Η ανάγκη γνησίου Νεοφιλελευθερισμού

Η ανάγκη γνησίου Νεοφιλελευθερισμού

Οι κάτωθι γραφόμενες αιρετικές οικονομικές απόψεις έχουν ξανά προταθεί και επισημανθεί από τον ‘’ακραίο’’ στην οικονομική του θεωρία γράφοντα.  Μπορούν να σκανδαλίσουν, να εξάψουν αλλά δύσκολα, μάλλον, θα βρουν άξιο ιδεολογικό ανταγωνιστή με ορθά και στερεά επιχειρήματα.

Υπάρχει στην Ελλάδα ανάγκη για περισσότερο νεοφιλελευθερισμό; Μα φυσικά. Γιατί;  Από το 2009, που άνοιξε ο ασκός του Αιόλου, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ γνήσιες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές στα κανάλια. Αντιμνημονιακοί –καινοφανής πολιτικός όρος- μπορούν να φωνασκούν καθημερινά στα κανάλια και να ξορκίζουν τον ‘’διαβολικό’’ νεοφιλελευθερισμό αλλά τούτες οι κραυγές μόνο έλλειψη πολιτικής παιδείας και οικονομικών γνώσεων αντικατροπτίζουν. Στην Ελλάδα γνήσιο νεοφιλελευθερισμό η κρίση δεν μας έκανε να γνωρίσουμε. Ο αναγνώστης θα κατανοήσει καλύτερα, σε συνέχεια του άρθρου μου ‘’Περί Ταυτοτήτων’’ γιατί η οικονομική αυτή θεωρία αποτελεί φάντασμα για την χώρα μας.

Ας αφήσουμε την υπερφορολόγηση στους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές. Μία νεοφιλελεύθερη Κυβέρνηση δεν μπορεί να θέτει φόρους σε επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα με τους φορολογικούς συντελεστές, που προτείνει η παρούσα Κυβέρνηση, κατευθυνόμενη από τις εκθέσεις και τις απαιτήσεις της τρόικα. Εάν θέλουμε να κινηθούμε προς την σωστή κατεύθυνση θα πρέπει να μειωθεί η φορολογία των ακινήτων, αναπροσαρμοσμένη σε νέες αντικειμενικές αξίες, που θα είναι πράγματα αντικειμενικές σύμφωνα με τα δεδομένα του 2014 και όχι του 2007. Ο καταστροφικός Ε.Ν.Φ.Ι.Α. θα πάψει να αποτελεί φόβητρο, εάν μειώσουμε τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Τότε θα σταματήσει και ο σπαραγμός της αστικής, της μεσαίας τάξης, των παραδοσιακών υποστηρικτών της Νέας Δημοκρατίας. Στη συνέχεια θα πρέπει να μειωθεί ο φόρος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Τότε μόνο θα υπάρξει ανάπτυξη στην αγορά, ανταγωνιστικότητα στις τιμές και τις υπηρεσίες και θα αποκτήσουμε το ελεύθερο εμπόριο και την αγορά, που έχει ως βασικό πρόσταγμα το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα. Τέλος, οι φορολογικοί συντελεστές των φυσικών προσώπων, ο φόρος στο εισόδημα, οφείλει να είναι χαμηλότερος. Οι χαμηλότεροι φόροι οδηγούν σε μεγαλύτερες εισπράξεις αφού δεν εξαντλούν ούτε υπερβαίνουν την φοροδοτική ικανότητα των πολιτών σε αντίθεση με την ισχύουσα υπερφορολόγηση. Βήμα πρώτον, λοιπόν, η μείωση της φορολογίας.

Βήμα δεύτερον, η ιδιωτικοποιήσεις και η συμμετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου σε διάφορους τομείς. Η Κυβέρνηση του Αντ.Σαμαρά, μπορεί να επιβάλλει με ευκολία μεγάλους φόρους αλλά εμφανίζεται διστακτική στις αποκρατικοποιήσεις και στη συνέχεια στην ιδιωτικοποίηση μεγάλων φορέων και εταιριών. Ακόμη και όταν αυτό γίνεται, οι οργανισμοί ξεπουλιούνται (βλ. Ο.Π.Α.Π.). Στόχος μίας ιδιωτικοποίησης, που γίνεται σωστά –με διαγωνισμούς, κίνητρα, θέλγητρα στον πλειοδότη- δεν είναι το ξεπούλημα αλλά η αναβάθμιση των υπηρεσιών, η μείωση των βαρών για τον κρατικό προυπολογισμό, η είσπραξη χρημάτων και φυσικά η ένεση επιχειρηματικότητας στην αγορά με την πρόσληψη περισσοτέρων εργαζομένων. Στη συνέχεια θα πρέπει να αυξηθεί και να απομαγευτεί, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Max Weber, η συμμετοχή ιδιωτικών επιχειρήσεων σε κρατικές εταιρίες, εάν δεν είναι εφικτή η πλήρης ιδιωτικοποίηση, να ιδρυθούν, επί τέλους Ιδιωτικά Πανεπιστήμια –παραπέμπω στο άρθρο μου ‘’Περί Ανώτατης Ιδιωτικής Εκπαίδευσης- , να αυξηθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία όσον αφορά τις υπηρεσίες Υγείας ενώ τέλος θα πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο αύξησης των τραπεζών, για την ενεργοποίηση της ελεύθερης αγοράς και του μεγαλύτερου ανταγωνισμού στο τραπεζικό μας σύστημα.

Ακολουθεί το αιώνιο ταμπού της μονιμότητας στον δημόσιο τομέα. Ας μου επιτραπεί μία ιστορική αναδρομή. Η μονιμότητα στο δημόσιο θεσπίζεται για πρώτη φορά επί Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την περίοδο της πρώτης του Κυβέρνησης το 1911. Γιατί; Κατά τον δικομματισμό του 1880-1910, οι εναλασσόμενες με τρομερό ρυθμό βραχύβιες Κυβερνήσεις του Χ.Τρικούπη και του Θ.Δηλιγιάννη ‘’ξήλωναν και έραβαν’’ μετά από κάθε εκλογική νίκη τους δημοσίους υπαλλήλους του αντιπάλου και τους δικούς τους αντίστοιχα. Αυτό οδηγούσε σε ένα αναποτελεσματικό και ασταθές δημόσιο τομέα και σε δυσλειτουργικές δημόσιες υπηρεσίες. Το φάρμακο στο τότε πρόβλημα έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το ερώτημα είναι το εξής: Αντιμετωπίζουμε το ίδιο ιστορικό πρόβλημα, ώστε να διατηρούμε αυτό το ταμπού εκατονταετίας; Μάλλον όχι. Ως πότε θα αρνούμαστε με ψευδείς παλικαρισμούς, ακόμη και από λαικιστές Υπουργούς, σαν τον Αργύρη Ντινόπουλο, την κινητικότητα και την αξιολόγηση, που μόνο τη ζωή του πολίτη θέλουν να κάνουν ευκολότερη; Ως πότε θα διατηρούμε νεκρές Δ.Ε.Κ.Ο. και ως πότε θα εκτρέφουμε το υπέρογκο δημόσιο και το τέρας της γραφειοκρατίας; Ήρθε η ώρα για απολύσεις και για μείωση του ποσοστού των δημοσίων υπαλλήλων στη χώρα, ώστε να συμβαδίσουμε, επί τέλους, με τον ευρωπαικό μέσο όρο. Ας τελειώσει η μικροαστική ιδεοληψία της κατοχής μίας θέσης στο δημόσιο.

Ένα ακόμη θέμα, που μας σκανδαλίζει, είναι η απεργία και ο συνδικαλιστικός νόμος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει τον τωρινό απαρχαιομένο συνδικαλιστικό νόμο. Η χώρα δεν μπορεί να είναι όμηρος ‘’παράνομων’’ απεργιών κάθε λίγο και λιγάκι. Χρειάζεται ένας νέος συνδικαλιστικός νόμος, εναρμονισμένος με τα ευρωπαικά πρότυπα – ας θυμούμε τη Μεγάλη Βρετανία και άλλες χώρες που περνούσαν Σ/Ν για τις απεργίες ήδη από το 1980- με την εξής διαδικασία για τις απεργίες: Σύγκληση του συνόλου των μελών του εργατικού σωματείου/ συντεχνίες/ συνδικάτου –διαλέξτε όρο- , ψήφιση επί του συνόλου και υιοθέτηση της απόφασης του 50% +1 ψήφο για την συμμετοχή ή όχι σε απεργία. Σήμερα ένα διοικητικό συμβούλιο, που ως επί το πλείστο εκλέγεται κάθε πέντε έτη, ολιγομελές και αυταρχικό διακυρήσσει απεργίες και κρατά δέσμιους και τα μέλη του αλλά και την υπόλοιπη κοινωνία. Μία τέτοια μεταρρύθμιση δεν θα κάνει τίποτε άλλο από το να προάγει τον διάλογο εντός των ενώσεων, να φέρει την Δημοκρατία και την αρχή της πλειοψηφίας στις αποφάσεις.

Τέσσερα απλά βήματα. Οι τέσσερεις ακρογωνιαίοι λίθοι του νεοφιλελευθερισμού. Έχει υλοποιηθεί με επιτυχία κάποιος από τους τέσσερεις από το 2009; Που είναι λοιπόν ο καταραμένος νεοφιλελευθερισμός, που όλοι αγαπούν να μισούν αλλά μάλλον ποτέ δεν γνώρισαν; Μήπως βιώνουμε τα σοσιαλιστικά και αριστερά οικονομικά προστάγματα, που παρά φύσιν καλείται να υλοιποιήσει μία συντηρητική φιλελεύθερη κυβέρνηση; Είναι, έτσι, σωστή η μοναχική κραυγή του γράφοντος –ίσως και μερικών άλλων- για περισσότερο νεοφιλελευθερισμό στην οικονομία στον τομέα της φορολόγησης, της αγοράς, του δημοσίου τομέα και της συλλογικής κοινωνικής διεκδίκησεις δικαιωμάτων; Θέλουμε μία ανοιχτή οικονομία ή ένα ευρύ κρατικό παρεμβατισμό;

Τέλος θα συμπληρώσω την θεωρητική προσέγγιση στην πολιτική και οικονομική ιδεολογία, που προσπαθώ να προωθήσω με την αρθρογραφία μου, με το ακόλουθο απλό ερώτημα, που πηγάζει από την εμπειρία μου. Γιατί μία οικογένεια, που έχει επιλέξει το ιδιωτικό σχολείο για την εκπαίδευση του παιδιού της ή των παιδιών της οφείλει να πληρώνει ένα φόρο για τη δημόσια εκπαίδευση, την οποία δεν χρησιμοποιεί και ένα φόρο πολυτελείας, που έχει ως τεκμήριο και την φοίτηση σε ιδιωτικό σχολείο; Προς τι η διπλή και άδικη αυτή φορολόγηση; Σκεφτείτε το ερώτημα και θα αρχίσουμε, ίσως κάποτε και σε αυτή τη χώρα, την συζήτηση περί αναρχοκαπιταλισμού και ελευθεριακού φιλελευθερισμού.

Θα κλείσω με μία αναφορά στο πολιτικό ζεύγος, που γέννησε τον νεοφιλελευθερισμό. Το δίλλημα διατύπωσε η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρήγκαν, οι ιδρυτές του κύματος της Νέας Δεξίας ήδη από τη δεκαετία του 1980: What it should be? Nanny state or the free market? Σε ελεύθερη μετάφραση: ‘’Τι προτιμάτε; Κράτος – νταντά ή ελεύθερη αγορά;’’