Ο Μονταίνιος και τα βιβλία

Ο Μονταίνιος και τα βιβλία

«Όταν ήμουν νέος σπούδαζα από ματαιοδοξία· στη συνέχεια, για να μάθω· τώρα, για να διασκεδάσω». Έτσι γράφει ο Μονταίνιος στα Δοκίμιά του, Η ανάγνωση και τα βιβλία καλύπτουν όλη τη ζωή του Γάλλου φιλοσόφου: δεν είναι πλέον όργανο πολυμάθειας ή ευκαιρία για ψυχαγωγία· οι αναγνώσεις για τον Μονταίνιο γίνονται το πορτρέτο του συγγραφέα, ο οποίος διερευνά τον εαυτό του μέσα από αυτό που διαβάζει.

Κεφάλαιο I'

Περί βιβλίων

Ουδόλως αμφισβητώ πως συχνά μου συμβαίνει να μιλώ για πράγματα που πραγματεύονται καλύτερα, και πιο αληθινά, οι δάσκαλοι του επαγγέλματος. Αυτή είναι η σωφροσύνη των φυσικών μου λειτουργιών, και σε καμία περίπτωση των επίκτητων και αυτός που θα με κάνει να σωπάσω από άγνοια δεν θα με αδικήσει, γιατί θα απαντούσα με δυσκολία για τους συλλογισμούς μου σε άλλους, εγώ που δεν απαντώ γι’ αυτούς ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό μου και δεν είμαι ικανοποιημένος από αυτούς.

Αυτός που αναζητά επιστήμη, να πάει να την ψαρέψει εκεί που βρίσκεται: δεν υπάρχει κάτι που να επαγγέλλομαι λιγότερο. Αυτές είναι οι δικές μου φαντασιώσεις, με τις οποίες δεν προσπαθώ επ’ ουδενί να γνωρίσω τα πράγματα, αλλά τον ίδιο μου τον εαυτό: ίσως θα μου γίνουν γνωστά μια μέρα, ή υπήρξαν γνωστά κάποια εποχή, οπότε η τύχη μπόρεσε να με οδηγήσει στα βήματα όπου εξηγήθηκαν.

Αλλά δεν το θυμάμαι πια. Και αν είμαι κάποιος που διαβάζει κάτι, είμαι και κάποιος που δεν συγκρατεί τίποτα. [Α]Έτσι, δεν εγγυώμαι καμία σιγουριά, παρά μόνο να γνωστοποιήσω σε ποιο σημείο φτάνει, μέχρι στιγμής, η γνώση που έχω. Μην παρατηρείται  τα επιχειρήματα, αλλά τον τρόπο που τα διαχειρίζομαι.  

Μπορεί να δει κανείς, μέσα από αυτό που δανείζομαι, εάν ξέρω να διαλέξω με τι να δώσω λάμψη στην κουβέντα μου - επειδή οι άλλοι λένε αυτό που δεν μπορώ να πω τόσο καλά, είτε λόγω γλωσσικής ανεπάρκειας είτε λόγω έλλειψης κρίσης.

Δεν μετρώ τα δάνειά μου, τα ζυγίζω. Και αν ήθελα να τα μετρήσω με αριθμό, θα είχα χρεωθεί διπλά. Είναι όλοι, ή σχεδόν όλοι, τόσο διάσημα αρχαία ονόματα που συστήνονται επαρκώς χωρίς εμένα.

Από τους συλλογισμούς και τις ιδέες που μεταφέρω στο πεδίο μου και ανακατεύω με τις δικές μου, έχω περιστασιακά παραλείψει να υποδείξω τον συγγραφέα, για να περιορίσω το θράσος αυτών των βιαστικών κρίσεων που γίνονται για όλα τα είδη των γραπτών: κυρίως για τα νεανικά γραπτά αντρών που ζουν ακόμα, και είναι γραμμένα στην καθομιλουμένη, πράγμα που επιτρέπει σε όλους να μιλήσουν γι’ αυτά και να τα ψέξουν για χυδαιότητα, ακόμα και ως προς την έννοια και τον σχεδίασμά τους, θέλω να δώσουν μια γροθιά στον Πλούταρχο πάνω στη δική μου μύτη, και να προσβάλουν τον Σενέκα μέσα από εμένα.

Πρέπει να κρύψω την αδυναμία μου κάτω από αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς, θα ήθελα κάποιος να ήξερε να με απαλλάξει από τις γραφές που δεν είναι δικές μου - αλλά με σαφήνεια κρίσης και μόνο διακρίνοντας τη δύναμη και την ομορφιά του επιχειρήματος. Διότι εγώ, που λόγω έλλειψης μνήμης βρίσκομαι ανά πάσα στιγμή σε αδυναμία να τις ξεχωρίσω ανάλογα με την προέλευσή τους, γνωρίζω πολύ καλά, μετρώντας τη δύναμή μου, πως το δικό μου έδαφος είναι επ’ ουδενί ικανό να παραγάγει κάποια υπερβολικά θαυμάσια λουλούδια που βρίσκω διάσπαρτα, και που όλοι οι καρποί του κήπου μου δεν θα μπορούσαν να ισοσκελίσουν.

Σε αυτό είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω, αν αποτυγχάνω από μόνος μου, αν στους συλλογισμούς μου υπάρχει ματαιοδοξία και ελάττωμα που δεν τα νιώθω καθόλου ή αν δεν είμαι σε θέση να τα αισθανθώ αν μου τα δείξουν. Στην πραγματικότητα, ορισμένα ελαττώματα συχνά ξεφεύγουν μπροστά στα μάτια μας, αλλά η ασθένεια της κρίσης συνίσταται στο να μην μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πότε κάποιος άλλος μας τα επισημαίνει. Η επιστήμη και η αλήθεια μπορούν να διαμένουν μέσα μας χωρίς την κρίση, και η κρίση μπορεί εξίσου να βρεθεί χωρίς αυτές, μάλιστα η αναγνώριση της άγνοιας είναι ένα από τα πιο ωραία και σίγουρα τεκμήρια κρίσης που γνωρίζω. Δεν έχω άλλο λοχία για να παρατάξει τα κομμάτια μου, παρά μόνο την τύχη.

Καθώς οι φαντασιώσεις μου παρουσιάζονται, τις συγκεντρώνω: κάποιες φορές συναθροίζονται ως όχλος, άλλες φορές μπαίνουν σε σειρά, θέλω να βλέπει κανείς το φυσιολογικό και συνηθισμένο μου βήμα, ακανόνιστο όπως είναι. Αφήνομαι να πηγαίνω όπως είμαι. Έτσι, εδώ δεν υπάρχουν επιχειρήματα που δεν επιτρέπεται να αγνοεί κανείς, και από εδώ δεν μπορεί να μιλά κανείς τυχαία και χωρίς προετοιμασία. Σίγουρα, θα ήθελα να έχω μια πιο τέλεια αντίληψη για τα πράγματα, αλλά δεν θέλω να πληρώσω το ακριβό αντίτιμό της. Ο σκοπός μου είναι να περάσω ήσυχα, και όχι κουραστικά, το υπόλοιπο της ζωής μου. Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να θέλω να σπαζοκεφαλιάζω, οπωσδήποτε όχι για την επιστήμη, όσο μεγάλη και αν είναι η αξία της. Στα βιβλία αναζητώ μόνο λίγη χαρά με μια τίμια ενασχόληση- ή αν μελετώ, ψάχνω μόνο την επιστήμη που ασχολείται με τη γνώση του εαυτού μου και με διδάσκει να πεθάνω καλά και να ζήσω καλά:

Has mens ad metas sudet oportet equus.

Οι δυσκολίες, εάν συναντώ κάποιες διαβάζοντας, δεν αφήνω να με φθείρουν. Αφού συγκρουστώ μαζί τους μια-δυο φορές, τις αφήνω να περάσουν. Εάν έμενα εκεί, θα έχανα τον εαυτό μου και θα έχανα χρόνο: επειδή έχω ένα πνεύμα που κρίνει με την πρώτη ματιά. Αυτό που δεν βλέπω με την πρώτη, το βλέπω ακόμα λιγότερο εάν επιμείνω.

Δεν κάνω τίποτα χωρίς παρόρμηση. Και η επιμονή σε μια υπερβολικά τεταμένη προσπάθεια θολώνει την κρίση μου, την ταράζει και την αποδυναμώνει. Το όραμά μου μπερδεύεται και χάνεται. Πρέπει  να το απομακρύνω και να το επαναφέρω με διαλείμματα

Όπως για να κρίνεις το μεγαλείο του άλικου χρώματος, συστήνεται να το ρίξεις μπροστά στα μάτια σου και να το κουνήσεις αρκετές φορές, με γρήγορες και επαναλαμβανόμενες κινήσεις.

Αν αυτό το βιβλίο με ενοχλήσει, παίρνω ένα άλλο· και το εφαρμόζω μόνο σε εκείνες τις στιγμές που η πλήξη του να μην κάνω τίποτε αρχίζει να με συνεπαίρνει. Δεν ασχολούμαι με τους νέους, επειδή οι αρχαίοι μου φαίνονται πιο ζουμεροί και ακμαίοι- ούτε με τους Έλληνες, επειδή η κρίση μου δεν ικανοποιείται με μια παιδαριώδη και ερασιτεχνική κατανόηση.

Ανάμεσα στα ευχάριστα βιβλία βρίσκω άξια της προσοχής μας, από τους μοντέρνους, το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, τον Ραμπελαί, τους Ασπασμούς του Γιοχάνες Σεκοΰντους, αν μπορεί κανείς να τα κατανοήσει με αυτόν τον ορισμό. Ως προς τα Amadigi (επικό ποίημα του Μπερνάρντο Τάσσο, 1560 - ΣτΜ) και τέτοιου είδους κείμενα, ουδέποτε είχαν τη δύναμη να με ψυχαγωγήσουν, ούτε όταν ήμουν παιδί, θα πω και αυτό, με θάρρος ή θράσος, πως αυτή η παλιά, ναρκωμένη ψυχή δεν αφήνεται πλέον να παρακινηθεί όχι μόνο από τον Αριόστο, αλλά ούτε καν από τον καλό Οβίδιο: η ευκολία και οι εφευρέσεις του, που μια εποχή με είχαν εκστασιάσει, τώρα με δυσκολία διατηρούν την προσοχή μου.

Εγώ λέω ελεύθερα την άποψή μου για όλα τα πράγματα, ακόμα και γι’ αυτά που ίσως ξεπερνούν τις δυνατότητάς μου, και που πιστεύω πως επ’ ουδενί είναι της δικαιοδοσίας μου. Η γνώμη που εκφράζω συμβάλλει στο να δείξει το μέγεθος της οπτικής μου, όχι το μέγεθος των πραγμάτων.

Όταν νιώθω αηδιασμένος από τον Αξίοχο του Πλάτωνα, ως ένα έργο χωρίς ζωντάνια για έναν τέτοιο συγγραφέα, η κρίση μου δεν εμπιστεύεται τον εαυτό της: δεν είναι τόσο ανόητη ώστε να αντιτάσσεται στην αυθεντία τόσων άλλων διάσημων αρχαίων κριτικών, που τους θεωρεί οδηγούς και αφέντες της, και είναι μάλλον χαρούμενη που κάνει λάθος. Την παίρνει μαζί της και κατηγορεί τον εαυτό της, είτε πως μένει στην επιφάνεια, αδυνατώντας να εισχωρήσει σε βάθος, είτε πως κοιτάζει τα πράγματα υπό ψεύτικο φως. Ικανοποιείται μόνο μέσα από τη σύγχυση και την αταξία- όσο για την αδυναμία της, την αναγνωρίζει και ευχαρίστως την ομολογεί. Σκέφτεται για να ερμηνεύσει σωστά τα φαινόμενα που η νόησή της ,της παρουσιάζει- αλλά αυτά είναι αδύναμα και ατελή. Το μεγαλύτερο μέρος των μύθων του Αισώπου έχουν παρόμοια νοήματα και ερμηνείες. Όσοι τους δίνουν αλληγορική ερμηνεία επιλέγουν μια πλευρά που ταιριάζει ωραία στο παραμύθι, αλλά συνήθως είναι μόνο η πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση- υπάρχουν άλλες πιο ζωντανές, πιο βασικές και μύχιες, στις οποίες δεν ήξεραν να διεισδύσουν: αυτό ακριβώς κάνω εγώ.

Αλλά, για να συνεχίσω την πορεία μου, πάντα πίστευα πως στην ποίηση ο Βιργίλιος, ο Λουκρήτιος, ο Κάτουλος και ο Οράτιος κατέχουν, μακράν, την πρώτη θέση: κυρίως ο Βιργίλιος στα Γεωργικά, που θεωρώ το πιο τέλειο ποιητικό έργο- συγκρίνοντας με τα Γεωργικά, μπορεί κανείς εύκολα να δει πως υπάρχουν κομμάτια στην Αινειάδα που ο συγγραφέας θα μπορούσε να έχει περάσει από ένα ακόμα ξεσκόνισμα, αν είχε τη δυνατότητα. Και το πέμπτο βιβλίο στην Αινειάδα μου φαίνεται το πιο τέλειο.

Μου αρέσει και ο Λουκάνο, και τον διαβάζω ευχαρίστως- όχι τόσο για το στιλ του, όσο για την ίδια του την αξία και για την αλήθεια της γνώμης και της κρίσης του. Όσο για τον καλό Τερέντιο, ομορφιά και χάρη της λατινικής γλώσσας, τον βρίσκω αξιοθαύμαστο στον τρόπο που αναπαριστά ζωντανά τις κινήσεις της ψυχής και την ιδιαιτερότητα των εθίμων μας: σε κάθε στιγμή οι πράξεις μας μου θυμίζουν εκείνον. Όσο συχνά και αν το διαβάζω, πάντα βρίσκω μια νέα ομορφιά και χάρη.

Την εποχή του Βιργίλιου διαμαρτύρονταν μερικοί πως κάποιοι τον σύγκριναν με τον Λουκρήτιο. Είμαι της γνώμης πως, στην πραγματικότητα, είναι μια άνιση σύγκριση· αλλά μου είναι πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθώ γι’ αυτή την άποψη όταν βρίσκομαι κοντά σε κάποιο ωραίο απόσπασμα του Λουκρήτιου. Αν απέρριπταν αυτή τη σύγκριση, τι θα έλεγαν για την κουταμάρα και τη βάρβαρη βλακεία εκείνων που σήμερα τον συγκρίνουν με τον Αριόστο; Και τι θα έλεγε ο ίδιος ο Αριόστο;

***

Δοκίμια, β' 10

Μονταίνιου, Δοκίμια, επιμέλεια F. Garavini, A. Tournon, Bompiani, Μιλάνο – 2012