι για δουλειά. Και που να τη βρει ξανά; Αφού όλες οι βιοτεχνίες μετοίκησαν πλέον στη Βουλγαρία.

Το σούρουπο, κατάκοπη πια από τη γαζωτική μηχανή περιμένει πάλι όρθια στη στάση. Με την κούραση που νιώθει όταν βλέπει το λεωφορείο της γραμμής να έρχεται, νιώθει σαν το ναυαγό που βλέπει στη θάλασσα καράβι. Ο οδηγός φρενάρει απότομα και σταματάει μπροστά της. Φίσκα πάλι από κόσμο το όχημα. Το αφήνει να φύγει. Δεν χωράει να μπει. Ύστερα από είκοσι λεπτά έρχεται επιτέλους άλλο λεωφορείο.

Πριν επιβιβαστεί κλείνει το φερμουάρ της τσάντας της. Διότι αν της κλέψουν εκεί μέσα και το πορτοφόλι ... πάει το μεροκάματο σήμερα, σε λέω.